Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την ολοκλήρωση του τελικού πορίσματος για τον κατώτατο μισθό, καθώς, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που προβλέπει η σχετική τροπολογία του υπουργείου Εργασίας, το τελικό κείμενο θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου.
Οι προτάσεις των κοινωνικών εταίρων, εκτός της ΓΣΕΕ η οποία δεν συμμετέχει στη σχετική διαδικασία, αλλά και των επιστημονικών φορέων περιλαμβάνουν, σύμφωνα με πληροφορίες, αυξήσεις του σημερινού κατώτατου μισθού των 586,08 ευρώ που κυμαίνονται από 2% έως και 10%.
Επισημαίνεται ότι η ΓΣΕΕ αποφάσισε να μη συμμετάσχει στη διαδικασία διαβούλευσης, επειδή εκτιμά ότι η κυβέρνηση θα πρέπει πρώτα να επαναφέρει με νόμο τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ που ήταν μέχρι τον Φεβρουάριο του 2012, όταν με νόμο μειώθηκε στα 586,08 ευρώ, και στη συνέχεια να δοθεί η δυνατότητα μιας νέας διαπραγμάτευσης μεταξύ των εκπροσώπων των εργοδοτικών οργανώσεων και της Ανώτατης Συνομοσπονδίας για τη σύναψη νέας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των υπομνημάτων που υποβλήθηκαν στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), ο κατώτατος μισθός αφορά περίπου το 8%-10% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, δηλαδή περίπου 160.000 με 180.000 άτομα, ανάλογα με την ένταση της εποχικότητας που χαρακτηρίζει την ελληνική αγορά εργασίας.
Η εισήγηση του ΚΕΠΕ
Σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο για τον κατώτατο μισθό που ετέθη σε ισχύ πρόσφατα, η γνώμη που διατυπώνεται στο Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης από το ΚΕΠΕ και την ειδική επιτροπή που έχει ήδη συσταθεί στο υπουργείο Εργασίας δεν θα είναι δεσμευτική για την κυβέρνηση.
Την τελική πρόταση για το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού θα εισηγηθεί προς το υπουργικό συμβούλιο η κ. Αχτσιόγλου μέσα στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου 2019.
Ποια είναι όμως η μισθολογική εικόνα της αγοράς εργασίας σήμερα, μέσα στην οποία θα ενσωματωθούν οι νέες αυξήσεις;
Με δεδομένο ότι είναι σε «αναμονή» η δημοσιοποίηση της ειδικής έκδοσης του συστήματος «Εργάνη» για την αγορά εργασίας το 2018, τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία των μισθών αφορούν τον μήνα Μάιο.
Σύμφωνα με αυτά, το 29,22% του συνόλου των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή 675.975 άτομα, είναι με συμβάσεις μερικής απασχόλησης, ενώ ο μέσος μηνιαίος μισθός ανέρχεται στα 379,93 ευρώ μικτά. Οι καθαρές αποδοχές αυτών των εργαζομένων ανέρχονται στα 319,15 ευρώ καθαρά εάν αφαιρεθούν οι ασφαλιστικές εισφορές ύψους 16%. Σε ασφαλισμένους με πλήρη απασχόληση, το μέσο ημερομίσθιο ανέρχεται σε 49,40 ευρώ και ο μέσος μισθός σε 1.131,42 ευρώ, αντίστοιχα στη μερική απασχόληση ανέρχονται σε 23,11 ευρώ και 379,93 ευρώ. Στα οικοδομοτεχνικά έργα το μέσο ημερομίσθιο είναι 39,67 ευρώ και ο μέσος μισθός 576,01 ευρώ.
Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την εισήγηση του ΚΕΠΕ, το βασικό σενάριο προτείνει την εφάπαξ αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10% το 2019. Μια τέτοια πρόταση θα οδηγήσει από τον Ιανουάριο του 2019 τον κατώτατο από τα 586,08 ευρώ που είναι σήμερα στα 645 ευρώ (αύξηση κατά 59 ευρώ τον μήνα).
Θέμα μείωσης εισφορών
Αυξήσεις, αλλά με συγκεκριμένες προϋποθέσεις συζητούν και οι εκπρόσωποι των εργοδοτικών οργανώσεων, οι οποίοι θέτουν ως βασικό αίτημά τους τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, δηλαδή ζητούν περιορισμό του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων. Το αίτημα αυτό υποστηρίζουν όλες οι εργοδοτικές οργανώσεις (ΣΕΒ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΣΕΤΕ και πρόσφατα ο ΣΒΒΕ).
Επισημαίνεται ότι το φορολογητέο εισόδημα του μισθωτού προκύπτει αν αφαιρεθούν από αυτό οι ατομικές ασφαλιστικές εισφορές, που για τους ασφαλισμένους (ΕΦΚΑ - πρώην ΙΚΑ) είναι 16%.
Το συνολικό κόστος της επιχείρησης είναι οι μικτές αποδοχές του εργαζομένου συν τις εργοδοτικές εισφορές (25,06% επί των μικτών αποδοχών). Το κόστος εργασίας συνίσταται στο κόστος μισθών και ημερομισθίων συν το μη μισθολογικό κόστος, όπως είναι οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλουν οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι.
Μέχρι σήμερα το υπουργείο Εργασίας αντιμετωπίζει με ιδιαίτερο σκεπτικισμό το ενδεχόμενο έστω και οριακής μείωσης των εισφορών για το 2019, καθώς κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με απώλειες εσόδων του ΕΦΚΑ, και μεταθέτει αυτή τη συζήτηση για το απώτερο μέλλον.