Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Αισιοδοξία για υπερπλεόνασμα που θα παραχθεί μέσα στο 2018 -και το οποίο φτάνει στο 1% ή σε 1,8 δισ. ευρώ-, αλλά και προβληματισμό για τις πιθανές δημοσιονομικές επιπτώσεις είτε από τις δικαστικές διεκδικήσεις των αναδρομικών των συνταξιούχων είτε από το προεκλογικό κλίμα αποπνέει η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής για το 3ο τρίμηνο.
Παρουσιάζοντας την έκθεση, ο επικεφαλής του Γραφείου Φραγκίσκος Κουτεντάκης χαρακτήρισε ως χρόνιο πρόβλημα τη δυσκολία αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου -πρόβλημα το οποίο δεν συνδέεται πλέον με την έλλειψη ρευστότητας-, ενώ επισήμανε ότι πιθανή καθυστέρηση στην εκταμίευση των κερδών από τα ANFAs και τα SMPs θα αποτελέσει αρνητικό μήνυμα προς τις αγορές, καθώς προϋπόθεση για την εκταμίευση είναι η τήρηση των συμφωνηθέντων και η προώθηση των μεταρρυθμίσεων κατά τη μεταμνημονιακή περίοδο. Ο κ. Κουτεντάκης υποστήριξε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 μπορεί να φτάσει στο 4,5% του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να ανοίγει ο δρόμος για την καταβολή έκτακτου μερίσματος και φέτος, «ενδεχομένως μικρότερου σε σχέση με πέρυσι ώστε να απομείνει και ένα μαξιλάρι ασφαλείας», όπως αναφέρθηκε.
Η απόδοση ομολόγων
Ο κ. Κουτεντάκης, εφιστά την προσοχή όσον αφορά το θέμα της απόδοσης των ελληνικών ομολόγων. Αναγνωρίζει ότι οι αποδόσεις διατηρούνται πάνω από το επίπεδο του 4%, κυρίως λόγω της Ιταλίας, ωστόσο «η ύπαρξη του ταμειακού αποθέματος ασφαλείας διασφαλίζει την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της γενικής κυβέρνησης για διάστημα τουλάχιστον δύο ετών και επιτρέπει την προσεκτική και καλά σχεδιασμένη επάνοδο στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου».
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, το μαξιλάρι ασφαλείας «δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε εφησυχασμό, καθώς η επιστροφή στις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους είναι το τελικό κριτήριο για το εάν τελικά η χώρα θα καταφέρει να ξεπεράσει οριστικά τη μακρόχρονη κρίση». Η πορεία των ομολόγων σχετίζεται επίσης με τη χρηματοδότηση και των δανειακών αναγκών του ιδιωτικού τομέα: «Οι αποδόσεις των τίτλων του Δημοσίου επηρεάζουν το σύνολο των εγχώριων επιτοκίων και διατηρούν σε υψηλά επίπεδα το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, δρώντας αποτρεπτικά για την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων».
Το κείμενο συμπερασμάτων
Στο κείμενο συμπερασμάτων, το Γραφείο Προϋπολογισμού προχωρά και σε άλλες κρίσιμες επισημάνσεις:
* Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών περιορίζει τις δυνατότητες του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει τις εγχώριες επενδύσεις και την ανάκαμψη της οικονομίας. Το ενδεχόμενο μιας βραδύτερης από την αναμενόμενη αύξησης των επενδύσεων το 2019, σε συνδυασμό με μία ταχύτερη επιβράδυνση της εξωτερικής ζήτησης για τα εγχώρια αγαθά και υπηρεσίες, θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης για το επόμενο έτος.
* Σημαντική πηγή αβεβαιότητας αποτελεί και η κλιμάκωση των δημοσιονομικών πιέσεων υπό το βάρος δικαστικών αποφάσεων που ακυρώνουν εφαρμοσμένες μισθολογικές και συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις. Η πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση για καταβολή των αναδρομικών ποσών σε μισθωτούς και συνταξιούχους των ειδικών μισθολογίων που προέκυψαν από τις δικαστικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί μια πράξη συμμόρφωσης στη συνταγματική νομιμότητα. Ωστόσο, προκύπτουν ζητήματα ίσης μεταχείρισης, καθώς δεν είναι απόλυτα σαφές γιατί οι μισθολογικές και συνταξιοδοτικές περικοπές ήταν συνταγματικές σε κάποιες κατηγορίες δημόσιων λειτουργών αλλά αντισυνταγματικές σε κάποιες άλλες. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να εγείρει επιπλέον δικαστικές διεκδικήσεις από άλλες κατηγορίες μισθωτών ή συνταξιούχων με σημαντικό δημοσιονομικό ρίσκο.
* Η αβεβαιότητα αυτή θα μπορούσε να ενισχυθεί λαμβάνοντας υπόψη ότι η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε εκλογικό κύκλο με εντεινόμενο πολιτικό ανταγωνισμό, ο οποίος μπορεί να στείλει αντιφατικά μηνύματα όσον αφορά τις δεσμεύσεις της οικονομικής πολιτικής και να διαταράξει τις ευνοϊκές προσδοκίες που έχουν διαμορφωθεί.
* Μια ακόμα εστία αβεβαιότητας προέκυψε από πρόσφατες υποθέσεις που έλαβαν ιδιαίτερη δημοσιότητα και σε διεθνές επίπεδο. Αυτές αφορούν τις δημοσιευμένες λογιστικές καταστάσεις της εισηγμένης εταιρείας Folli Follie και την παραβίαση των κεφαλαιακών ελέγχων της Κίνας από ελληνική επιχείρηση με τη χρήση των συστημάτων πληρωμών POS ελληνικής συστημικής τράπεζας. Τέτοιες υποθέσεις δημιουργούν αμφιβολίες για τις διαδικασίες εταιρικής διακυβέρνησης και την επάρκεια των εποπτικών αρχών και δεν συνεισφέρουν στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης στην επενδυτική κοινότητα.
* Συναφές με το παραπάνω είναι και το γεγονός ότι η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας παραμένει χαμηλή σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και εμφανίζει τάσεις επιδείνωσης (παρά τη σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους). Ενδεικτικά, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα (Doing Business Report, Οκτώβριος 2018), η Ελλάδα κατατάσσεται στην 72 θέση μεταξύ 190 χωρών το 2018 έναντι της 67ης και της 61ης θέσης αντίστοιχα το 2017 και το 2016. Επίσης ο Δείκτης Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας (Global Competitiveness Index) του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (World Economic Forum, Οκτώβριος 2018) κατατάσσει την Ελλάδα στην 57η θέση ανάμεσα σε 140 χώρες, καταγράφοντας υποχώρηση 4 θέσεων σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο.
* Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης είναι πρωτίστως ζήτημα θεσμικού πλαισίου και διαμόρφωσης των κατάλληλων μηχανισμών ρύθμισης και ελέγχου που διασφαλίζουν ότι τόσο ο δημόσιος όσο και ο ιδιωτικός τομέας λειτουργούν με διαφανείς κανόνες ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα δημοσιονομικής ανευθυνότητας, χειραγώγησης αγορών και μονοπωλιακές καταστάσεις.
* Η επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί μια ιστορική ευκαιρία να εκσυγχρονιστεί το ανώτατο θεσμικό πλαίσιο της χώρας προκειμένου να προστατεύει τα δικαιώματα των πολιτών, να διασφαλίζει την ισότητα απέναντι στον νόμο, να προάγει τη διαφάνεια και τη λογοδοσία και εν τέλει να ενισχύει την αξιοπιστία της Πολιτείας. Είναι άλλωστε ευρέως αποδεκτό ότι το Σύνταγμα μιας χώρας συνδέεται με την οικονομική της ανάπτυξη εξασφαλίζοντας σταθερότητα, αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα της διοίκησης και των θεσμών.
Σημαντική πηγή αβεβαιότητας αποτελεί η κλιμάκωση των δημοσιονομικών πιέσεων υπό το βάρος δικαστικών αποφάσεων που ακυρώνουν εφαρμοσμένες μισθολογικές και συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις.