Από την έντυπη έκδοση
Οι δαπάνες για τον χώρο της εκπαίδευσης θα περιοριστούν στα 7,316 δισ. ευρώ το 2019 από 7,36 δισ. ευρώ το 2018 και θα διαμορφωθούν στο 3,8% του ΑΕΠ από 4% που ήταν το 2018. Οι δαπάνες για την υγεία θα αυξηθούν ως απόλυτο ποσό στα 9,118 δισ. ευρώ από 8,956 δισ. ευρώ, αλλά ως ποσοστό του ΑΕΠ θα περιοριστούν στο 4,8% από 4,9%. Όσο για τις δαπάνες απασχόλησης, θα ενισχυθούν στo 1,08 δισ. ευρώ ή στο 0,6% του ΑΕΠ για το 2019 από 976 εκατ. ευρώ ή 0,5% του ΑΕΠ το 2018.
Τα στοιχεία για τις τρεις βασικές κατηγορίες των δημοσίων δαπανών και την πρόβλεψη μεταβολής τους κατά το επόμενο έτος περιλαμβάνονται στο προσάρτημα που κατέθεσε χθες το υπουργείο Οικονομικών στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκειμένου να ενσωματωθεί στο προσχέδιο του προϋπολογισμού. Στο προσάρτημα ενσωματώνεται αναλυτικός πίνακας με τα προτεινόμενα από την ελληνική κυβέρνηση μέτρα για το επόμενο έτος, ενώ γίνεται και η κοστολόγηση ως ποσοστό του ΑΕΠ. Υπενθυμίζεται ότι ο ελληνικός προϋπολογισμός «πέρασε» από την Κομισιόν, που δεν ζήτησε τροποποιήσεις, με την κυβέρνηση να εκτιμά ότι η εξέλιξη ανάβει πράσινο στο να καταργηθεί το μέτρο των μειώσεων στις συντάξεις.
Δύο βασικές αλλαγές
Συγκριτικά με τα όσα είχαν αναγραφεί και ενσωματωθεί στο προσχέδιο του προϋπολογισμού που κατατέθηκε την 1η Οκτωβρίου στη Βουλή, δύο είναι οι βασικές αλλαγές:
* Πρώτον, αυξήθηκε το κονδύλι για το επίδομα ενοικίου από τα 150 στα 200 εκατ. ευρώ. Όπως είχε σημειώσει και η «Ν», η ελληνική πλευρά στις διαβουλεύσεις με τους θεσμούς επιδιώκει να ανεβάσει όσο το δυνατόν υψηλότερα τον πήχη του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2019, προκειμένου να ενισχύσει τον προϋπολογισμό του επιδόματος. Και αυτό διότι στα αντίμετρα του μεσοπρόθεσμου το μέτρο έχει ενσωματωθεί με προϋπολογισμό 600 εκατ. ευρώ, προκειμένου να καλύψει 600.000 νοικοκυριά. Με τα τωρινά δεδομένα, η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να αναθεωρήσει τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια προκειμένου ο αριθμός των δικαιούχων να περιοριστεί στα 200.000 νοικοκυριά.
* Δεύτερον, μειώθηκε το κόστος του μέτρου της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών για ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους. Πρόκειται για την εξαγγελία της κυβέρνησης για μείωση του συντελεστή υπολογισμού των εισφορών για κύρια σύνταξη στο 13,33% από 20% που είναι σήμερα και της καταβολής των ελάχιστων εισφορών των 64,5 ευρώ για επικουρική ασφάλιση και εφάπαξ. Το σχετικό κονδύλι αναπροσαρμόστηκε από τα 229 εκατ. ευρώ στα 177 εκατ. ευρώ. Όπως αναφέρεται, αυτό δεν οφείλεται σε κάποια αλλαγή επί του μέτρου, αλλά στο γεγονός ότι έχει αυξηθεί ο συντελεστής εισπραξιμότητας των ασφαλιστικών εισφορών, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται αρνητικά το κόστος του μέτρου.
Κοστολόγηση των μέτρων
Όπως αναφέρεται, το κόστος από τη διατήρηση των συντάξεων στο ύψος τους διατηρείται στο 1,09% του ΑΕΠ (περίπου 2 δισ. ευρώ) επειδή λαμβάνεται υπ' όψιν η θετική επίπτωση στα έσοδα από τον φόρο στο εισόδημα και την περιουσία (σ.σ.: όσο περισσότερα δηλώνουν οι συνταξιούχοι τόσο μεγαλύτερες είναι και οι εισπράξεις από φόρους).
Το «μικτό» κόστος του μέτρου εκτιμάται στο 1,56% του ΑΕΠ. Εξοικονόμηση της τάξεως του 0,75% εκτιμάται ότι θα προέλθει από τη μη ενεργοποίηση των αντίμετρων που δεν ενσωματώνονται στις εξαγγελίες του πρωθυπουργού. Όπως αναφέρεται, δεν θα προχωρήσει μέσα στο 2019 η επέκταση του προγράμματος για τα σχολικά γεύματα, η μείωση της συμμετοχής στη φαρμακευτική δαπάνη ειδικά για τους συνταξιούχους, η δημιουργία νέων παιδικών σταθμών κ.λπ. Επίσης, δεν θα υλοποιηθεί η αύξηση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων κατά 300 εκατ. ευρώ που είχε προγραμματιστεί, κάτι που επίσης θα φέρει εξοικονόμηση της τάξεως του 0,16%.
Στα προτεινόμενα μέτρα έχει συμπεριληφθεί και η πρόθεση της κυβέρνησης να μειωθεί ο συντελεστής φορολόγησης των επιχειρήσεων από το 29% στο 25% μέχρι το 2022, όπως και να μειωθεί ο συντελεστής φορολόγησης των μερισμάτων από το 15% στο 10% επίσης μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα. Το μέτρο αναμένεται να επιβαρύνει δημοσιονομικά τους προϋπολογισμούς του 2020 και μετά.