Από την έντυπη έκδοση
Του Κώστα Δεληγιάννη
[email protected]
Σημαντική μείωση του μεριδίου του λιγνίτη στην εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή προβλέπει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το οποίο αναμένεται να τεθεί σήμερα Δευτέρα σε δημόσια διαβούλευση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πληροφορίες της «Ν», το Εθνικό Σχέδιο προσδιορίζει το ποσοστό του λιγνίτη στο 17% το 2030, από 33% που ήταν η συμμετοχή του το 2016 στο ενεργειακό μίγμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Παρά τη μείωση, πάντως, η λιγνιτική παραγωγή θα συνεχίσει να διατηρεί σημαντικό ρόλο και την επόμενη δεκαετία. Μάλιστα, το ποσοστό του Εθνικού Σχεδίου σημαίνει πως υπάρχει «χώρος» και για τις δύο μονάδες της ΔΕΗ στο Αμύνταιο, στην περίπτωση που αυτές αναβαθμισθούν περιβαλλοντικά.
Οι μονάδες της ΔΕΗ
Το Εθνικό Σχέδιο αποτελεί τον ενεργειακό «οδικό χάρτη» για τη συμβολή της χώρας μας στην επίτευξη των ευρωπαϊκών στόχων για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου έως το 2030, ενώ η τελική του μορφή θα υποβληθεί στην Κομισιόν στο τέλος της χρονιάς. Στο πλαίσιο περιορισμού του ανθρακικού «αποτυπώματος» της χώρας, η ελάττωση της λιγνιτικής παραγωγής κατά 16 ποσοστιαίες μονάδες «μεταφράζεται» στην ελάττωση της συνολικής ισχύος των λιγνιτικών μονάδων κατά 1.600 MW (μεγαβάτ).
Ακόμη κι έτσι όμως, όχι μόνο προβλέπεται η προσθήκη της νέας μονάδας της ΔΕΗ στην Πτολεμαΐδα (Πτολεμαΐδα V), αλλά δίνεται η δυνατότητα στη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού να θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο σε συνεργασία με ιδιώτες για τον εκσυγχρονισμό των δύο εργοστασίων στο Αμύνταιο, ώστε να παρατείνει τη λειτουργία τους.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το σενάριο που περιλαμβάνεται στο ΕΣΕΚ, το 2030 η εγκατεστημένη ισχύς λιγνίτη θα αγγίζει τα 2,7 GW (γιγαβάτ), από τα οποία το 1,453 GW θα αντιστοιχεί σε υφιστάμενες μονάδες (Μεγαλόπολη V, Μελίτη Ι, Αγ. Δημήτριος ΙΙΙ, IV και V). Τα υπόλοιπα 660 MW θα προέλθουν από την Πτολεμαΐδα V, προβλέποντας επιπλέον 546 MW από τις δύο μονάδες του Αμυνταίου.
Η παραπάνω κατανομή του λιγνιτικού χαρτοφυλακίου δίνει ουσιαστικά το «πράσινο φως» στη ΔΕΗ να προχωρήσει στην περιβαλλοντική αναβάθμιση των μονάδων στο Αμύνταιο, με δεδομένο ότι η διοίκηση της επιχείρησης είχε θέσει ως απαραίτητη προϋπόθεση να προκύπτει «χώρος» για τα δύο εργοστάσια από το Εθνικό Σχέδιο. Μια αναβάθμιση που, σύμφωνα με την ίδια τη ΔΕΗ, θα συνέβαλε στο να αποσοβηθούν τα προβλήματα επάρκειας τα οποία θα αντιμετωπίσει το εγχώριο ηλεκτρικό σύστημα κατά την περίοδο 2019-2020, στην περίπτωση που οι μονάδες του Αμυνταίου και της Καρδιάς αποσυρθούν με την εκπνοή των 17.500 ωρών λειτουργίας, ενώ επίσης θα έδινε τη δυνατότητα στις εγχώριες βιομηχανίες να εξασφαλίσουν ηλεκτρική ενέργεια με ανταγωνιστικό κόστος.
Ο εκσυγχρονισμός των δύο εργοστασίων αναμένεται να κοστίσει περί τα 110 εκατ. ευρώ και θα γίνει σε σύμπραξη με ιδιώτες, καθώς η επιχείρηση έχει καταστήσει σαφές ότι η κατασκευή της Πτολεμαΐδα V αποτελεί την τελευταία επένδυσή της στον λιγνίτη.
Υπενθυμίζεται πως ήδη τρία σχήματα έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για να συνεργαστούν με τη ΔΕΗ στο εν λόγω project, με τη Μυτιληναίος να έχει προτείνει την κάλυψη του κόστους για την περιβαλλοντική αναβάθμιση των μονάδων, η οποία θα γίνει από τη ΜΕΤΚΑ. Οι μονάδες θα παραμείνουν υπό τον έλεγχο της ΔΕΗ, με αντάλλαγμα την τροφοδοσία με ρεύμα μέσα από μακροχρόνιο διμερές συμβόλαιο της Αλουμίνιον, ενώ η πρόταση της εταιρείας αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο συμμετοχής και άλλων βιομηχανικών ομίλων.
Για το ίδιο project έχουν επίσης ήδη εκδηλώσει ενδιαφέρον η ΤΕΡΝΑ και η κοινοπραξία του Ομίλου Κοπελούζου με την κινεζική CHN Energy. Οι προτάσεις των εν λόγω εταιρειών προβλέπουν την ανάληψη των επενδύσεων για τον εκσυγχρονισμό των εργοστασίων, με σκοπό τη δημιουργία ενός κοινοπρακτικού σχήματος με τη ΔΕΗ, για τη λειτουργία και την οικονομική τους εκμετάλλευση.
Σταδιακά η μείωση
Πριν πάντως η λιγνιτική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αγγίξει τα 2,7 GW το 2030, σύμφωνα με το ΕΣΕΚ έως το 2020 θα μειωθεί στα 3,4 GW, έναντι 4,3 GW το 2016, ενώ το 2025 θα ανέλθει στα 3,5 GW. Η «υποχώρηση» του λιγνίτη θα συνοδευθεί από την πολύ μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ, οι οποίες το 2030 αναμένεται να αυξήσουν τουλάχιστον στο 55% το μερίδιό τους στην ηλεκτροπαραγωγή. Σημαντική, επίσης, προβλέπεται η «προέλαση» των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας, καθώς, όσον αφορά τον τομέα θέρμανσης-ψύξης, για την επίτευξη του στόχου διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών, προβλέπεται μεγαλύτερη αξιοποίηση των αντλιών θερμότητας για την κάλυψη αναγκών θέρμανσης και ψύξης στον τριτογενή και οικιακό τομέα, αλλά και στην αυξημένη χρήση θερμικών ηλιακών συστημάτων στον οικιακό τομέα.
Την ίδια στιγμή, αν και προβλέπεται μείωση του μεριδίου του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή, η συνολική χρήση του αναμένεται να ενισχυθεί κατά 23% περίπου το 2030 σε σχέση με το 2016, με βασικό λόγο τη μεγαλύτερη χρήση του καυσίμου στον κτηριακό τομέα - που αναμένεται να φτάσει στο 18% το 2030, έναντι 8% το 2016. Τέλος, χάρη στις διασυνδέσεις των νησιών, η ηλεκτροπαραγωγή από πετρέλαιο μειώνεται κατά 74%, με συνέπεια η εξάρτηση της Ελλάδας από εισαγωγές καυσίμων να ελαττωθεί κατά περίπου 3%.