Έλλειμμα μιας σοβαρής και ορθολογικής κατανομής των πεπερασμένων δημόσιων πόρων της χώρας μας διαπιστώνει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), ενώ διερωτάται «που κατευθύνονται τελικά τα έσοδα από την υπερφορολόγηση εργαζομένων και επιχειρήσεων;».
Όπως αναφέρει στο εβδομαδιαίο οικονομικό του δελτίου, η κατανομή των εσόδων του κράτους στην παραγωγή δημοσίων αγαθών (παιδεία, υγεία, άμυνα, κοινωνική προστασία, κλπ.) αποτυπώνονται στον προϋπολογισμό και σκιαγραφούν τις αναπτυξιακές και κοινωνικές προτεραιότητες της χώρας μας. Τονίζει, δε, ότι συγκρίνοντας την Ελλάδα με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναδεικνύονται οι αντίστοιχες προτεραιότητες που θέτει κάθε χώρα στα διάφορα δημόσια αγαθά.
«Οι αποκλίσεις αναδεικνύουν το έλλειμμα μιας σοβαρής και ορθολογικής κατανομής των πεπερασμένων δημόσιων πόρων της χώρας μας», υπογραμμίζει ο ΣΕΒ. Έτσι, όπως αναφέρει, στην υγεία και την παιδεία αφιερώνουμε μόνο το 9,9% και το 8,6% του προϋπολογισμού μας αντιστοίχως (15,3% και 10,2% στην ΕΕ-28), ενώ χαμηλές είναι και οι δαπάνες για οικογένεια και παιδιά (1,3% στην Ελλάδα έναντι 3,8% στην ΕΕ-28), καθώς και για ανέργους (1,0% στην Ελλάδα έναντι 2,8% στην ΕΕ-28).
Παράλληλα, συνεχίζει ο ΣΕΒ, στις γενικές υπηρεσίες (διαχείριση προσωπικού, στατιστικές υπηρεσίες, μηχανογραφικά κέντρα, διαχείριση κτιρίων και αυτοκινήτων, διαχείριση προμηθειών, κλπ.) κατευθύνεται το 7,1% των δαπανών του προϋπολογισμού (2,2% στην ΕΕ-28), υποδηλώνοντας μάλλον την έμφαση στην απασχόληση υπαλλήλων γενικότερων καθηκόντων και όχι υψηλότερων εξειδικεύσεων.
Σε άλλους τομείς, όμως, όπως παρατηρεί ο Σύνδεσμος, ξοδεύουμε περισσότερα. Στην άμυνα ξοδεύουμε το 4,3% του προϋπολογισμού (2,9% στην ΕΕ-28) και στη δημόσια τάξη και ασφάλεια το 4,4% (3,7% στην ΕΕ-28). Στο περιβάλλον ξοδεύουμε το 3,2% του προϋπολογισμού (1,6% στην ΕΕ-28). Τέλος, στην κοινωνική προστασία ξοδεύουμε κάτι παραπάνω (41,5% στην Ελλάδα έναντι 41,2% στην ΕΕ-28), με υψηλότερα ποσοστά σε συντάξεις γήρατος και χηρείας και χαμηλότερα ποσοστά σε κοινωνικές παροχές (ασθένεια και αναπηρία, οικογενειακά επιδόματα, ανεργία, φτώχεια, κλπ.).
Όπως επισημαίνει ο ΣΕΒ, «προκύπτει συνεπώς ότι δεν στηρίζουμε αρκετά αυτούς που κάνουν οικογένεια και είναι σε παραγωγική ηλικία για να εργαστούν, δηλαδή να δημιουργήσουν φορολογητέα ύλη».
Παρατηρεί επίσης ότι «οι αριθμοί δεν λένε τίποτα για την ποιότητα των υπηρεσιών. Εν προκειμένω, τα δημόσια αγαθά για να παραχθούν, πέραν των πληρωμών για δημόσιες επενδύσεις, τόκους του δημοσίου χρέους και παροχές κοινωνικής προστασίας (συντάξεις, επιδόματα, κ.ά.), απαιτούν βασικά μισθούς και προμήθειες αγαθών και υπηρεσιών (μη μισθολογικές δαπάνες λειτουργίας)».
Όπως τονίζεται στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο του ΣΕΒ, οι δαπάνες λειτουργίας το 2016 ανήλθαν σε 30 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 21,6 δισ. για μισθούς και 8,4 δισ. για μη μισθολογικές δαπάνες. Η συμμετοχή των μη μισθολογικών δαπανών στο σύνολο των δαπανών λειτουργίας του κράτους (μισθοί και προμήθειες) ανέρχεται σε 28% στην Ελλάδα έναντι 37% στην ΕΕ-28.
«Δηλαδή για να λειτουργήσει το κράτος στην Ελλάδα, σε κάθε 100 που ξοδεύονται, 72 πάνε σε μισθούς και 28 σε αναλώσιμα. Όταν ξοδεύονται τα ίδια 100 στην Ευρώπη, 63 γίνονται μισθοί και 37 αναλώσιμα» τονίζει ο ΣΕΒ και συμληρώνει: «Και επειδή οι μισθοί των υπαλλήλων της Γενικής Κυβέρνησης (μικτά, δηλαδή με τις εισφορές των εργαζομένων) είναι μικρότεροι στην Ελλάδα (1.600 ευρώ τον μήνα) απ’ ό,τι στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2.400 το μήνα, σε 16 από τις 28 χώρες για τις οποίες υπάρχουν στοιχεία), και το κόστος των αναλώσιμων είναι θεωρητικά περίπου το ίδιο (ενιαία αγορά/ευρωζώνη), γεννάται το ερώτημα “που κατευθύνονται τελικά τα έσοδα από την υπερφορολόγηση εργαζομένων και επιχειρήσεων;”».
Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί στην Ελλάδα το Δημόσιο χρησιμοποιεί περισσότερους μισθούς (υπαλλήλους) και λιγότερες προμήθειες (αναλώσιμα) απ’ ό,τι το Δημόσιο στην Ευρώπη;», είναι σύμφωνα με τον ΣΕΒ ότι «το ελληνικό δημόσιο έχει μικρότερη παραγωγικότητα από το ευρωπαϊκό δημόσιο (απασχολεί δηλαδή περισσότερους υπαλλήλους) και, ενδεχομένως, ως εκ τούτου, παρέχει χαμηλότερη ποιότητα υπηρεσιών».
Όσον αφορά τα στοιχεία για την παραγωγικότητα/ποιότητα των δαπανών λειτουργίας του κράτους, οι αριθμοί προκαλούν εύλογες απορίες, σύμφωνα με τον ΣΕΒ. Όπως εξηγεί, το ποσοστό μη μισθολογικών δαπανών στο σύνολο μισθών και μη μισθολογικών δαπανών, στην Ελλάδα και στην ΕΕ-28 αντιστοίχως, επιλεκτικά ανέρχεται στην άμυνα σε 19,5% (40,2% στην ΕΕ-28), την αστυνομία σε 6,1% (17,5% στην ΕΕ-28), την πυροσβεστική σε 6,3% (29% στην ΕΕ-28), τα δικαστήρια σε 1,5% (35,5% στην ΕΕ-28), τις φυλακές σε 9,1% (34,2% στην ΕΕ-28), τα νοσοκομεία σε 41,6% (39,3% στην ΕΕ-28), τα νηπιαγωγεία και τα δημοτικά σχολεία σε 1,5% (16,3% στην ΕΕ-28), τα γυμνάσια και τα λύκεια σε 0,1% (15,7% στην ΕΕ-28), τα πανεπιστήμια σε 28% (27% στην ΕΕ-28), το φωτισμό των δρόμων σε 51,3% (93,8% στην ΕΕ-28), κ.ο.κ.
Ο ΣΕΒ καταγγέλλει ότι σε πολλούς βασικούς τομείς, το κράτος υπολειτουργεί, παρέχοντας χαμηλής ποιότητας υπηρεσίες στους πολίτες. Όπως αναφέρει, «στα νοσοκομεία, χρησιμοποιούμε ακόμη περισσότερα αναλώσιμα από μισθούς, απ’ ό,τι στην ΕΕ-28, παρόλο που τα αναλώσιμα στο σύνολο των δαπανών λειτουργίας, έχουν μειωθεί από 55,5% (37,5% στην ΕΕ-28) το 2009 σε 41,6% ( 39,3% στην ΕΕ-28) το 2016. Η τεράστια αυτή περικοπή δαπανών στη διαχείριση των νοσοκομείων εισπράττεται από την κοινωνία ως κατάρρευση στην παροχή υπηρεσιών υγείας, ακριβώς διότι δεν συνοδεύτηκε από βελτίωση της παραγωγικότητας των νοσοκομείων. Η υποβάθμιση της ποιότητας, μάλιστα, ενισχύεται και από τη μεγάλη υποστελέχωση των νοσοκομείων, καθώς λόγω της μείωσης των εισοδημάτων του ιατρικού προσωπικού υπήρξε φυγή ιατρών προς το εξωτερικό».
Συνεχίζοντας, ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι στον φωτισμό, στα 100 ευρώ τα 94 ευρώ είναι λάμπες και τα 6 ευρώ μισθοί στην ΕΕ-28, ενώ στην Ελλάδα η αναλογία είναι 50/50 περίπου. «Στην Ιρλανδία, ιδιωτική εταιρεία έχει αναλάβει τη συντήρηση 250.000 σημείων φωτισμού στους δρόμους, με ανάθεση από 25 φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης, χρησιμοποιώντας 120 υπαλλήλους σε 8 περιφερειακές εγκαταστάσεις!», συμπληρώνει.
Αναφέρει επίσης ότι τα στοιχεία για τη δικαιοσύνη και την παιδεία είναι ακόμη πιο χαρακτηριστικά. «Και επειδή λεφτά δεν υπάρχουν, απαιτείται να αυξηθεί η παραγωγικότητα, όσο δύσκολο και αν αυτό ακούγεται, και να ξαναστήσουμε το δημόσιο σε σύγχρονες και πιο στέρεες βάσεις. Με τα ίδια λεφτά, το Δημόσιο εάν επιλέξει να προσλαμβάνει λιγότερους, αλλά περισσότερο καταρτισμένους, υπαλλήλους, μπορεί να τους προσφέρει αφενός υψηλότερες αμοιβές και αφετέρου να τους βάλει να εργαστούν με καλύτερη υλικοτεχνική υποδομή, ώστε να είναι πιο παραγωγικοί και να προσφέρουν καλύτερη ποιότητα υπηρεσιών».
Κατά τον Σύνδεσμος, «στην προσαρμογή με τα Μνημόνια, οι περικοπές των δαπανών που στόχευαν στη μείωση των ελλειμμάτων που χρεοκόπησαν τη χώρα, δεν οδήγησαν κατά κανόνα (πέραν των αθρόων συνταξιοδοτήσεων που δεν επηρεάζουν συνολικά τις δαπάνες) σε μείωση προσωπικού στο δημόσιο (για να μην οξυνθεί το πρόβλημα της ανεργίας), αλλά σε μείωση των λοιπών δαπανών (συντήρηση, αναλώσιμα, κλπ.). Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε πληθώρα υπαλλήλων χωρίς, όμως, να τους δίνουμε τη δυνατότητα να παράγουν ποιοτικό έργο, με αποτέλεσμα τεράστιες ελλείψεις, κυρίως στις υποδομές κ.ο.κ., που μένουν χωρίς συντήρηση και απαξιώνονται».
«Η διατήρηση της απασχόλησης στο δημόσιο αντικατοπτρίζεται στην απώλεια της ποιότητας στα παραγόμενα δημόσια αγαθά. Αντίθετα, στον ιδιωτικό τομέα, όπου η μείωση της ποιότητας δεν ήταν επιλογή, μειώθηκε η απασχόληση. Η αναντιστοιχία μεταξύ υπερβολικά υψηλών φόρων και χαμηλής ποιότητας δημόσιων αγαθών στρέφει ακόμη περισσότερους φορολογούμενους στην φοροαποφυγή που με τη σειρά της εξωθεί την Πολιτεία σε νέους φόρους για την κάλυψη των δημοσιονομικών κενών. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος που υπονομεύει τις νέες επενδύσεις και την ανάπτυξη σε υγιείς βάσεις, και ταυτόχρονα απαξιώνει τα δημόσια αγαθά και τη βελτίωση της συλλογικής ευημερίας. Είναι ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης για τους πλέον αδύναμους συμπολίτες μας και βιώσιμης ανάπτυξης για όλους τους υπόλοιπους να υπάρξει επιτέλους πραγματική ανταποδοτικότητα στα δημόσια αγαθά που καταναλώνουμε βάσει των φόρων που πληρώνουμε!», καταλήγει ο ΣΕΒ.