Της Τέτης Ηγουμενίδη
[email protected]
Τα δεδομένα της τηλεπικοινωνιακής αγοράς και τι πρέπει να γίνει ώστε να μην χάσει η Ελλάδα το τρένο της 4ηςβιομηχανικής επανάστασης βρέθηκαν στο επίκεντρο συζήτησης που πραγματοποιήθηκε χθες με τους επικεφαλής των ΟΤΕ, Vodafone και Windστο πλαίσιο του 20ουσυνεδρίου Infocom World 2018 που οργάνωσε η Smartpress στο Μέγαρο Μουσικής.
Όπως υπογραμμίστηκε η οριακή ανάπτυξη 1 με 2% που αναμένεται να σημειώσει φέτος η τηλεπικοινωνιακή αγορά αποτελεί θετικό γεγονός, έπειτα από τη μεγάλη «βουτιά» 40% που σημείωσαν τα χρόνια της οικονομικής κρίσης τα έσοδα, αλλά δεν είναι αρκετή για να προχωρήσουν με γρήγορο ρυθμό οι επενδύσεις που είναι αναγκαίες.
Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΟΤΕ, Μιχάλης Τσαμάζ, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Vodafone, Χάρης Μπρουμίδης και ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Wind, Νάσος Ζαρκαλής, μίλησαν για την κατάσταση της αγοράς σήμερα, έθεσαν το θέμα της υψηλής φορολογίας των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, εξήγησαν γιατί κατά την άποψή τους είναι δύσκολο να δραστηριοποιηθεί στην ελληνική αγορά εικονικός πάροχος κινητής τηλεφωνίας, αντέκρουσαν την άποψη ότι οι τηλεπικοινωνίες στην Ελλάδα είναι ακριβές για τον καταναλωτή ή ότι δεν υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών και αναφέρθηκαν στις προϋποθέσεις για να περάσουμε στα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας 5ηςγενιάς.
Ο κ. Τσαμάζ έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου ευρύτερα για τις ευρωπαϊκές τεχνολογικές και τηλεπικοινωνιακές εταιρείες, υπογραμμίζοντας ότι είμαστε πίσω ως Ευρώπη σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Ασία. «Είναι ελάχιστες οι εταιρείες της Ευρώπης που μπορούν να ανταγωνιστούν τις αμερικάνικες και τις ασιατικές» ανέφερε και πρόσθεσε: «Ο βασικότερος λόγος είναι ότι στην Ευρώπη οι εταιρείες είναι πολλές και μικρές. Ενώ έχουμε τα μυαλά στην Ευρώπη, η γραφειοκρατία των Βρυξελλών επιβάλει υπερβολική ρύθμιση και νόμους που κατακερματίζουν την αγορά σε πολλές μικρότερες εταιρείες ενώ αντίθετα θα έπρεπε να συμβάλουν στη συνένωση των εταιρειών για να δημιουργηθούν κολοσσοί που θα μπορέσουν να ανταγωνιστούν τους αμερικανικούς και ασιατικούς». Κατέληξε προειδοποιώντας πως «αν αυτό συνεχιστεί το αποτέλεσμα θα είναι οι ευρωπαϊκές εταιρείες τεχνολογίας και τηλεπικοινωνιών να αρχίσουν να εξαγοράζονται από αμερικάνικες και ασιατικές με ότι αυτό συνεπάγεται».
Για τις τιμές των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στην Ελλάδα ο επικεφαλής του ΟΤΕ είπε ότι οι συγκρίσεις που γίνονται «είναι μήλα με πορτοκάλια», ενώ απαντώντας σε ερώτημα σχετικό με μια πιθανή ρύθμιση της αγοράς της κινητής τηλεφωνίας ώστε να εισέλθουν σε αυτήν εικονικοί πάροχοι (που θα παρέχουν υπηρεσίες κινητής χρησιμοποιώντας τα δίκτυα των τριών υφιστάμενων παρόχων) είπε ότι «θα ήταν ό,τι πιο επικίνδυνο μπορεί να γίνει. Μιλάμε για μια αγορά που είναι πραγματικά υγιής και άκρως ανταγωνιστική».
Σύμφωνα με τον κ. Τσαμάζ πέρσι παρατηρήθηκε σταθεροποίηση της οικονομίας και φέτος κάποια σημάδια αύξησης του δείκτη καταναλωτή. «Αυτό», όπως είπε, «επηρεάζει άμεσα και τη δική μας αγορά. Έχουμε δει ανάκαμψη στην κινητή και σταθερή τηλεφωνία. Ευχόμαστε αυτό να συνεχιστεί. Ακόμα, όμως, τα βήματα είναι διστακτικά, η εξέλιξη δεν είναι αυτή που θα θέλαμε, σε σχέση με τις επενδύσεις και με αυτό που γίνεται στην τεχνολογία, αλλά είμαστε αισιόδοξοι ότι θα συνεχιστεί. Η ουσιαστική βελτίωση θα έρθει από την ανάπτυξη της οικονομίας αλλά και από τις περισσότερες ψηφιακές υπηρεσίες που θα πρέπει να αναπτυχθούν από το δημόσιο».
Για το 5G και την επερχόμενη δημοπρασία για το φάσμα ο επικεφαλής του ΟΤΕ σημείωσε ότι η πολιτεία χρειάζεται να λάβει υπόψη της την οικονομική κατάσταση και τις δυνατότητες των εταιρειών. «Δεν γίνεται να πάμε σε διαγωνισμό για το φάσμα αν η αγορά δεν είναι έτοιμη, αν δεν έχει βρει τα business cases που θα φέρουν έσοδα. Για να έχουμε έσοδα από το 5G θα περάσουν τουλάχιστον 5 χρόνια από τώρα για να μην σας πω και παραπάνω. Το 5G είναι μία εξέλιξη στην οποία θα μπούμε όλοι, το θέμα είναι η χρονική στιγμή και το τίμημα.»
Ο κ. Μπρουμίδης επεσήμανε ότι «η Ελλάδα πρέπει να ανέβει όχι μόνο στο τρένο της ψηφιακής οικονομίας, αλλά στο τρένο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Τα πράγματα δεν είναι όπως με την τρίτη βιομηχανική επανάσταση, είναι ακραία, θα υπάρχουν χώρες, οργανισμοί, άνθρωποι, 2 και 3 ταχυτήτων, μόνο που η απόσταση μεταξύ τους θα είναι πάρα πολύ μεγάλη. Η Ελλάδα ή θα μείνει έξω από τις τεχνολογικές εξελίξεις, οπότε η διαφορά της σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη θα γίνει χαώδης, ή έχει μεγάλες πιθανότητες να επωφεληθεί γιατί οι νέες τεχνολογίες δίνουν ευκαιρίες και σε μικρούς οργανισμούς και περιφερειακές χώρες.»
Ο επικεφαλής της Vodafone έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην υψηλή φορολογία που επιβάλλεται στις τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες λέγοντας χαρακτηριστικά ότι μαζί με το θέμα της αδειοδότησης των κεραιών αποτελούν δύο από τα μεγαλύτερα ιστορικά προβλήματα της αγοράς. «Πιστεύω» πρόσθεσε «ότι πρέπει να έχουμε πιο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό ειδικά σε ό,τι αφορά την φορολογία που θα επιτρέψει να ξεφύγουμε από τα αναιμικά επίπεδα ανάπτυξης για να μπορέσουμε να επενδύσουμε περισσότερο ώστε η Ελλάδα να μην χάσει το τρένο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να συμμετέχει στην 3ηβιομηχανική επανάσταση να κάνει π.χ. αυτοκινητοβιομηχανία, μπορεί όμως μέσω τεχνολογιών να παράγει προϊόντα και υπηρεσίες που να την απογειώσουν».
Σχετικά με την αναμενόμενη φέτος ανάπτυξη της αγοράς 1 με 2% ο κ. Μπρουμίδης παρατήρησε: «Αν το βλέμμα είναι από το παρελθόν προς στο παρόν θα πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι γιατί μετά από χρόνια συνεχούς πτώσης η αγορά ισορρόπησε και είναι οριακά θετική. Αν έχουμε το βλέμμα από το παρόν στο μέλλον, αυτή η ανάπτυξη είναι αναιμική, σε σχέση με τις επενδύσεις που πρέπει να γίνουν. Η Ελλάδα όπως όλοι γνωρίζουμε γενικά, αλλά και ειδικά στις τηλεπικοινωνίες πρέπει να περάσει ένα επενδυτικό σοκ. Στις τηλεπικοινωνίες ξεκινήσαμε να το κάνουμε και θα πρέπει να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια. Στην κινητή έχουμε μπροστά μας το 5G, θα κληθούμε να πληρώσουμε για φάσμα και να κάνουμε ένα νέο δίκτυο και παράλληλα να ενισχύσουμε το αποτύπωμα της οπτικής ίνας στη σταθερή τηλεφωνία και να δημιουργήσουμε ψηφιακά εργαλεία για μεταβούμε στην εποχή των digital telco.» Κατέληξε λέγοντας ότι αμφιβάλει αν η ανάπτυξη 1 με 2% αρκεί για να πάει τα πράγματα μπροστά και να γίνει το αναγκαίο επενδυτικό σοκ.
Ο κ. Ζαρκαλής δήλωσε προβληματισμένος γιατί όπως είπε παρατηρείται μια διαστρέβλωση της πραγματικότητας η οποία διαδίδεται σε επικίνδυνο βαθμό από πρόχειρες και κατευθυνόμενες αντιλήψεις. Σε αυτό το πλαίσιο συμπεριέλαβε την άποψη ότι είναι ακριβές οι τηλεπικοινωνίες, όταν, όπως υποστήριξε, έχουμε από τις χαμηλότερες χρεώσεις ανάμεσα στις χώρες στην ΕΕ, καθώς και την υπόθεση των εικονικών παρόχων κινητής τηλεφωνίας. «Έχω καλωσορίσει πολλούς που επιθυμούν να γίνουν εικονικοί πάροχοι, μόνο που έρχονται, κάνουν ανάλυση της αγοράς και βλέπουν ότι οι τιμές είναι τόσο χαμηλές που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν βιώσιμο μοντέλο και αποχωρούν» σημείωσε και πρόσθεσε: «Το παράδειγμα της Cytaείναι χαρακτηριστικό. Η είσοδός της στην κινητή ως εικονικός πάροχος δεν συνέβαλε στη βιωσιμότητα του επιχειρηματικού της μοντέλου».
Ο επικεφαλής της Wind θεωρεί πως στις στρεβλώσεις περιλαμβάνεται και η άποψη περί μειωμένου ανταγωνισμού στην αγορά. Σημείωσε χαρακτηριστικά ότι πρόκειται για ακόμα μια «καραμέλα» στο όνομα της οποίας «συντηρούνται τεχνητά εταιρείες δεν ξέρω με ποιο τρόπο και μήπως πρέπει και να εφεύρουμε νέες εταιρείες...»
«Εάν οι τιμές ήταν τόσο ψηλές δεν θα έβλεπε κάποιος την ευκαιρία να εισέλθει στην αγορά και πάρει μερίδιο;» ρώτησε ρητορικά και συνέχισε τον συλλογισμό του:«Βγήκαν πρόσφατα 2 εταιρίες σε πώληση (εννοεί Cyta και Forthnet). Απευθύνθηκαν σε όλο τον κόσμο, δεν εμφανίστηκε απολύτως κανένας διεθνής επενδυτής παρά μόνον οι εγχώριοι πάροχοι, κάτι που αποδεικνύει επίσης το πόσο ανταγωνιστική είναι αυτή η αγορά. Φάνηκε άλλωστε και στα χρόνια της κρίσης όταν πολλοί άλλοι κλάδοι σταμάτησαν κάθε επένδυση. Εμείς όχι μόνο συνεχίσαμε τις επενδύσεις, αλλά είχαμε και τον πιο έντονο ανταγωνισμό μεταξύ μας και για αυτό μειώθηκαν τα έσοδα 40%. Αν πιστεύετε ότι δεν υπήρχε ανταγωνισμός και επήλθε αυτή η μείωση των εσόδων μόνη της τότε μάλλον δεν πρέπει να κατηγορηθούμε για έλλειψη ανταγωνιστικής διάθεσης, αλλά για ηλιθιότητα...»
Ο κ. Ζαρκαλής επίσης σημείωσε ότι η ζήτηση σε δίκτυα νέας γενιάς δεν είναι εκεί που θα επιθυμούσε. Σύμφωνα με τον ίδιο η οριακή ανάπτυξη της αγοράς που αναμένεται για φέτος οφείλεται στη σταθεροποίηση της οικονομίας και στις επενδύσεις που κάνουν οι πάροχοι υπό δύσκολες συνθήκες σε δίκτυα κινητής και σταθερής.
Στην ίδια εκδήλωση ο γενικός γραμματέας Τηλεπικοινωνιών, Βασίλης Μαγκλάρας, αναφέρθηκε επίσης τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών: «Η Ευρώπη κινείται πλέον στο δρόμο προς την κοινωνία του Gigabit, αν και δεν μπορώ παρά να σχολιάσω πως με την γραφειοκρατία που έχει και τους δογματισμούς, ειδικά όσον αφορά τον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, μάλλον είμαστε καταδικασμένοι σε ρόλο κομπάρσου στην παγκόσμια σκηνή παρά σε ρόλο πρωταγωνιστή, όπως θα περίμενε κανείς από την Ευρώπη.»
Ο κ. Μαγκλάρας συνέχισε αναφέροντας τις πρωτοβουλίες που έχει λάβει η γενική γραμματεία για τα δίκτυα νέας γενιάς και όπως είπε «το επόμενο μεγάλο μας στοίχημα είναι η δράση UltraFast Broadband· ένα μεγάλο έργο υποδομής, με εκτιμώμενο προϋπολογισμό που υπερβαίνει τα 600 εκατ. ευρώ και με δημόσια συμμετοχή που θα φτάσει μέχρι και 300 εκατ. ευρώ. Το σχέδιο υλοποίησης του έργου έχει τεθεί ήδη από την ΓΓΤΤ σε δημόσια διαβούλευση μέχρι τις 7/12/2018. Παράλληλα επεξεργαζόμαστε το Φάκελο Μεγάλου Έργου για την υποβολή του στις αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εντός του 2018. Πρόκειται για ένα μεγάλο έργο ΣΔΙΤ, στο πλαίσιο του οποίου θα αναπτυχθεί ευρυζωνική υποδομή ανοικτής πρόσβασης που θα εξασφαλίσει υπηρεσίες ταχύτητας άνω των 100Mbps στο περίπου 18% του πληθυσμού της χώρας.»
Ως προς το νομοσχέδιο για την αδειοδότηση των κεραιών για το οποίο ολοκληρώθηκε πρόσφατα η δημόσια διαβούλευση και πρόκειται να κατατεθεί στη Βουλή προς ψήφιση, ο γενικός γραμματέας ήταν αποκαλυπτικός: «Εδώ θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι οι πιέσεις που δεχτήκαμε ήταν και παραμένουν τεράστιες, τα χτυπήματα κάτω από την μέση πολλά, ειδικά προσωπικά σε εμένα και από τους ραδιοερασιτέχνες και από ορισμένα κινήματα της κοινωνίας πολιτών, όπως πολλά και τα ηθικά διλλήματα που έπρεπε να απαντήσουμε, διλλήματα που κλόνιζαν την επιστημονική γνώση και τις βεβαιότητες γύρω από συγκεκριμένα θέματα. Όμως, το νομοσχέδιο προχώρησε διότι όλοι εμείς στην ΓΓΤΤ πιστεύουμε βαθιά, πως η σημερινή Ελλάδα χρειάζεται περισσότερους managers που θα πετυχαίνουν στόχους για όλη την κοινωνία και την οικονομία και λιγότερους συναθροιστές ομαδικών ψήφων».