Από την έντυπη έκδοση
Με πτώση της τάξης του 1,4% εκτιμάται ότι έκλεισε η συνολική αγορά φαρμακείων το 2018 με τις πωλήσεις όλων των κατηγοριών προϊόντων που διακινούνται από το συγκεκριμένο κανάλι διανομής να διαμορφώνονται στα 3.920 εκατ. ευρώ έναντι 3.977 εκατ. ευρώ το 2017. Αξίζει να σημειωθεί ότι σωρευτικά η πτώση των πωλήσεων από το κορυφαίο σημείο όπου είχε φτάσει η αγορά το 2009, τα περίπου 7 δισ. ευρώ, διαμορφώνεται πλέον στο 44%.
Τα ανωτέρω προκύπτουν από τη νέα έκδοση της κλαδικής μελέτης της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της ICAP Group. Ο Μάρκος Κοντοές, Senior Consultant Οικονομικών Μελετών της ICAP, ο οποίος επιμελήθηκε την εν λόγω μελέτη, σημείωσε ότι η ύπαρξη πληθώρας σημείων πώλησης, διάσπαρτων σε όλη τη χώρα, έχει ως αποτέλεσμα η αγορά να είναι «κατακερματισμένη». Η συντριπτική πλειονότητα των φαρμακείων αφορά μεμονωμένα / ανεξάρτητα καταστήματα. Το 55% εξ αυτών είναι ομόρρυθμες εταιρείες, το 37% ατομικές επιχειρήσεις, ενώ το 8% αφορά ετερόρρυθμες εταιρείες.
Υπενθυμίζεται ότι ο νόμος 4509/2017 επέφερε αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των φαρμακείων, επαναφέροντας παλαιότερη υπουργική απόφαση η οποία επέτρεπε την ίδρυση φαρμακείου σε μη φαρμακοποιούς, με το Συμβούλιο της Επικρατείας να έχει θεωρήσει ότι το σκεπτικό της ήταν αντισυνταγματικό.
Ο αριθμός των φαρμακείων εμφάνισε διαχρονική αύξηση την περίοδο 2004-2014 (10.506 το 2014 από 9.182 το 2004). Η συρρίκνωση του περιθωρίου κέρδους των φαρμακοποιών και τα έντονα προβλήματα ρευστότητας τα τελευταία χρόνια οδήγησαν σε αναστολή της λειτουργίας αρκετών φαρμακείων, με αποτέλεσμα να ανακοπεί η ανοδική πορεία των προηγούμενων ετών. Σύμφωνα με στοιχεία του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου (ΠΦΣ), ο αριθμός των φαρμακείων δείχνει μικρή ενίσχυση την τριετία 2015-2017, καθώς αυτά εκτιμώνται σε 10.432 περίπου το 2017 από 10.386 το προηγούμενο έτος και 10.362 το 2015.
Όπως αναφέρει ο κ. Κοντοές, η λειτουργία 10.432 φαρμακείων στην Ελλάδα έχει ως αποτέλεσμα κάθε φαρμακείο να αντιστοιχεί κατά μέσο όρο σε 1.032 κατοίκους και ως εκ τούτου το ελληνικό δίκτυο φαρμακείων να θεωρείται το πυκνότερο και πλέον ομοιόμορφα κατανεμημένο δίκτυο φαρμακείων ανά κατοίκους στην Ευρώπη, παρότι έχει αναπτυχθεί σε χώρα με το πλέον δύσμορφο γεωγραφικό ανάγλυφο, τόσο στην ηπειρωτική όσο και στη νησιωτική επικράτεια.
Τα περισσότερα φαρμακεία, όπως είναι φυσικό, συναντώνται στον νομό Αττικής, καθώς το 2017 καταλαμβάνουν ποσοστό 35,7% επί του συνόλου. Ακολουθεί η διοικητική περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (ποσοστό 18,9%), ενώ σημαντικό αριθμό φαρμακείων διαθέτουν τόσο η Θεσσαλία όσο και η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας.
Η ραγδαία αύξηση της χρήσης του διαδικτύου για την πραγματοποίηση αγορών οδήγησε ορισμένα φαρμακεία στη σύσταση ηλεκτρονικού καταστήματος (ηλεκτρονικά φαρμακεία) προκειμένου να ενισχύσουν τα έσοδά τους. Οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια, καθώς εμφανίζουν σημαντική ενίσχυση των πωλήσεών τους, ως αποτέλεσμα τόσο της αυξανόμενης τάσης για αγορές μέσω διαδικτύου όσο και των σημαντικών εκπτώσεων / προσφορών που πραγματοποιούν.
Η Σταματίνα Παντελαίου, διευθύντρια Οικονομικών Μελετών της ICAP, σχολίασε σχετικά ότι οι συνολικές πωλήσεις φαρμάκων (σε τιμές λιανικής) παρουσίασαν ανοδική πορεία την περίοδο 2004-2009, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 11% περίπου. Όπως ανέφερε, οι διαδοχικές μειώσεις στις τιμές των φαρμάκων, καθώς και η εφαρμογή ελέγχων στη συνταγογράφηση είχαν ως αποτέλεσμα η αξία των συνολικών πωλήσεων φαρμάκων να συρρικνωθεί την περίοδο 2009-2017. Το 2017 οι εν λόγω πωλήσεις διαμορφώθηκαν σε 3.976,7 εκατ. ευρώ από 4.051,1 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος (μείωση 1,8%).
Αντίστοιχα, οι συνολικές πωλήσεις των φαρμακείων, κατόπιν θεσμικών παρεμβάσεων (αλλαγή ασφαλιστικής τιμής, διεύρυνση λίστας Μη Συνταγογραφούμενων και Μη Αποζημιούμενων Φαρμάκων, επέκταση ηλεκτρονικής συνταγογράφησης κ.ά.), σημείωσαν πτώση και δείχνουν ηπιότερη πτώση από το 2013 και έπειτα.
Η πτώση των πωλήσεων δεν οφείλεται σε χαμηλότερη επισκεψιμότητα στα φαρμακεία, αλλά κυρίως στη μείωση της μέσης δαπάνης ανά απόδειξη, ως αποτέλεσμα της επιβολής των μειώσεων στις τιμές φαρμάκων και της αυξανόμενης τάσης διάθεσης φαρμάκων χαμηλότερου κόστους (γενόσημα). To 2017 διατέθηκαν μέσω φαρμακείων 466,4 εκατ. συσκευασίες από 453,1 εκατ. συσκευασίες το προηγούμενο έτος (αύξηση 2,9%).
Η κα Παντελαίου αναφέρει σχετικά με τη διάρθρωση των πωλήσεων ότι τα έσοδα από τα φάρμακα καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου (περίπου 84%), ενώ ακολουθούν τα παραφαρμακευτικά προϊόντα (βιταμίνες, σιρόπια, αντιαλλεργικά, παιδικές τροφές, συμπληρώματα κ.λπ.) με 11% και τα καλλυντικά με 5%. Τα συνταγογραφούμενα φάρμακα εκτιμάται ότι κάλυψαν ποσοστό 70% περίπου της αξίας των συνολικών πωλήσεων των φαρμακείων και ακολούθησαν τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα και τα φάρμακα υψηλού κόστους, το μερίδιο των οποίων εκτιμάται σε 9% και 5% αντίστοιχα.
Η πλειονότητα των εγχώριων φαρμακείων δίνει βάρος στην προώθηση και διάθεση παραφαρμάκων (ιδιαίτερα συμπληρωμάτων διατροφής κ.λπ.) και καλλυντικών, με στόχο την αύξηση του ποσοστού των κατηγοριών αυτών επί των συνολικών πωλήσεών τους, επιδιώκοντας αφενός μεν αύξηση πωλήσεων, αφετέρου δε ενίσχυση της κερδοφορίας.