Από την έντυπη έκδοση
Του Κώστα Δεληγιάννη
[email protected]
Μεγάλη μείωση των τιμών που κατακύρωσαν νέα αιολικά έργα καθώς και καινούργιοι μικροί φωτοβολταϊκοί σταθμοί (ισχύος έως 1 MW) καταγράφηκαν, σύμφωνα με πληροφορίες, κατά τις χθεσινές δημοπρασίες που διενήργησε η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), σε σχέση με τους διαγωνισμούς του Ιουλίου. Έτσι, σύμφωνα με πληροφορίες, στην κατηγορία των αιολικών η δημοπρασία έκλεισε στα 55 ευρώ ανά MWh (μεγαβατώρα), δηλαδή η μικρότερη προσφορά ήταν πάνω από 24 ευρώ (31%) χαμηλότερη από την τιμή εκκίνησης, η οποία είχε ορισθεί στα 79,77 ευρώ ανά MWh.
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, αρκετά ακόμη έργα που προκρίθηκαν «κλείδωσαν» τιμή αναφοράς κοντά στα επίπεδα της μικρότερης προσφοράς. Επίσης, ακόμη και η υψηλότερη τιμή που κατακυρώθηκε ήταν χαμηλότερη κατά περίπου 14 ευρώ από την τιμή αφετηρίας. Αντίθετα, στη δημοπρασία του Ιουλίου οι τιμές είχαν κυμανθεί από 68,18 έως 71,93 ευρώ ανά MWh.
Ανάλογη πτωτική εικόνα υπήρξε και στα «μικρά» φωτοβολταϊκά έργα, με την αντίστοιχη δημοπρασία να κλείνει στα 63 ευρώ ανά MWh, όταν η τιμή εκκίνησης ήταν 81,71 ευρώ, δηλαδή 23% μεγαλύτερη. Στην αντίστοιχη δημοπρασία του καλοκαιριού οι τιμές είχαν κυμανθεί από 75,87 μέχρι 80 ευρώ ανά MWh.
Αντίθετα, στην κατηγορία των «μεγάλων» φωτοβολταϊκών (ισχύος 1-20 MW), με βάση πηγές της αγοράς, οι τιμές κινήθηκαν στα ίδια περίπου επίπεδα του διαγωνισμού του Ιουλίου. Έτσι, η δημοπρασία φέρεται να «έκλεισε» στα 64 ευρώ ανά MWh, δηλαδή 11% μικρότερη από την τιμή εκκίνησης των 71,91 ευρώ ανά MWh, με ένα σημαντικό όμως μερίδιο έργων να κατακυρώνουν προσφορές κοντά στην αφετηρία. Στη διαδικασία του καλοκαιριού τα έργα που προκρίθηκαν εξασφάλισαν τιμές από 62,97 έως 71 ευρώ ανά MWh.
28η η Ελλάδα στην Ε.Ε.
Υπενθυμίζεται πως οι χθεσινοί διαγωνισμοί αποτέλεσαν τον δεύτερο γύρο δημοπρασιών από την έναρξη εφαρμογής στη χώρα μας του καθεστώτος λειτουργικής ενίσχυσης για νέα έργα ΑΠΕ μέσω ανταγωνιστικών διαδικασιών. Το καθεστώς αυτό ήταν η αιτία ώστε η Ελλάδα να αναρριχηθεί κατά έξι θέσεις στην τελευταία έκθεση του δείκτη ελκυστικότητας για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (RECAI) που δημοσιοποίησε χθες η ΕΥ. Έτσι, στην έκθεση η χώρα μας βρίσκεται για πρώτη φορά στην 28η θέση της κατάταξης, από την 34η θέση κατά την προηγούμενη έκδοση της έκθεσης, και την 40ή στην οποία είχε βρεθεί πριν από λίγα χρόνια.
Όπως σημειώνεται στην έκθεση, η Ελλάδα μετακινείται προς μια πιο ανταγωνιστική διαδικασία ως προς την τιμολόγηση των ΑΠΕ, καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη η δημοπράτηση αιολικών και ηλιακών μονάδων παραγωγής ενέργειας, συνολικής ισχύος 2,6 GW, στην πορεία προς την επίτευξη του στόχου για 18% συμμετοχή των ΑΠΕ στη συνολική παραγωγή ενέργειας έως το 2020.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας ο Τάσος Ιωσηφίδης, εταίρος και επικεφαλής του Τμήματος Χρηματοοικονομικών Συμβούλων της ΕΥ Ελλάδος, αναφέρει πως αποτελεί ιδιαίτερα ενθαρρυντική εξέλιξη η βελτίωση της κατάταξης της χώρας μας κατά έξι θέσεις, εν όψει της δέσμευσής της να φθάσει στον στόχο συμμετοχής των ΑΠΕ κατά 18% στην παραγωγή ενέργειας μέχρι το 2020. Σύμφωνα με τον κ. Ιωσηφίδη, η αξιοποίηση του ανεκμετάλλευτου δυναμικού της χώρας στις ΑΠΕ αποτελεί ζήτημα πρώτης προτεραιότητας τόσο για αναπτυξιακούς όσο και για περιβαλλοντικούς λόγους. «Για να βελτιώσει περαιτέρω την ελκυστικότητά της η Ελλάδα θα πρέπει να γίνουν επιπρόσθετες παρεμβάσεις στο νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο, προκειμένου να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά τα πάσης φύσεως γραφειοκρατικά εμπόδια και αντικίνητρα» προσθέτει.
Στην τελευταία έκδοση του RECAI καταγράφονται σχετικά μικρές διαφοροποιήσεις ως προς τις δέκα κορυφαίες αγορές, καθώς -όπως σημειώνει η EY- οι κυβερνήσεις και οι βιομηχανίες εξακολουθούν να προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο εν μέσω γεωπολιτικής αστάθειας. Η Κίνα και οι ΗΠΑ παραμένουν στην πρώτη και τη δεύτερη θέση αντίστοιχα μεταξύ των 40 κορυφαίων αγορών του δείκτη, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο υποχωρεί στην όγδοη θέση καθώς εντείνονται οι ανησυχίες για τις επιπτώσεις του Brexit.