Φιλόδοξο σχέδιο για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΑ σε ορίζοντα 3ετίας

Τι προβλέπεται στο σχέδιο της ΤτΕ για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων
Παρασκευή, 23 Νοεμβρίου 2018 06:46
UPD:10:31
EUROKINISSI/ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ

Από την έντυπη έκδοση

Να μειωθούν σε μονοψήφιο ποσοστό τα «κόκκινα» δάνεια έναντι του συνολικού χαρτοφυλακίου των τραπεζών επιδιώκει η Τράπεζα της Ελλάδος, με την πρότασή της που παρουσιάστηκε χθες. Ο στόχος ωστόσο κρίνεται από την αγορά ως εξαιρετικά φιλόδοξος.

To σχέδιο που δημοσιοποιήθηκε υπογράφει ο κ. Σπύρος Παντελιάς, διευθυντής στη Διεύθυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος.

Περιγράφοντας τους αντικειμενικούς σκοπούς του σχεδίου, η έκθεση σημειώνει:

* Την ταχεία επίλυση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, που είναι πολύ σημαντική σε μία μικρή και ανοικτή οικονομία, όπως η ελληνική, όπου η χρηματοδότηση επιχειρήσεων & νοικοκυριών γίνεται κυρίως μέσω τραπεζικού δανεισμού.

* Τη μείωση του δείκτη των ΜΕΑ (Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων) υπό προϋποθέσεις εντός 2-3 ετών σε ποσοστό μονοψήφιο.

* Τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού πλαισίου επίτευξης οργανικής κερδοφορίας και εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου για τις τράπεζες, αλλά και την ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους σε νέες κρίσεις.

* Να μην ξεπεράσει τις 3 μονάδες -και υπό προϋποθέσεις να είναι μικρότερη- η μείωση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας από την εφαρμογή της πρότασης.

* Να επαναπροσδιοριστεί το επιχειρησιακό μοντέλο των τραπεζών και να μειωθεί η αβεβαιότητα για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές τους.

* Να υπάρξει καλύτερος συντονισμός σε ζητήματα διαχείρισης κοινοπρακτικών σχημάτων σε ό,τι αφορά τα «κόκκινα» δάνεια.

* Να διαμορφωθούν προϋποθέσεις άντλησης κεφαλαίων για τις τράπεζες από οργανωμένες αγορές, με γνώμονα μία εντελώς διαφορετική επενδυτική πρόταση που περιλαμβάνει τη βελτίωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων και τη βελτίωση της οργανικής τους κερδοφορίας.

Μεταβίβαση δανείων σε Εταιρεία Ειδικού Σκοπού

Το προτεινόμενο σχήμα προβλέπει τη μεταβίβαση σημαντικού μέρους των ΜΕΑ μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που είναι εγγεγραμμένη στους ισολογισμούς των τραπεζών σε μία Εταιρεία Ειδικού Σκοπού. Τα δάνεια θα μεταβιβαστούν στην αξία ισολογισμού (μετά από προβλέψεις). Το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που θα μεταβιβαστεί θα αντιστοιχεί σε κάλυψη πρόσθετων ζημιών, ώστε οι αποτιμήσεις των εν λόγω δανείων να προσεγγίσουν τιμές αγοράς. Εν συνεχεία, νομοθετική ρύθμιση θα ορίζει ότι η μεταβιβαζόμενη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα καταστεί αμετάκλητη απαίτηση της Εταιρείας Ειδικού Σκοπού έναντι του ελληνικού Δημοσίου, με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα πληρωμής σύμφωνα με τη διάρκεια του σχήματος.

Για την κάλυψη του τιμήματος της μεταβίβασης, η Εταιρεία Ειδικού Σκοπού θα προχωρήσει σε έκδοση τιτλοποίησης, όπου (ενδεικτικά) θα εκδοθούν τρεις τάξεις τίτλων. H κατώτερη τάξη τίτλων θα καλυφθεί από τις τράπεζες (με συμμετοχή εκάστης που δεν θα υπερβαίνει το 20%) και το ελληνικό Δημόσιο. Η αποτίμηση των δανείων προς μεταβίβαση θα γίνει από ανεξάρτητους τρίτους φορείς και η τελική διάρθρωση της συναλλαγής (συμπεριλαμβανομένων των ποσοστών των τριών τάξεων τίτλων) από τους συμβούλους της έκδοσης βάσει συνθηκών αγοράς. Εκτιμάται ότι επενδυτές θα απορροφήσουν μέρος της ανώτερης τάξης τίτλων και σημαντικό ποσοστό της ενδιάμεσης τάξης. Η δυνατότητα απορρόφησης πρόσθετων ζημιών από τη συμμετοχή του Δημοσίου (μέσω του μετασχηματισμού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης σε αμετάκλητη απαίτηση της Εταιρείας Ειδικού Σκοπού) ενισχύει σημαντικά την πιθανότητα αποπληρωμής των ανώτερων τάξεων ομολόγων.

Παράλληλα προβλέπεται, μέσω της συμμετοχής στην κατώτερη τάξη τίτλων, η κατανομή τυχόν πλεονασμάτων σε ελληνικό Δημόσιο και τράπεζες. Η διαχείριση του σχήματος θα γίνεται αποκλειστικά από ιδιώτες (εταιρείες διαχείρισης). Αναμένεται να υπάρξει διαχωρισμός συναλλαγών και διαχείρισης ανά κατηγορία δανείων (επιχειρηματικά, στεγαστικά, καταναλωτικά κ.λπ.). Εννοείται ότι οι εντολές προς διαχειριστές θα προκύψουν έπειτα από ανταγωνιστική διαδικασία και το πλαίσιο διαχείρισης θα είναι σύμφωνο με διεθνείς βέλτιστες πρακτικές διαφάνειας και εποπτείας. Πριν από την ολοκλήρωση της συναλλαγής, οι τράπεζες αναμένεται ότι θα προχωρήσουν, σε συνεννόηση με τον εποπτικό βραχίονα της ΕΚΤ, σε αναμόρφωση της τρέχουσας στοχοθεσίας μείωσης ΜΕΑ, με απώτερο στόχο την επίτευξη μονοψήφιου ποσοστού ΜΕΑ εντός τριετίας.

Οι στόχοι σε αριθμούς

Σύμφωνα με το σχέδιο της ΤτΕ, προβλέπονται (με στοιχεία α’ εξαμήνου 2018):

* Μείωση αποθέματος των ΜΕΑ κατά 47%.

* Μείωση του δείκτη κάλυψης ΜΕΑ από συσσωρευμένες προβλέψεις στο 41% από 49%.

* Βελτίωση του πλαισίου διαχείρισης των ΜΕΑ αφού στην Εταιρεία Ειδικού Σκοπού μεταβιβάζεται το πλέον προβληματικό μέρος τους, ήτοι οι καταγγελμένες απαιτήσεις.

* Διατήρηση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας σε διψήφιο επίπεδο και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Σημειώνεται ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν έχουν λάβει υπ’ όψιν ωφέλειες από την ενίσχυση των προ φόρων αποτελεσμάτων και την ενδεχόμενη μεταβολή των συντελεστών στάθμισης κινδύνου μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής.

* Περιορισμός συμμετοχής των DTCs στα εποπτικά κεφάλαια
στο 30% από 57%.

Υποχώρηση κεφαλαιακής επάρκειας

Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων υποχώρησε το α’ εξάμηνο του 2018 εξαιτίας της εφαρμογής του ΔΠΧΑ 9 και της καταγραφής ζημιών μετά από φόρους. Οι παραπάνω παράγοντες είχαν ως συνέπεια τη μείωση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζικών ομίλων κατά 6,8% σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2017, ενώ το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ενεργητικό μειώθηκε κατά 2,8%. Κατά συνέπεια, ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση υποχώρησε στο 16,3% τον Ιούνιο του 2018 από 17% τον Δεκέμβριο του 2017. Μεγαλύτερη υποχώρηση εμφάνισε ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 - CET1), σε 15,7% τον Ιούνιο του 2018 από 17% τον Δεκέμβριο του 2017, εξαιτίας της μεγαλύτερης ποσοστιαίας μείωσης των Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (-9,9%). Επίσης, η μόχλευση των ελληνικών τραπεζικών ομίλων επιδεινώθηκε σε σχέση με το 2017, λόγω της σημαντικής μείωσης των Κεφαλαίων της Κατηγορίας 1 για την περίοδο αυτή σε σχέση με την αντίστοιχη μεταβολή των συνολικών ανοιγμάτων που λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον υπολογισμό του δείκτη.

Όσον αφορά τις προοπτικές για την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών, η εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 θα επιβαρύνει σταδιακά περαιτέρω τα εποπτικά τους κεφάλαια, καθώς οι ελληνικές τράπεζες επέλεξαν να κάνουν χρήση της διάταξης της μεταβατικής περιόδου σχετικά με την απορρόφηση των επιπτώσεων στα εποπτικά ίδια κεφάλαια από την εφαρμογή του νέου προτύπου.  

Οι παράγοντες κινδύνου για τις ελληνικές τράπεζες

Μια σειρά ανησυχιών παραθέτει η επισκόπηση της Τράπεζας της Ελλάδος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ανησυχίες που κατά έναν τρόπο ενισχύουν την επιχειρηματολογία για το άκρως φιλόδοξο σχέδιο της Εποπτικής Αρχής ως προς την επίτευξη νέων στόχων για τα «κόκκινα» δάνεια.

Η έκθεση επισημαίνει την ανησυχία πως παρά τη διαφαινόμενη επίτευξη ισορροπίας στο τέλος του 2017 μεταξύ των καθαρών ροών από εξυπηρετούμενα δάνεια προς μη εξυπηρετούμενα, του δείκτη αθέτησης και αντίστοιχα του δείκτη εξυγίανσης, η ισορροπία αυτή έχει και πάλι διαταραχθεί. Συνεπώς η επίλυση του προβλήματος της αποτελεσματικής διαχείρισης των ΜΕΑ απαιτεί πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς μείωσής τους, δεδομένου ότι η χώρα έχει ολοκληρώσει τον υφεσιακό της κύκλο.

Τα ανοίγματα αβέβαιης είσπραξης ανήλθαν σε 27,8 δισ. ευρώ (31% των ΜΕΑ) το α’ εξάμηνο του 2018, μειωμένα κατά 5,1% σε σχέση με το τέλος του 2017. Ωστόσο προβληματίζει το γεγονός ότι επιδεινώθηκε ο λόγος των ανοιγμάτων τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (πρώιμες ληξιπρόθεσμες οφειλές).

Ανησυχία επίσης προκαλεί το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του β’ τριμήνου του 2018 οι ροές εντός του ισολογισμού των τραπεζών από τα εξυπηρετούμενα ανοίγματα προς τα μη εξυπηρετούμενα (δείκτης αθέτησης - default rate) ήταν υψηλότερες των ροών από τα μη εξυπηρετούμενα προς τα εξυπηρετούμενα (δείκτης εξυγίανσης - cure rate). Ειδικότερα, το β’ τρίμηνο του 2018 οι καθαρές ροές διαμορφώθηκαν σε -0,6 δισ. ευρώ, με τον δείκτη εξυγίανσης να ανέρχεται στο τέλος του Ιουνίου του 2018 σε 1,8% και τον δείκτη αθέτησης σε 2,3%. Το στεγαστικό χαρτοφυλάκιο εμφανίζει τον υψηλότερο δείκτη εξυγίανσης και το επιχειρηματικό το χαμηλότερο. Αναφορικά με τα υπόλοιπα επιτεύγματα, οι τράπεζες δεν κατάφεραν το β’ τρίμηνο του 2018 να επιτύχουν τον στόχο για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ), τα οποία έφθασαν τα 61 δισ. ευρώ, δηλαδή 0,3 δισ. υψηλότερα από το ποσοστό που είχε καθοριστεί.

Η ρευστότητα

Το ύψος των καταθέσεων διαμορφώθηκε σε 131,7 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2018 (Αύγουστος 2018: 131,6 δισ., Ιούλιος 2018: 130,2 δισ., Ιούνιος 2018: 129,4 δισ.).

Το β’ και το γ’ τρίμηνο του 2018 οι τράπεζες συνέχισαν να μειώνουν σημαντικά την εξάρτηση από τον μηχανισμό παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA), ενώ κάποιες τράπεζες έχουν προβεί σε πλήρη απεξάρτηση από τον ELA.

H απομόχλευση του δανειακού χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών μέσω της πώλησης θυγατρικών στο εξωτερικό και των μη τραπεζικών δραστηριοτήτων τους στην εγχώρια αγορά σε συνδυασμό με την αύξηση των καταθέσεων το α’ και β’ τρίμηνο του 2018, συνετέλεσαν στη συνεχιζόμενη μείωση του λόγου δανείων προς καταθέσεις.

Ο όγκος συναλλαγών στη διατραπεζική αγορά παρουσίασε ανοδική τάση το β’ τρίμηνο του 2018, τόσο τον Ιούλιο όσο και τον Αύγουστο, για να διαμορφωθεί σε 17,2 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο (Αύγουστος 2018: 19,1 δισ., Ιούλιος 2018: 18,6 δισ., Ιούνιος 2018: 15,4 δισ.).

Δείκτες ανθεκτικότητας

Οι δείκτες ανθεκτικότητας των ελληνικών τραπεζών σε ενοποιημένη βάση το α’ εξάμηνο του 2018 επηρεάστηκαν δυσμενώς από την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9) και από έκτακτα έξοδα που συνδέονται με την εφαρμογή των σχεδίων αναδιάρθρωσής τους.

Το α’ εξάμηνο του 2018 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν ζημίες μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 320 εκατ. ευρώ, έναντι 61 εκατ. την αντίστοιχη περίοδο του 2017.

Οι όροι των συναλλαγών αυτών (επιτόκιο, περικοπή αποτίμησης στις εξασφαλίσεις) βελτιώνονται διαρκώς, φθάνοντας σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από τα αντίστοιχα επίπεδα του ELA, στο πλαίσιο του οποίου οι περικοπές αποτίμησης για τις προαναφερόμενες εξασφαλίσεις μπορούν να φθάσουν έως και το 20%. 

Αυξημένες συναλλαγές με «πλαστικό» χρήμα

Ο συνολικός αριθμός των καρτών πληρωμών αυξήθηκε το α’ 6μηνο του 2018 κατά 535 χιλ. (+3%) σε σχέση με το β’ 6μηνο του 2017 και ανήλθε σε 16,8 εκατ. κάρτες. Η αύξηση προέρχεται από την έκδοση νέων χρεωστικών, καθώς εκδόθηκαν επιπλέον 686 χιλ. κάρτες (+5%) συγκριτικά με το β’ 6μηνο του 2017, ενώ αντίθετα στις πιστωτικές παρατηρείται μείωση κατά 150 χιλ. (-5%).

Η αυξητική τάση που παρουσίαζε τα τελευταία 5 εξάμηνα ο αριθμός των συναλλαγών με κάρτες πληρωμών φαίνεται να ανακόπτεται τα δύο τελευταία 6μηνα (β’ 6μηνο 2017 και α’ 6μηνο 2018), παρουσιάζοντας σταθεροποιητικές τάσεις. O συνολικός αριθμός των συναλλαγών με κάρτες πληρωμών ανήλθε σε 399,6 εκατ., παρουσιάζοντας αύξηση μόλις 3% σε σχέση με το προηγούμενο ε6μηνο. Το α’ 6μηνο του 2018 οι αξίες συναλλαγών κινούνται στα επίπεδα του α’ 6μήνου του 2017, τόσο στο σύνολο της αξίας όσο και στην ανάλυση των επιμέρους τύπων συναλλαγών, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, κινούνται ελαφρώς χαμηλότερα σε σχέση με το β’ 6μηνο του 2017, σε ποσοστά που κυμαίνονται από -4% έως -7% ανά τύπο συναλλαγής.

Ο δείκτης αναλογίας του αριθμού συναλλαγών απάτης προς τον συνολικό αριθμό συναλλαγών αυξήθηκε το τελευταίο 6μηνο στο 0,02% και αναλογεί σε μία συναλλαγή απάτης ανά 6 χιλ. συναλλαγές.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα