Ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των ανοιγμάτων παραμένει υψηλός και αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα, δήλωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, ενώ επεσήμανε ότι οι προσπάθειες των τραπεζών για μείωση των κόκκινων δανείων έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς.
Μιλώντας στο συνέδριο οικονομικής ιστορίας «The birth of inter-war central banks: building a new monetary order», στην Αθήνα, ο διοικητής της ΤτΕ τόνισε ότι μετά από τρεις γύρους ανακεφαλαιοποιήσεων, οι ελληνικές τράπεζες έχουν από τους υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας στη ζώνη του ευρώ και διαθέτουν επαρκή κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας για να απορροφήσουν επιπλέον πιστωτικές ζημίες.
Επίσης, όπως πρόσθεσε, οι ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιώσει σημαντικά τη ρευστότητά τους, μειώνοντας την εξάρτησή τους από την κεντρική τράπεζα για χρηματοδότηση, ανακτώντας την πρόσβαση στη διατραπεζική αγορά και εκδίδοντας καλυμμένες ομολογίες. Παράλληλα, συμπλήρωσε ο κ. Στουρνάρας, οι καταθέσεις πελατών αυξάνονται σταδιακά.
Ωστόσο, ο διοικητής της ΤτΕ επεσήμανε ότι ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των ανοιγμάτων παραμένει υψηλός και αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα. Υπογράμμισε, δε, ότι οι τράπεζες έχουν θέσει επιχειρησιακούς στόχους για τη σημαντική μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μέχρι το τέλος του 2019.
Όπως συμπλήρωσε, «έχουν εφαρμοστεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό την άρση των διοικητικών, νομικών και δικαστικών εμποδίων για την αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, καθώς και για τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων με την ίδρυση εταιριών απόκτησης και διαχείρισης τέτοιων δανείων».
Ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε ότι οι προσπάθειες αυτές έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς. Όπως είπε, σύμφωνα με στοιχεία τέλους Ιουνίου του 2018, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έφθασε τα 88,6 δισ. ευρώ (47,6% του συνόλου των ανοιγμάτων), μειωμένο κατά 17,3% ή 18,6 δισ. ευρώ από το ανώτατο επίπεδο που είχε καταγραφεί το Μάρτιο του 2016.
Ο κ. Στουρνάρας εξήγησε ότι μέχρι σήμερα, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προέρχεται κατά κύριο λόγο από διαγραφές δανείων. Κατά την προσεχή περίοδο, όπως πρόσθεσε, αυξημένη συμβολή αναμένεται να έχουν οι πωλήσεις και οι τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, σε συνδυασμό με τις εισπράξεις, τη ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και τις επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων.
Ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι ο ρυθμός μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αναμένεται να επιταχυνθεί, με βάση τους αναθεωρημένους, πιο φιλόδοξους στόχους των τραπεζών για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα που έχουν τεθεί για την περίοδο έως το 2021.
Είπε επιπλέον ότι η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα ενισχύσει επίσης την οργανική κερδοφορία και τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου των τραπεζών, βοηθώντας τις να επιτελέσουν και πάλι το διαμεσολαβητικό τους ρόλο και να καθιερώσουν ένα βιώσιμο μοντέλο λειτουργίας.
Συμπλήρωσε, δε, ότι τα παραπάνω είναι ύψιστης σημασίας για τη χρηματοδότηση καινοτόμων και εξωστρεφών επενδυτικών πρωτοβουλιών και επιχειρήσεων στο πλαίσιο της αλλαγής του παραγωγικού προτύπου της ελληνικής οικονομίας.
naftemporiki.gr