Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Άμεση αναμένεται να είναι η «διόρθωση» στην τιμή του κρασιού στο ράφι για τους καταναλωτές, μετά την κατάργηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ), ενώ αποσυμπίεση στη ρευστότητά τους θα δουν από 1ης.1.2019 οι οινοποιητικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, για τους μικρούς παραγωγούς εγείρεται το ερώτημα εάν έχουν δικαίωμα να αιτηθούν «συμψηφισμό» των καταβληθέντων φόρων για ποσότητες του 2017 οι οποίες θα εμφανίζονται αδιάθετες και τη νέα χρονιά.
Αναλυτικότερα, αρχής γενομένης της διόρθωσης στις τιμές της λιανικής, οι εκτιμήσεις αμπελουργών και αλυσίδων σούπερ μάρκετ συγκλίνουν στο γεγονός ότι θα γίνει άμεσα μετά την αλλαγή του έτους.
Όπως εξηγούν, μιλώντας στη «Ν», εκπρόσωποι τoυ αμπελοοινικού κλάδου, «με δεδομένο ότι οι μεγάλες οινοποιητικές επιχειρήσεις που τροφοδοτούν τη λιανική με κρασί με βάση το καθεστώς που ισχύει έως 31.12.2018 υποχρεούντο να δηλώνουν τις ποσότητες που διαθέτουν προς ανάλωση σε μηνιαίο επίπεδο (σ.σ.: αυτές οι ποσότητες υπόκεινται σε ΕΦΚ), τότε η τελευταία δόση θα αφορά τις ποσότητες που διατέθηκαν τον Δεκέμβριο. Από Γενάρη η "τροφοδοσία" της αγοράς θα γίνει χωρίς το "καπέλο" του ΕΦΚ».
Να σημειωθεί ότι κατά την περίοδο ισχύος του μέτρου της επιβολής του ΕΦΚ στο κρασί, ήτοι από 1ης.1.2016 έως και τις 31.12.2018, το πλαίσιο που διέπει τις συμφωνίες οινοποιών με τους λιανεμπόρους προβλέπει ότι στην τιμή παραγωγού περιλαμβάνεται ο ΕΦΚ. Οι αλυσίδες «πληρώνουν» τον φόρο στους παραγωγούς και τον υπολογίζουν ως στοιχείο κόστους που επιβαρύνει την τιμή πώλησης. Οι συμφωνίες μεταξύ οινοποιών και αλυσίδων σούπερ μάρκετ αφορούν εκπτώσεις πάνω σε τιμές που καθορίζει ο παραγωγός και όχι την τελική τιμή στο ράφι. Όπως επισημαίνουν στη «Ν» εκπρόσωποι των σούπερ μάρκετ, «ανεξάρτητα εάν από τη νέα χρονιά υπάρχουν αδιάθετες ποσότητες οι οποίες έχουν επιβαρυνθεί με ΕΦΚ, ο ανταγωνισμός θα οδηγήσει αμέσως τις τιμές στο επίπεδο χωρίς φόρο».
Επισημάνσεις συσκευασιών
Θα πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι με βάση τα προβλεπόμενα που αφορούν τις επισημάνσεις στις συσκευασίες οίνου, που δεν αποτελούν προϊόντα προστασίας προέλευσης ή και γεωγραφικής ένδειξης (ΠΟΠ=ΠΓΕ), δεν αναγράφεται το έτος της αμπελοοινικής περιόδου, συνεπώς ο καταναλωτής δεν μπορεί να γνωρίζει εάν το συγκεκριμένο προϊόν όταν παράχθηκε υπόκειντο ή όχι σε καθεστώς ΕΦΚ.
Σε κάθε περίπτωση, η μείωση της τιμής έχει μεγαλύτερη σημασία για τα λεγόμενα «λαϊκά» κρασιά, π.χ. αυτά που διατίθενται σε ασκούς. Κι αυτό γιατί η επιβάρυνση κατά 0,20 ευρώ/κιλό στα 5 κιλά του ασκού μεταφράζεται σε 1 ευρώ επιπλέον στην τελική τιμή. Λιγότερο αισθητή είναι η επιβάρυνση των 0,20 ευρώ στα ακριβότερα συγκριτικά κρασιά η τιμή των οποίων κυμαίνεται 8-10 ευρώ στα 750ml.
Στο μεταξύ, ευεργετικές συνέπειες θα έχει η κατάργηση του ΕΦΚ για τις οινοποιητικές επιχειρήσεις, οι οποίες σε πρώτη φάση θα δουν τη ρευστότητά τους να βελτιώνεται, καθώς δεν θα καλούνται να καταβάλλουν μηνιαίως τον φόρο για τις ποσότητες τελικού προϊόντος (σ.σ.: μετά την τελευταία απολάσπωση) προς ανάλωση, ενώ για όσο διάστημα έχουν αναγνωρίσει πίστωση στους πελάτες τους έχουν να λαμβάνειν τον φόρο που έχουν ήδη καταβάλει.
Επιπροσθέτως, η κατάργηση του ΕΦΚ δίνει τη δυνατότητα σε όσα οινοποιεία συνέστησαν φορολογική αποθήκη λόγω του ΕΦΚ να ζητήσουν την ανάκλησή της. Σημειώνεται ότι η φορολογική αποθήκη έχει σημαντικό διαχειριστικό και λειτουργικό κόστος, ενώ υπόκειται σε τελωνειακούς ελέγχους και ογκομέτρηση.
Δύο ζητήματα
Σε ό,τι αφορά τους μικρούς παραγωγούς (παραγωγή έως 100 τόνους) οι οποίοι με βάση τα προβλεπόμενα όφειλαν να προκαταβάλλουν τον ΕΦΚ για το σύνολο της παραγωγής τους σε πέντε δόσεις, εγείρονται δύο ζητήματα. Το πρώτο αφορά τις περιπτώσεις των παραγωγών που για λόγους αδυναμίας δεν έχουν καταβάλει την τελευταία δόση του Οκτωβρίου. Συγκεκριμένα, μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (σ.σ.: το ΣτΕ έκρινε ότι η νομοθεσία της Ε.Ε. δεν επιτρέπει να επιβληθεί στον μικρό οινοποιό να προκαταβάλλει τον ΕΦΚ με την ολοκλήρωση της παραγωγής του και πριν από τη διάθεση του προϊόντος) ζητούν διευκρινίσεις αναφορικά με το ενδεχόμενο να έχουν πλέον τη δυνατότητα να μην πληρώσουν την τελευταία δόση.
Όπως αναφέρει στη «Ν» ο διευθυντής της Κεντρικής Συνεταιριστικής Ένωσης Αμπελοοινικών Προϊόντων (ΚΕΟΣΟΕ) Παρασκευάς Κορδοπάτης, «εκτιμώ ότι η φορολογική υποχρέωση υφίσταται και εξαντλείται μόνο με την καταβολή της δόσης. Δεν νομίζω ότι θα αποφεύγουν την πληρωμή της δόσης όσοι δεν την έχουν καταβάλει».
Το δεύτερο ζήτημα αφορά τις περιπτώσεις όπου οι μικροί παραγωγοί θα εμφανίσουν αδιάθετο όγκο της παραγωγής του 2017, η οποία είναι φορολογημένη, και μετά την 1η.1.2019. «Κατά την άποψή μου ο φόρος αυτός θα πρέπει να επιστραφεί ως αχρεωστήτως καταβληθείς», σημειώνει ο κ. Κορδοπάτης.
Ωστόσο, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι δεν φέρεται να υπάρχει σχετική πρόβλεψη, συνεπώς δεν φαντάζει πιθανό να υπάρχει δυνατότητα στους παραγωγούς να προχωρήσουν στην υποβολή σχετικού αιτήματος επιστροφής προς τις Διευθύνσεις Τελωνείων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η δικαστική προσφυγή φέρεται να είναι η μόνη ίσως δυνατότητα που έχουν οι μικροί παραγωγοί στον βαθμό που επιθυμούν να επιτύχουν κάποιου είδους συμψηφισμό των καταβληθέντων φόρων για ποσότητες που δεν έχουν διαθέσει ή να αξιώσουν τη μη καταβολή κάποιας δόσης.
Υπενθυμίζεται ότι συνολικά η εγχώρια παραγωγή οίνου υπολογίζεται σε 250 χιλ. τόνους (συμπεριλαμβανομένης της χωρικής οινοποίησης), η οποία σε αξία μεταφράζεται σε περίπου 300 εκατ. ευρώ. Όσον αφορά τους μικρούς παραγωγούς, που εκτιμάται ότι ξεπερνούν τους 700, συμμετέχουν στο 20% του συνόλου της παραγωγής.