Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Να δημιουργηθεί ένα ελαστικότερο πλαίσιο σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις για τα νέα «κόκκινα» δάνεια συνεχίζουν να επιδιώκουν οι χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πλαίσιο αυτό μπορεί να αυξήσει τον αριθμό των ετών διαγραφής των νέων «κόκκινων» δανείων τα οποία δεν φέρουν διασφάλιση, από δύο σε τρία έτη. Με τον τρόπο αυτόν θα σταματήσει η επικείμενη κεφαλαιακή ασφυξία στον πιστωτικό τομέα κάποιων χωρών που σε ορισμένες περιπτώσεις -όπως στη χώρα μας- θα έχει ως αποτέλεσμα την αναχαίτηση των νέων χορηγήσεων.
Το ζήτημα φαίνεται να γίνεται εξόχως πιεστικό για κάποιες κράτη-μέλη όπως η Ελλάδα ή η Ιταλία, με μεγάλους όγκους μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, καθώς από τη μία οι τράπεζες των χωρών αυτών επιχειρούν να καθαρίσουν τα μεγάλα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των χαρτοφυλακίων τους από το παρελθόν, ενώ από την άλλη πρέπει να ετοιμαστούν για τις διατάξεις του Addendum που ισχύουν ήδη από την 1η Απριλίου του 2018.
Ελαστικότητα
Σύμφωνα με τηλεγράφημα του Bloomberg η Ευρωπαϊκή Ένωση ενδέχεται να επιδείξει μεγαλύτερη ελαστικότητα στην ταχύτητα εφαρμογής των νέων κανονισμών για το ύψος των προβλέψεων που θα πρέπει να έχουν εξασφαλίσει οι τράπεζες για να αντιμετωπίζουν τα νέα επισφαλή δάνειά τους. Διπλωμάτες των χωρών της Ε.Ε., οι οποίοι διαπραγματεύονται το ζήτημα, αναζητούν ένα συμβιβασμό που θα εξασφάλιζε στις τράπεζες χρονικό περιθώριο τριών ετών για να καλύψουν τα μη εξασφαλισμένα ανοίγματά τους, σύμφωνα με έγγραφο που έχει δει το Bloomberg.
Ζήτημα ανάπτυξης
Η Ε.Ε. επιδιώκει να διευθετηθεί το πρόβλημα των επισφαλών δανείων ύψους 860 δισ. ευρώ, στο οποίο αποδίδεται η δυσκολία διάθεσης ρευστότητας στις επιχειρήσεις και η καθυστέρηση της ανάπτυξης. Ορισμένα κράτη-μέλη θεωρούν πως χρειάζονται τροποποιήσεις για να εναρμονιστούν τα χρονικά περιθώρια με τον βηματισμό των δικαστικών τους συστημάτων. Από τη στιγμή που οι εθνικές κυβερνήσεις καταλήξουν σε συμβιβασμό, θα πρέπει να υποβάλουν την τελική εκδοχή των νέων κανόνων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που επίσης επεξεργάζεται το ζήτημα.
Όπως παρατηρούν έγκυροι τραπεζικοί παράγοντες, είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιδιώκεται η μείωση ενός τεράστιου όγκου «κόκκινων» δανείων και συγχρόνως να απαιτούνται τόσο υψηλές προβλέψεις ιδιαίτερα στα δάνεια χωρίς εγγυήσεις. Και επειδή ως τέτοια λογίζονται κυρίως πολλά επιχειρηματικά δάνεια που είναι και αυτά που κινούν τις οικονομίες των χωρών-μελών, υπάρχει η σκέψη τα 2 χρόνια για τη διαγραφή των «κόκκινων» ανεγγύητων δανείων να ανέλθουν σε 3.
Βεβαίως κάτι τέτοιο απαιτεί και την έγκριση του SSM, ο οποίος δύο μήνες πριν τουλάχιστον δεν εμφανιζόταν τόσο πρόθυμος να ελαστικoποιήσει το πλαίσιο. Ωστόσο άλλοι ευρωπαϊκοί θεσμοί επιμένουν.
Καθώς όμως οι αυξημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις από την πλευρά της ΕΚΤ προς όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες αποτελούν ήδη ένα πρόβλημα, είναι πολύ πιθανόν να απαιτηθεί το παραπάνω αντιστάθμισμα.
Στη χώρα μας
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, οι νέοι φιλόδοξοι στόχοι των NPΕ’s, σε συνδυασμό με τα πιθανά νέα «κόκκινα» δάνεια, μπορούν να διαμορφώσουν ένα ασφυκτικό πακέτο, αν σκεφθεί κανείς πως τα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών πιέζονται από τις διαγραφές «κόκκινων» δανείων μέσω πώλησης.
Ας σημειωθεί πως για κάθε περίπου 1 δισ. ευρώ «κόκκινα» δάνεια που διαγράφονται, ισόποσα κεφάλαια απαιτούνται από τις τράπεζες.
Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, ο στόχος είναι να μειωθούν τα NPEs κατά 50 δισ. ευρώ για την περίοδο από τον Ιούνιο του 2018 έως τον Δεκέμβριο του 2021, ώστε τελικώς να διαμορφωθούν στα 38 δισ. ευρώ, κάτι το οποίο συνιστά μια μείωση της τάξης του 43%, με δεδομένο πως τον Ιούνιο του 2018 τα «κόκκινα» δάνεια ήταν 88 δισ. ευρώ.
Πάντως η ΕΚΤ θα συζητήσει με τις τράπεζες τις εξελικτικές τους προβλέψεις σε σχέση με τη διαδικασία του addendum, αφού αυτές οι προβλέψεις θα αποτελέσουν κομμάτι των αποτελεσμάτων του SREP (διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης) το 2021.