Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Με αμείωτο ρυθμό συνεχίζεται τις τελευταίες ημέρες η αποκλιμάκωση των ελληνικών κρατικών αποδόσεων, με το ενδιαφέρον των επενδυτών να επικεντρώνεται κυρίως στο πενταετές, εν μέσω φημολογιών ότι ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) σχεδιάζει να προχωρήσει στην πρώτη μεταμνημονιακή έκδοση πενταετούς ομολόγου στο άμεσο μέλλον, πιθανόν μετά την ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Η αυξημένη αυτή προοπτική αποτυπώνεται στο γεγονός ότι τη μερίδα του λέοντος από τον ημερήσιο τζίρο που πραγματοποιείται στην ΗΔΑΤ τη συγκεντρώνουν τα πενταετή. Ωστόσο, χθες, η αγορά πήρε μια ανάσα, με τον όγκο των συναλλαγών να περιορίζεται μόλις στα πέντε εκατομμύρια ευρώ. Το σημαντικό όμως είναι η συνεχιζόμενη αποκλιμάκωση της απόδοσης του πενταετούς, η οποία πέρασε χθες κάτω από το φράγμα του 3%, στο 2,95%. Traders της αγοράς, που θέλησαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, επεσήμαναν ότι η απόδοση της πιθανής νέας έκδοσης πενταετούς θα διαμορφωθεί ανάμεσα στο επίπεδο που θα βρίσκεται εκείνη την περίοδο η απόδοση του πενταετούς λήξης 2023 και του επταετούς λήξης 2025, γι’ αυτό και το ενδιαφέρον έχει στραφεί σε μεγάλο βαθμό στους δύο αυτούς τίτλους.
Η απόδοση του επταετούς με λήξη το 2015 περιορίστηκε και αυτή χθες στο 3,75%, ενώ του τίτλου με λήξη το 2019, που ουσιαστικά έχει μετατραπεί σε τριμηνιαίο, κυμάνθηκε χθες στο 0,62%.
Σταθερή αποκλιμάκωση παρουσιάζει και η απόδοση του 10ετούς, που έφθασε χθες το 4,11%, με το spread έναντι του αντίστοιχου γερμανικού να περιορίζεται κάτω από το φράγμα των 400 μονάδων βάσης. Θετικά λειτούργησε και το γεγονός ότι ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης S&P επιβεβαίωσε αργά την Παρασκευή την αξιολόγησή του για το αξιόχρεο της Ελλάδας στο «Β+», με θετική προοπτική, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί να αναβαθμίσει την αξιολόγηση της χώρας μας τους επόμενους 12 μήνες.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι συνθήκες στις αγορές κρατικού χρέους στον ευρωπαϊκό Νότο προδιαγράφονται ιδιαίτερα ευνοϊκές όσον αφορά τις εκδόσεις, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την πορεία των κοινοπρακτικών εκδόσεων σε Ιταλία και Ισπανία. Η Μαδρίτη είδε τη ζήτηση να φθάνει το επίπεδο-ρεκόρ των 50 δισ. ευρώ στη νέα κοινοπρακτική έκδοση 10ετούς ομολόγου της, ποσό που δεν έχει επαναληφθεί σε καμία άλλη, μέχρι σήμερα, ομολογιακή έκδοση που έχει πραγματοποιήσει το ισπανικό υπουργείο Οικονομικών. Την προηγούμενη εβδομάδα, η Ιταλία κατάφερε να αντλήσει 10 δισ. ευρώ από την έκδοση 15ετούς ομολόγου, στη μεγαλύτερη κοινοπρακτική έκδοση που έχει πραγματοποιήσει έως σήμερα, με τη ζήτηση να ξεπερνά αρχικά τα 35,5 δισ. ευρώ.
Η Αθήνα έχει αναβάλει την επιστροφή της στις αγορές κρατικού χρέους από πέρυσι το καλοκαίρι, λόγω της αστάθειας στις χρηματοοικονομικές αγορές αλλά και της προοπτικής για αύξηση των επιτοκίων.
Traders της αγοράς, που θέλησαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, επεσήμαναν ότι η απόδοση της πιθανής νέας έκδοσης πενταετούς θα διαμορφωθεί ανάμεσα στο επίπεδο που θα βρίσκεται η απόδοση του πενταετούς και του επταετούς ομολόγου.
Τι αναφέρει ο Τύπος σε Γερμανία και Γαλλία
Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και ειδικότερα η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας προσελκύουν το ενδιαφέρον του γαλλικού και του γερμανικού Τύπου. Η προσοχή στρέφεται πλέον στην ελληνική αγορά ομολόγων, εν αναμονή μιας νέας έκδοσης.
Οι αγορές περιμένουν τώρα τα ελληνικά ομόλογα, γράφει η γαλλική οικονομική εφημερίδα «Les Echos», τονίζοντας ότι η Αθήνα έχει αναβάλει την επιστροφή της στις αγορές από το περασμένο καλοκαίρι, λόγω της αστάθειας και των αυξανόμενων επιτοκίων στην Ευρώπη.
Η γαλλική εφημερίδα φέρνει ως παράδειγμα τις επιτυχημένες δημοπρασίες ομολόγων από άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, τονίζοντας ότι μετά το ιταλικό ρεκόρ της περασμένης εβδομάδας οι επενδυτές «ρίχθηκαν» στο ισπανικό χρέος.
Στη μηνιαία έκθεση της Bundesbank αναφέρεται η οικονομική εφημερίδα «Handelsblatt», σε άρθρο με τίτλο «Οι αδύναμες χώρες ανακάμπτουν», παρατηρώντας ότι «η γερμανική κεντρική τράπεζα αναγνωρίζει πρόοδο στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας σε Ελλάδα, Ισπανία και Ιρλανδία - σε αντίθεση με τη Γερμανία». Ειδικότερα, η Ηandelsblatt αναφέρει ότι η Γερμανία, βάσει της έκθεσης της Bundesbank, έχασε στο διάστημα 2008-2018 περίπου το 5,5% της ανταγωνιστικότητάς της έναντι των εμπορικών της εταίρων στην Ευρωζώνη. Παρόμοια πτωτική τάση εμφανίζουν, σύμφωνα με την Bundesbank, Λουξεμβούργο, Αυστρία, Φινλανδία και Βέλγιο. «Απέναντί τους εμφανίζονται Ελλάδα, Ιρλανδία, Ισπανία, Γαλλία και Ολλανδία, οι οποίες βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητά τους εντός της Ευρωζώνης μέσω των χαμηλότερων ανατιμήσεων. Αυτή η εξέλιξη είναι ευπρόσδεκτη, επειδή μειώνει τις οικονομικές εντάσεις μεταξύ των ισχυρότερων και των ασθενέστερων χωρών εντός της Ευρωζώνης».