Επενδύσεις 33 δισ. ευρώ και ενεργειακές παρεμβάσεις στις κατοικίες, που ισοδυναμούν με ένα πρόγραμμα «Εξοικονομώ» ετησίως, απορρέουν από το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα που θα δοθεί στη δημοσιότητα το προσεχές διάστημα.
Μιλώντας σήμερα στο συνέδριο Capital+Vision, που συνδιοργανώνει το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο με το Capital.gr, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γιώργος Σταθάκης, αναφέρθηκε στους κεντρικούς και ειδικούς στόχους του Εθνικού Σχεδίου, καθώς και στα μέτρα πολιτικής για την αναδιάρθρωση του ενεργειακού συστήματος έως το 2030.
Όπως επισήμανε, τις επόμενες ημέρες θα δημοσιοποιηθεί το πρώτο, ολοκληρωμένο πόρισμα του Εθνικού Σχεδίου, που εκπονείται με ευθύνη της Εθνικής Επιτροπής, σε διαβούλευση με τους φορείς και την κοινωνία. Θα υπάρξουν τουλάχιστον δύο κύκλοι συζητήσεων στη Βουλή και έως το τέλος του έτους θα υποβληθεί στην Κομισιόν το πλήρες περίγραμμα για το πώς θα κινηθεί ενεργειακά η χώρα τα επόμενα χρόνια.
«Οι προκλήσεις της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας είναι μπροστά μας. Η συστράτευση προς τους στόχους που η Ελλάδα έχει συνυπογράψει και δεσμευτεί με τη Συμφωνία του Παρισιού και την Ε.Ε. αποτελεί το μεγάλο στοίχημα. Ο ριζικός μετασχηματισμός στα έργα υποδομής, την ενοποίηση των αγορών ενέργειας, τη διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας και συνολικά τη λειτουργία του συστήματος ενέργειας αποτελεί τεράστιο πεδίο επενδύσεων. Οι εκτιμήσεις που αποτυπώνονται στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα μιλούν για επενδύσεις που αγγίζουν περίπου τα 33 δισ. ευρώ την επόμενη δεκαετία» σημείωσε ο κ. Σταθάκης.
Όπως επισήμανε, ο πιο δύσκολος στόχος που καλείται να επιτύχει η Ελλάδα είναι η εξοικονόμηση ενέργειας, κατά τουλάχιστον 30%, στην τελική κατανάλωση ενέργειας. «Χρειαζόμαστε ένα πρόγραμμα "Εξοικονομώ" κάθε χρόνο για να φτάσουμε στους στόχους του 2030» τόνισε. Μεγάλη πρόκληση αποτελεί ακόμη ο εξηλεκτρισμός σε τομείς που καίνε πετρέλαιο, όπως οι μεταφορές, αλλά και στην ψύξη θέρμανση για τους οποίους ετοιμάζεται νέο θεσμικό πλαίσιο, είπε.
Ο ίδιος εξήγησε ότι, ιδιαίτερα στον τομέα του ηλεκτρισμού, θα απαιτηθεί ένας τεράστιος μετασχηματισμός ώστε οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) να γίνουν πλέον η κύρια πηγή ενέργειας. Η συμβολή του λιγνίτη θα αποκλιμακώνεται σταδιακά, ενώ το φυσικό αέριο θα παίξει το ρόλο του «καυσίμου-γέφυρα». Με βάση τους φιλόδοξους στόχους της Ε.Ε. για την ενέργεια, έως το 2030 θα πρέπει το μερίδιο των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας να φθάσει τουλάχιστον στο 30%.
Σύμφωνα με τον υπουργό, προς την κατεύθυνση αυτή, η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε σειρά θεσμικών παρεμβάσεων που περιλαμβάνουν:
- Υιοθέτηση συστήματος διαγωνιστικών διαδικασιών για τις επενδύσεις σε ΑΠΕ, το οποίο ήδη οδηγεί προς τιμές ανταγωνιστικές με τις «συμβατικές» πηγές ενέργειας.
- Αναθεώρηση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου των ΑΠΕ, με γνώμονα το σεβασμό προς το περιβάλλον.
- Εγκατάλειψη της «μονοκαλλιέργειας» μεγάλων επενδύσεων σε ΑΠΕ, με τη θεσμοθέτηση του θεσμού των Ενεργειακών Κοινοτήτων, που διευκολύνει τη δραστήρια συμμετοχή καταναλωτών και τοπικών φορέων στον τομέα της ενέργειας.
- Ενεργοποίηση στα μέσα του 2019 του Χρηματιστηρίου Ενέργειας και υλοποίηση των διασυνδέσεων με όμορα κράτη που προβλέπει το Μοντέλο Στόχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Target Model).
- Εισαγωγή του συστήματος των Πράσινων Πιστοποιητικών, που θα αγοράζουν οι επιχειρήσεις στο Χρηματιστήριο Ενέργειας για να ενισχύσουν την πράσινη εικόνα τους και τα οποία θα αντικαταστήσουν το σύστημα χρηματοδότησης των ΑΠΕ.
Ο Γιώργος Σταθάκης αναφέρθηκε και στις διεθνείς προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος της ενέργειας, σημειώνοντας ότι η Ελλάδα μετατρέπεται σε ενεργειακό κόμβο στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, με έργα δικτύων και υποδομών μεγάλης εμβέλειας (αγωγοί φυσικού αερίου TAP, IGB, Θεσσαλονίκη-Σκόπια, EastMed, αναβάθμιση τερματικού σταθμού LNG στη Ρεβυθούσα, FSRU στην Αλεξανδρούπολη).
Αναφερόμενος στους υδρογονάνθρακες, εξέφρασε την αισιοδοξία ότι η χώρα, πέρα από κόμβος μεταφοράς ενέργειας, μπορεί να γίνει και παραγωγός ενέργειας, τονίζοντας το ενδιαφέρον παγκόσμιων παικτών για τα κοιτάσματα νότια και νοτιοδυτικά της Κρήτης και στο Ιόνιο. Πρόσθεσε δε, ότι «υπάρχει μια ισχυρή πεποίθηση ότι η περιοχή μας αυτή προσομοιάζει όλο και περισσότερο στα ευρήματα γειτονικών χωρών, όπως Κύπρου, Ισραήλ κι Αιγύπτου».