Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
To πρώτο σημαντικό τεστ των αγορών στην μετά- QE εποχή στέφθηκε από επιτυχία για τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης, με την ζήτηση να κινείται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα και το κόστος να διατηρείται χαμηλά- ακόμη για την πολύπαθη τον τελευταίο χρόνο Ιταλία. Ωστόσο αυτό ενδεχομένως να οφείλεται περισσότερο στους φόβους για εκτίναξη του πολιτικού ρίσκου και απότομη επιβράδυνση της Ευρωζώνης, που ωθεί τους επενδυτές στην ασφάλεια των κρατικών ομολόγων- παρά σε μία ψήφο εμπιστοσύνης στη νομισματική ένωση. Για το 2019 σχεδιάζονται εκδόσεις χρέους άνω των 880 δισ. ευρώ από τις χώρες του ευρώ. Mέσα σε αυτό το περιβάλλον καλείται και η Ελλάδα να διεκδικήσει τη δική της έξοδο στις αγορές.
Την περασμένη εβδομάδα, που ήταν η πρώτη ολόκληρη του 2019, εκδόθηκε νέο κρατικό χρέος ύψους 37 δισ. ευρώ από τα κράτη- μέλη της Ευρωζώνης. Πρόκειται για τον υψηλότερο εβδομαδιαίο όγκο εκδόσεων εδώ και τρία χρόνια, όπως προκύπτει από στοιχεία της Commerzbank, που δημοσιεύει το Reuters.
Μάλιστα όπως αναφέρουν αναλυτές της Bank of America Merrill Lynch στη Wall Street Journal από το 2010 και έπειτα έχουν καταγραφεί μόλις έξι εβδομάδες με τόσο υψηλό όγκο εκδόσεων κρατικών ομολόγων του ευρώ. Οι δύο εξ αυτών ήταν πριν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφασίσει να βγάλει από τη φαρέτρα της το «μπαζούκας» της ποσοτικής χαλάρωσης (QE)- όπλο που έχει πλέον απενεργοποιηθεί.
Ενδεικτικής της θετικής ανταπόκρισης της αγοράς ήταν η δημοπρασία της Ιταλίας. Το τρίτο μεγαλύτερο μέλος του ευρώ και δεύτερο πιο υπερχρεωμένο μετά την Ελλάδα. Η Ρώμη προχώρησε σε επιτυχημένη έκδοση νέου ομολόγου, από την οποία άντλησε 6,5 δισ. ευρώ, με το επιτόκιο να διαμορφώνεται χαμηλότερα σε σχέση με τα επίπεδα ανάλογης δημοπρασίας του Δεκεμβρίου. Το σχετικά σύντομο τέλος στην αντιπαράθεσή της με τις Βρυξέλλες έχει βοηθήσει την Ιταλία να δει τις αποδόσεις των ομολόγων να αποκλιμακώνονται αισθητά στις αρχές του 2019. Ωστόσο η Ιταλία εκ των χωρών που στηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό στο πρόγραμμα QE της EKT και κατά συνέπεια έχει ακόμη μπροστά της προκλήσεις.
Ομόλογα δεκαετούς διάρκειας (με πολύ καλά αποτελέσματα) εξέδωσαν την περασμένη εβδομάδα η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Σλοβενία και το Βέλγιο, αλλά και η Γερμανία. Τις διαθέσεις των αγορών θέλησαν επίσης να δοκιμάσουν με μικρότερες εκδόσεις η Γαλλία, η Ολλανδία και η Αυστρία. Σε όλες τις περιπτώσεις τα στοιχεία των εθνικών οργανισμών διαχείρισης χρέους έδειξαν πολύ υψηλή ζήτηση από τους επενδυτές. Στην περίπτωση του Βελγίου και της Ιρλανδίας μάλιστα κατεγράφη ρεκόρ.
Σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα έχουν βυθιστεί οι αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων. Η ζήτηση για Bund- ένα από τα πιο σταθερά καταφύγια της αγοράς- εκτιμάται ότι αντανακλά εν πολλοίς τους φόβους για ύφεση της γερμανικής οικονομίας και την επιδείνωση των προοπτικών συνολικά της Ευρωζώνης.
Τι περιμένει η Ελλάδα
Σύμφωνα με της Wall Street Journal, που επικαλείται αναλυτές της Citi, οι δέκα μεγαλύτεροι εκδότες χρέους της Ευρωζώνης θα επιχειρήσουν να αντλήσουν φέτος 881 δισ. ευρώ από τις αγορές, έναντι 854 δισ. ευρώ το 2018. Το γεγονός ότι η ΕΚΤ δεν προβλέπεται να κάνει καμία κίνηση στο επίπεδο των επιτοκίων φέτος, στηρίζει τα ομόλογα της Ευρωζώνης και μπορεί να κρατήσει σχετικά χαμηλά το επίπεδο του κόστους δανεισμού- αν και η εποχή του υπερβολικά άφθονου, φθηνού χρήματος έχει μάλλον παρέλθει.
Στην περίπτωση της Ελλάδας ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, έχει επισημάνει ότι στόχος είναι να αντληθούν 7 δισ. ευρώ. Η ακριβής χρονική στιγμή, όπως έχει πει, θα εξαρτηθεί από τις συνθήκες στις αγορές, οι οποίες επηρεάζονται τόσο από τις εγχώριες πολιτικές εξελίξεις όσο και από το διεθνές περιβάλλον (στο οποίο κυριαρχεί μέχρι στιγμής η αβεβαιότητα). Η κυβέρνηση επισημαίνει πως δεν υπάρχει λόγος βιασύνης, από τη στιγμή που υπάρχει το μαξιλάρι ρευστότητας. Από την άλλη όσο περισσότερο καθυστερεί η χώρα να κάνει το βήμα αυτό, τόσο πιο δύσκολες συνθήκες ενδεχομένως να αντιμετωπίσει σχολιάζει μερίδα αναλυτών.
Αξίζει πάντως να σημειώσουμε πως στρατηγικοί αναλυτές ανέφεραν χθες στο Bloomberg ότι οι τελευταίες πολιτικές εξελίξεις, καθώς φαίνεται να φέρουν πιο κοντά το σενάριο των πρόωρων εκλογών, αποτρέποντας μία παρατεταμένη και δη «τοξική» προεκλογική περίοδο, θα μπορούσαν να αποδειχθούν καλά νέα για τους επενδυτές σε ελληνικό ενεργητικό. Όσο πιο γρήγορα έχουμε άρση της αβεβαιότητας τόσο πιο σύντομα θα έρθει και η στήριξη και για τα ελληνικά ομόλογα.
naftemporiki.gr