Παρότι η κατάσχεση εις χείρας τρίτων είναι νόμιμη, η δυσλειτουργία του πλαισίου και η έλλειψη συντονισμού οδηγούν σε κατασχέσεις ή στη βεβαίωση βαρών και για συγγενικά πρόσωπα που δεν έχουν οφειλές ή ακόμα, πολλές φορές, παραβιάζονται και λογαριασμοί με λιγότερα από 1.000 ευρώ που έχουν δηλωθεί ως ακατάσχετοι. Τι καταγράφει η ειδική έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη και ποια είναι η αντίδραση της ΑΑΔΕ.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, με θέμα «Κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών για οφειλές προς το δημόσιο», οι κατασχέσεις εις χείρας τρίτων, ιδίως οι κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών, αποτελούν την πλέον διαδεδομένη διαδικασία για την εξασφάλιση της είσπραξης των φορολογικών και ασφαλιστικών εσόδων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 2015 η ΑΑΔΕ προέβη σε περίπου 650.000 κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών, το 2016 ο αριθμός των κατασχέσεων διπλασιάστηκε, το 2017 οι κατασχέσεις υπερέβησαν το 1,7 εκατομμύριο, ενώ έως τον Μάιο του 2018 οι συντελεσθείσες κατασχέσεις έχουν αγγίξει το 1,2 εκατ. Αντίστοιχη είναι και η εικόνα από το ΚΕΑΟ σε ό,τι αφορά κατασχέσεις λογαριασμών για την είσπραξη ασφαλιστικών εισφορών. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι περίπου 4 εκατομμύρια υπόχρεοι ανήκουν στην ομάδα των οφειλετών, είτε προς τη φορολογική διοίκηση, είτε προς την ασφαλιστική, είτε και προς τις δύο, το ενδεχόμενο ενεργοποίησης διαδικασίας κατάσχεσης τραπεζικού λογαριασμού αφορά ανησυχητικά μεγάλη ομάδα του πληθυσμού.
Ο Συνήγορος του Πολίτη υπογραμμίζει ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, η κατάσχεση εις χείρας τρίτων ενεργείται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας ΔΟΥ με κατασχετήριο έγγραφο το οποίο κοινοποιείται στον τρίτο, που στις συνήθεις περιπτώσεις είναι οι τράπεζες, αλλά δεν κοινοποιείται προς τον οφειλέτη. Ο φορολογούμενος συνήθως ανακαλύπτει την δέσμευση των λογαριασμών του όταν επιχειρεί να προβεί σε πράξεις διάθεσης των χρημάτων του. Το πρώτο θέμα που ανακύπτει στην πορεία αυτή λοιπόν είναι η μη ενημέρωση του φορολογούμενου ως προς την διενεργούμενη δέσμευση των τραπεζικών του λογαριασμών από τις φορολογικές αρχές.
Πολίτες προσέρχονται στις ΔΟΥ ως κληρονόμοι μετά τον θάνατο συγγενικών τους προσώπων και επιμελούνται τη διαγραφή των θανόντων από το μητρώο της ΔΟΥ, χωρίς να διαπιστώσουν κάποια οφειλή, καταγράφεται στην έκθεση. Εν συνεχεία, ωστόσο, απειλούνται σε βάρος τους μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης για οφειλές για τις οποίες δεν ενημερώθηκαν από τη ΔΟΥ κατά τη δήλωση του θανάτου. Επί παραδείγματι σε πολίτη ζητήθηκε να καταβάλει οφειλή του αποθανόντος συζύγου της από εκκαθάριση συμπληρωματικής δήλωσης φόρου εισοδήματος, που ο ίδιος είχε υποβάλει λίγο πριν το θάνατό του. Η οφειλή αυτή φαίνεται να έχει βεβαιωθεί στον αποθανόντα μετά από το θάνατό του (σε μη υπαρκτό δηλαδή πρόσωπο) και να έχει συσχετισθεί με τον ΑΦΜ του, ενώ ξεκίνησε να επιβαρύνεται με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Οι κληρονόμοι του, παρά το ότι ήταν καταχωρημένοι στο μητρώο του TAXIS ως κληρονόμοι, δεν είχαν ειδοποιηθεί ποτέ για την ύπαρξη της οφειλής αυτής, παρά μόνο πρόσφατα, οπότε και τους αναζητήθηκε το ποσό της οφειλής με τις αντίστοιχες προσαυξήσεις.
Στον Συνήγορο έχουν κατά καιρούς περιέλθει αναφορές πολιτών σε βάρος των οποίων επιβλήθηκε κατάσχεση σε λογαριασμό μισθοδοσίας. Ειδικότερα, κατασχέθηκαν ποσά που προέρχονταν από μισθούς και συντάξεις, τα οποία εντούτοις τούς είχαν καταβληθεί αναδρομικά από τους εργοδότες τους ή τους ασφαλιστικούς τους φορείς. Οι πολίτες ενημερώθηκαν από την τράπεζά τους ότι κατάσχεται το συνολικό ποσό που περιλαμβάνεται στον τραπεζικό λογαριασμό τους, παρόλο ότι επρόκειτο αποκλειστικά για ποσό μισθού ή σύνταξης, η οποία μηνιαία ανερχόταν σε ποσό μικρότερο του ακατάσχετου ορίου.
Στον Συνήγορο του Πολίτη υποβλήθηκαν αναφορές από γονείς/κηδεμόνες/ δικαστικούς συμπαραστάτες ανηλίκων και ατόμων με αναπηρία (ΑμεΑ), οι οποίοι διαμαρτύρονταν ότι προνοιακά βοηθήματα και επιδόματα τα οποία χορηγούντο σε ανηλίκους/αναπήρους/συμπαραστατούμενους κατασχέθηκαν για οφειλές των γονέων/κηδεμόνων/δικαστικών συμπαραστατών. Η περίπτωση αυτή αποτελεί μια υποπερίπτωση της κατάσχεσης των κοινών λογαριασμών. Ωστόσο η Αρχή δέχθηκε και αναφορές από μοναδικούς δικαιούχους λογαριασμού, στον οποίο επιβλήθηκε κατάσχεση, ενώ στον λογαριασμό αυτόν κατατίθετο το προνοιακό επίδομα ή το ασφαλιστικό βοήθημα. Ο λογαριασμός αυτός δεν ήταν προστατευμένος, επειδή ο δικαιούχος είχε δηλώσει ως προστατευόμενο μόνο το λογαριασμό του μισθού ή της σύνταξης.
Ο Συνήγορος έχει λάβει προφορικές καταγγελίες για κατάσχεση του στεγαστικού επιδόματος στα χέρια του πιστωτικού ιδρύματος, εξαιτίας ληξιπρόθεσμων οφειλών του δικαιούχου-γονέα του φοιτητή και αρνητική στάση της ΔΟΥ ως προς το ενδεχόμενο του περιορισμού της κατάσχεσης, επειδή η φορολογική αρχή υποστηρίζει ότι το επίδομα δεν ορίζεται εκ του νόμου ρητά ως ακατάσχετο, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10, παρ. 1 και 5 του Ν. 3220/2004, το επίδομα δεν κατάσχεται, χορηγείται ολόκληρο χωρίς καμία κράτηση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου και δεν υπόκειται σε φορολογία.
Τα σφάλματα τα οποία εμφιλοχωρούν στη διαδικασία, είτε με την μορφή αριθμητικού λάθους, είτε με την μορφή καθυστέρησης ευθυγράμμισης με τροποποιήσεις της νομοθεσίας, συχνά δεν διορθώνονται παρά μόνο με προσφυγή στην δικαιοσύνη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον φορολογούμενο, υπογραμμίζει ο θεσμός, τονίζοντας πως ακόμη και εάν υπάρξει παραδοχή ενός σφάλματος, η φορολογική ή η κοινωνικοασφαλιστική διοίκηση δεν επιστρέφει στους πολίτες τα εξ αυτού παρακρατηθέντα ποσά, αλλά τα συμψηφίζει με υπάρχουσες οφειλές.
Το κύριο συμπέρασμα της έκθεσης είναι πως η υπέρμετρη χρήση καταδιωκτικών μέτρων, κυρίως σε βάρος των οικονομικά αλλά και κοινωνικά πλέον ευάλωτων ομάδων, δηλαδή των μισθοσυντήρητων, των συνταξιούχων, των αγροτών, των ΑμεΑ, των φοιτητών, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των οποίων η οικονομική αντοχή έχει εξαντληθεί από την μακρόχρονη οικονομική κρίση, δεν πρόκειται να επιλύσει ουσιαστικά την χαμηλή εισπραξιμότητα των δημοσίων εσόδων: «Η Πολιτεία οφείλει να διερευνήσει και να αναδείξει λύσεις που θα δώσουν στους φορολογούμενους τη δυνατότητα να αυξήσουν τα εισοδήματά τους, μέσα σε ένα κλίμα ανάπτυξης και οικονομικής ασφάλειας, ώστε να δύνανται εν τοις πράγμασι να αποπληρώσουν τις οφειλές τους. Και τότε θα το πράξουν».
Πρότυπη φορολογική διοίκηση υπόσχεται η ΑΑΔΕ
Η είσπραξη των φορολογικών εσόδων από το Δημόσιο με εκούσια μέσα αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, επιδίωξη της οποίας παραμένει η δημιουργία μιας πρότυπης φορολογικής διοίκησης, επισήμανε ο διοικητής της ΑΑΔΕ Γιώργος Πιτσιλής κατά τον χαιρετισμό του στη χθεσινή εκδήλωση για την παρουσίαση της Ειδικής Έκθεσης του Συνηγόρου του Πολίτη «Κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών για οφειλές προς το Δημόσιο».
«Σε κανέναν δεν αρέσει να δεσμεύονται λογαριασμοί» και για τον λόγο αυτό πάντα υπάρχει έγκυρη και επαρκής ενημέρωση των οφειλετών, ώστε να αποφεύγεται το στοιχείο του αιφνιδιασμού, υποστήριξε ο κ. Πιτσιλής.
Άλλο είναι το πλήθος των κατασχέσεων και άλλο το πλήθος των οφειλετών και γι’ αυτό το 2017 επιβλήθηκαν 1,6 εκατ. ευρώ ηλεκτρονικές κατασχέσεις σε 312.000 οφειλέτες, σημείωσε, υπογραμμίζοντας ότι από το τέλος του 2017 οι υπηρεσίες συμβουλεύονται το σύστημα μητρώου τραπεζικών λογαριασμών και ότι απεικονίζεται αισθητή μείωση των κατασχέσεων το 2018.
Αξίζει να σημειωθεί ότι έως το τέλος Σεπτεμβρίου 2018, ανέφερε ο διοικητής της ΑΑΔΕ, το παλαιό και το νέο χρέος υπολογίζεται περίπου στα 4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων:
- ποσά ύψους μέχρι 3.000 ευρώ αφορούσαν το 7,3% του παλαιού χρέους, ενώ το 18% αφορά το νέο ληξιπρόθεσμο χρέος
- για οφειλές πάνω από 50.000 ευρώ η συμβολή αυτών είναι πάνω από 50% στο παλιό χρέος και στο νέο χρέος πάνω από 55%.
Αριθμητικά, οι οφειλέτες που έχουν χρέος μέχρι 3.000 ευρώ είναι 993.743 στο παλαιό χρέος και 1.322.900 στο νέο ληξιπρόθεσμο χρέος.
Σε κάθε περίπτωση για την αλλαγή της εικόνας αυτής, τόνισε ο κ. Πιτσιλής, επιχειρούνται μακροπρόθεσμες στρατηγικές για τη φορολογική συμμόρφωση και σε αυτό το πλαίσιο διευρύνεται η εφαρμογή ηλεκτρονικών μέσων και εφαρμογών όπως η ηλεκτρονική ρύθμιση για οφειλές και η διεύρυνση της ηλεκτρονικής φορολογικής ενημερότητας.
Νέο τηλεφωνικό κέντρο στην ΑΑΔΕ
Η ΑΑΔΕ στο μεταξύ προχώρησε στην κατάργηση των επιμέρους τηλεφωνικών γραμμών της Διεύθυνσης Εφαρμογής Έμμεσης Φορολογίας της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης και στην αντικατάστασή τους από σύγχρονο τηλεφωνικό κέντρο με μενού επιλογών.
Για την καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών και των υπηρεσιών της ΑΑΔΕ, βρίσκεται ήδη σε λειτουργία το νέο τηλεφωνικό κέντρο της Διεύθυνσης Εφαρμογής Έμμεσης Φορολογίας, με αριθμό κλήσης το 213 212 2400.
Οι γραμμές που καταργούνται είναι οι ακόλουθες: 210 3645177, 210 3646252, 210 3627747, 210 3645615, 210 3645378, 210 3627717, 210 3645832, 210 3645848, 210 3645869, 210 3642859, 210 3375169, 210 3604308, 210 3642570, 210 3644781, 210 3642922, 210 3602480.