Από την έντυπη έκδοση
Tων Αγγελικής Κοτσοβού και Γιάννη Παγκαλιά
Γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1999 και τον Ιανουάριο του 2019 συμπληρώνει 20 χρόνια ζωής. Το ευρώ, το οποίο αρχικά υπήρξε ως εικονική νομισματική μονάδα, που χρησιμοποιείτο σε λογιστικές και χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, τον Ιανουάριο του 2002 κυκλοφόρησε ως πραγματικό νόμισμα σε 12 χώρες, για να φτάσει σήμερα να χρησιμοποιείται από περισσότερους από 340 εκατ. πολίτες σε 19 πλέον χώρες-μέλη της Ευρωζώνης.
Οι πρώτες δύο δεκαετίες του σημαδεύτηκαν από την κρίση χρέους που έφερε την Ευρωζώνη στα πρόθυρα της διάλυσης. Το ενιαίο νόμισμα κατάφερε να ξεπεράσει την κρίση και να διαψεύσει όλους όσοι προέβλεπαν ζοφερά σενάρια. Παρά τα βήματα προς την κατεύθυνση της στενότερης σύγκλισης που έγιναν μετά την κρίση, το ευρώ παραμένει ένας «γίγαντας» ευάλωτος στις προκλήσεις.
Η υιοθέτησή του συνοδεύτηκε αρχικά από πολλές επιφυλάξεις από την πλευρά των χωρών που εγκατέλειψαν τα εθνικά τους νομίσματα. Παρά τις επιφυλάξεις, η κυκλοφορία ενός κοινού νομίσματος έφερε οικονομικά οφέλη στις χώρες της Ευρωζώνης, όπως μεγαλύτερη μακροοικονομική σταθερότητα και ανθεκτικότητα, καθώς και αποτελεσματική λειτουργία της ενιαίας αγοράς. Τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται το ενιαίο νόμισμα στις επιχειρηματικές και χρηματοπιστωτικές συναλλαγές έπεισαν ακόμη και τους πιο δύσπιστους. Σε δημοσκόπηση του Νοεμβρίου από την ΕΚΤ, το 74% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι το ευρώ είναι καλό για την Ε.Ε. και το 64% κρίνει ότι το κοινό νόμισμα είναι καλό για τη χώρα του.
Το ευρώ έχει ενισχύσει την παρουσία του και στις διεθνείς αγορές, αποτελώντας το δεύτερο σημαντικότερο νόμισμα, αν και ακόμη δεν είναι σε θέση να απειλήσει την κυριαρχία του δολαρίου. Με βάση τα τελευταία στοιχεία του ΔΝΤ, το μερίδιο του ενιαίου νομίσματος στα παγκόσμια συναλλαγματικά αποθέματα αυξήθηκε στα υψηλότερα επίπεδα τετραετίας στο γ’ τρίμηνο 2018. Συγκεκριμένα, το ευρώ καταλαμβάνει το 20,48% του συνόλου των συναλλαγματικών διαθεσίμων, από 17% την εποχή «γέννησής» του. Οι τοποθετήσεις των κεντρικών τραπεζών ανέρχονται περίπου σε 2,5 τρισ.
Και μπορεί η πρώτη διετία της ζωής του να σημαδεύθηκε από έντονες διακυμάνσεις -χάνοντας το 30% της αξίας του και υποχωρώντας από το 1,1747 κάτω από το όριο του ενός δολαρίου, στο 0,8240-, κατάφερε όμως να επιβιώσει από το έντονο «σφυροκόπημα» κυρίως χάρη στις παρεμβάσεις της ΕΚΤ.
Ίσως η πιο καθοριστική στιγμή στην ιστορία του ήταν η κρίση χρέους, που οδήγησε στη διάσωση Ελλάδας, Ιρλανδίας, Πορτογαλίας και Κύπρου, δοκιμάζοντας τη συνοχή της Ευρωζώνης. Η ανθεκτικότητά του, αλλά και ο ρόλος της ΕΚΤ αποδείχτηκαν καθοριστικοί παράγοντες για την έξοδο από την κρίση.
Η κρίση χρέους αποκάλυψε τα τρωτά σημεία του ευρωπαϊκού project, συμπεριλαμβανομένων της έλλειψης δημοσιονομικής αλληλεγγύης, της απουσίας ενός ύστατου δανειστή και της έλλειψης πραγματικής ενοποίησης, με κοινό υπουργό Οικονομικών και κοινό προϋπολογισμό. Παράλληλα, έφερε στην επιφάνεια τις διαφορές μεταξύ των οικονομιών της Ευρωζώνης και κυρίως το χάσμα μεταξύ του πειθαρχημένου Βορρά και του υπερχρεωμένου Νότου.
Το ευρώ θωράκισε τις ευάλωτες οικονομίες από την «καταιγίδα» του 2007-2008. Ειδικά στην περίπτωση της Ιταλίας, της χώρας με το τρίτο μεγαλύτερο δημόσιο χρέος παγκοσμίως, αναλυτές της UniCredit εκτιμούν ότι οι πληρωμές τόκων είναι περίπου 900 δισ. ευρώ χαμηλότερες απ’ ό,τι θα ήταν εάν η Ιταλία δεν ήταν στην Ευρωζώνη. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, το spread ιταλικού/γερμανικού ομολόγου είχε φθάσει μέχρι τις 750 μονάδες βάσης. Από την καθιέρωση του ευρώ έως και το καλοκαίρι του 2008, πριν από την κατάρρευση της Lehman, το spread μετά βίας ξεπερνούσε τις 50 μ.β. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες χώρες της περιφέρειας, εξοικονομώντας εκατοντάδες δισ. σε πληρωμές χρέους.
Αλλά και στη μετέπειτα κρίση χρέους, που δοκίμασε τις αντοχές της Ευρωζώνης, ο ρόλος της ΕΚΤ ήταν καθοριστικός στη διαφύλαξη της σταθερότητας του κοινού νομίσματος.
Ο συνδυασμός αρνητικών επιτοκίων - φθηνού δανεισμού πολλών τρισ. ευρώ προς τις τράπεζες και το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης των 2,6 τρισ. ευρώ συνέβαλαν καθοριστικά στη μείωση του κόστους δανεισμού των προβληματικών χωρών.
Μελέτη της γερμανικής κεντρικής τράπεζας (Bundesbank) διαπιστώνει ότι στο διάστημα μεταξύ 2008 και 2016 οι χώρες της Ευρωζώνης εξοικονόμησαν σχεδόν ένα τρισ. ευρώ (περίπου 9% του ΑΕΠ) σε πληρωμές τόκων, χάρη στα πολύ χαμηλότερα κόστη δανεισμού σε σύγκριση με τον μέσο όρο προ κρίσης.
Δημοσιονομική σύγκλιση
Ίσως χρειαστεί να περάσουν ακόμη πολλά χρόνια μέχρις ότου επιτευχθεί στενότερη δημοσιονομική σύγκλιση. Η κρίση ήταν η αφορμή για τη σύσταση του ESM και τη δημιουργία τραπεζικής ένωσης, με την ΕΚΤ να αναλαμβάνει και την εποπτεία του τραπεζικού συστήματος. Το «πείραμα» της νομισματικής ένωσης έχει πετύχει από πολλές απόψεις, δεν έχει όμως αποφέρει τα αναμενόμενα οφέλη σε όλες τις χώρες, όπως παραδέχτηκε πρόσφατα και ο ίδιος πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι.
Η ενιαία αγορά σχεδιάστηκε για την προώθηση της ανάπτυξης, προστατεύοντας παράλληλα τους πολίτες από τις στρεβλώσεις των ελευθέρων αγορών. «Αυτό ήταν, δίχως αμφιβολία, το όραμα του Ζακ Ντελόρ, του αρχιτέκτονα της ενιαίας αγοράς» είχε τονίσει ο κ. Ντράγκι.
Η ιδέα της ενιαίας αγοράς γεννήθηκε στη διάρκεια μιας περιόδου αδυναμίας στην ευρωπαϊκή οικονομία. Οι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης στα 12 ιδρυτικά κράτη-μέλη της Ευρωζώνης ήταν κατά μέσο όρο μόλις 2,2% από το 1973 έως το 1985, σημαντικά βραδύτεροι από τη μέση ανάπτυξη 5,3% την περίοδο 1960-1973. Η συνηθισμένη αντίδραση των κυβερνήσεων ήταν η αύξηση των ελλειμμάτων. Από το 1973 έως το 1985, τα δημόσια ελλείμματα στην Ευρωζώνη των 12 ανέρχονταν κατά μέσο όρο στο 3,5% του ΑΕΠ, ενώ σε χώρες όπως η Ιταλία ο μέσος όρος ήταν 9%.
Η Ε.Ε. όμως απέκτησε ένα ισχυρό εργαλείο για την ανάπτυξη: την ενιαία αγορά. Οι ρυθμοί αύξησης του εμπορίου επιταχύνθηκαν, με τις εξαγωγές εντός Ε.Ε. να αυξάνονται από 13% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ το 1992 σε 20% σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ. Το εμπόριο εντός Ευρωζώνης αυξήθηκε τόσο σε απόλυτους όρους όσο και ως ποσοστό του συνολικού εμπορίου με τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Οι ροές ξένων άμεσων επενδύσεων εντός Ευρώπης σημείωσαν επίσης αύξηση.
Σε έκθεσή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνοψίζει τα πλεονεκτήματα κυκλοφορίας του κοινού νομίσματος, το οποίο προσφέρει:
* Περισσότερες επιλογές για καταναλωτές και πολίτες.
* Πιο σταθερές τιμές και χαμηλότερο πληθωρισμό (από περίπου 4% στη δεκαετία του 90 κοντά στο 2% τα τελευταία χρόνια).
* Μεγαλύτερη ασφάλεια και περισσότερες ευκαιρίες για επιχειρήσεις και αγορές.
* Βελτιωμένη οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη.
* Χαμηλότερα επιτόκια και φθηνότερο κόστος δανεισμού.
* Πιο ενσωματωμένες χρηματοπιστωτικές αγορές.
* Ισχυρότερη παρουσία της Ε.Ε. στην παγκόσμια οικονομία.
Τα βήματα για στενότερη οικονομική και νομισματική ένωση δεν πρέπει να σταματήσουν εδώ. Οι 19 πλέον χώρες-μέλη της Ευρωζώνης δεν έχουν ολοκληρώσει τις αναγκαίες πολιτικές μεταρρυθμίσεις για καλύτερη θωράκιση της περιοχής απέναντι σε μελλοντικές προκλήσεις και προς την επίτευξη μεγαλύτερης οικονομικής σύγκλισης.
Η τραπεζική ένωση παραμένει ανολοκλήρωτη, ενώ στα χαρτιά παραμένουν και τα φιλόδοξα σχέδια για έναν υπουργό Οικονομικών της Ευρωζώνης και η μετατροπή του ESM σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο. 20 χρόνια μετά και η νομισματική ένωση παραμένει μόνο με τα δύο αρχικά της θεμέλια: το κοινό νόμισμα και την ΕΚΤ.