Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Οι τριβές των Ηνωμένων Πολιτειών με τους εταίρους και ο κίνδυνος εμπορικού πολέμου, η αβεβαιότητα για την έκβαση των διαπραγματεύσεων σε σχέση με το Brexit και η «κόντρα» μεταξύ των Βρυξελλών και της ιταλικής κυβέρνησης αρχίζουν πλέον να επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη τόσο στην Ευρωζώνη όσο και στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα προσωρινά στοιχεία που δημοσιοποίησε χθες η Εurostat επιβεβαιώνουν την παραπάνω διαπίστωση, ενώ η ανησυχία γίνεται ακόμη μεγαλύτερη διότι ήταν χειρότερα από αυτά που ανέμεναν οι αναλυτές.
Όπως προκύπτει από τα κοινοτικά στοιχεία, που αφορούν προς το παρόν το σύνολο και όχι κάθε κράτος-μέλος χωριστά, το ΑΕΠ αυξήθηκε στην Ευρωζώνη το τρίτο τρίμηνο 2018 και σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο κατά 0,2%.
Πρόκειται για επίδοση πολύ κατώτερη του αναμενομένου, δεδομένου ότι οι αναλυτές προέβλεπαν αύξηση της τάξης του 0,4%, ίδια δηλαδή με εκείνες του δεύτερου και πρώτου τριμήνου του έτους. Μάλιστα, το τέταρτο τρίμηνο του 2017 η τριμηνιαία ανάπτυξη ήταν της τάξης του 0,7%, δηλαδή τρεις φορές μεγαλύτερη από αυτήν του τρίτου τριμήνου 2018.
Στο σύνολο της Ε.Ε., το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,3% έναντι αύξησης 0,5% το δεύτερο τρίμηνο και 0,4% το πρώτο τρίμηνο του έτους. Κι εδώ οι αναλυτές περίμεναν καλύτερη επίδοση.
Σε ετήσια βάση, δηλαδή το τρίτο τρίμηνο του 2018 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2017, το ΑΕΠ αυξήθηκε 1,7% στην Ευρωζώνη (1,8% ανέμεναν οι αναλυτές) έναντι αύξησης 2,2% το δεύτερο τρίμηνο. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι το τέταρτο τρίμηνο του 2017 το ΑΕΠ «έτρεχε» στην Ε.Ε. με ρυθμό 2,7%.
Είναι προφανές ότι η αρνητική εξέλιξη της ανάπτυξης επηρεάζεται καίρια από την εμπορική πολιτική του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει ανοίξει ταυτόχρονα πολλά μέτωπα, που απειλούν την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη.
Σε αυτά προστίθεται το Brexit, όπου σήμερα κανένας δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα ότι οδεύουμε σε μια συντεταγμένη και όχι σε βίαια έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου στις 29 Μαρτίου 2019. Εάν σε αυτά προστεθεί η ιταλική κρίση, τότε οι αβεβαιότητες είναι πολλές και σίγουρα η πολιτική φθορά της καγκελαρίου Μέρκελ στη Γερμανία δεν βοηθάει στην επίλυση των εσωτερικών προβλημάτων της Ευρωζώνης, ούτε της Ε.Ε.
Όλα τα παραπάνω κάνουν διστακτικούς τους επενδυτές, οι οποίοι προτιμούν να περιμένουν αναβάλλοντας ή περιορίζοντας νέες επενδύσεις και αυτό επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή, στις προβλέψεις που δημοσιοποίησε το καλοκαίρι, εκτιμούσε ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί φέτος στην Ευρωζώνη κατά 2,1%. Στις Βρυξέλλες θεωρούν πολύ πιθανό ότι στις φθινοπωρινές προβλέψεις, που θα δημοσιοποιηθούν στις 8 Νοεμβρίου, η Επιτροπή θα κατεβάσει τον πήχη της ανάπτυξης.
Χθες ο εκπρόσωπος της Κομισιόν απέφυγε να απαντήσει στο ερώτημα εάν τα στοιχεία της Εurostat ανησυχούν τις Βρυξέλλες, ενώ επιχείρησε να δει το ποτήρι μισογεμάτο, δηλαδή επικεντρώνοντας στο γεγονός ότι η Ευρωζώνη αναπτύσσεται συνεχώς εδώ και 23 τρίμηνα. Βέβαια, παρέπεμψε στο τέλος στις προβλέψεις που θα δημοσιοποιήσει η Επιτροπή την προσεχή βδομάδα.
Μια μεγαλύτερη του αναμενομένου επιβράδυνση της ανάπτυξης, εφόσον επιβεβαιωθεί και τα επόμενα τρίμηνα, θα είναι ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη και για την Ελλάδα, η οποία ποντάρει στον τουρισμό και στις ξένες επενδύσεις προκειμένου η οικονομία να συνεχίσει να αυξάνεται με βιώσιμο τρόπο.
Τα ρεκόρ της Γερμανίας
Σε υψηλά εξίμισι ετών εκτοξεύθηκε τον Οκτώβριο ο πληθωρισμός στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, εξέλιξη που στηρίζει τα σχέδια της ΕΚΤ για τερματισμό του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης έως τα τέλη του έτους. Πτώση-ρεκόρ για την ανεργία, υποχωρώντας για πρώτη φορά κάτω από το ψυχολογικό φράγμα του 5%.
Ιδιαίτερα θετικά και τα στοιχεία για την απασχόληση, που ανήλθε σε επίπεδα-ρεκόρ τον Οκτώβριο, ενώ το ποσοστό ανέργων υποχώρησε στο 4,9%, στα χαμηλότερα επίπεδα από την εποχή της επανένωσης, το 1990. Η εποχικά προσαρμοσμένη απασχόληση -σύμφωνα με τα κριτήρια της ILO- αυξήθηκε κατά 557.000, στον αριθμό-ρεκόρ των 45 εκατομμυρίων (στοιχεία Σεπτεμβρίου). Η κυβέρνηση του Βερολίνου προσδοκά ότι ο αριθμός των απασχολουμένων θα αυξηθεί στα 45,3 εκατομμύρια το 2019.