Από την έντυπη έκδοση
Του Αντώνη Τσιμπλάκη
[email protected]
Η τουριστική «άνοιξη» της Αθήνας φέρνει ξανά στο προσκήνιο τις ελλείψεις υποδομών της πρωτεύουσας για υψηλής ποιότητας τουρισμό. Τα νέα ξενοδοχεία, τόσο στο κέντρο της πόλης όσο και στα προάστια, ξεπηδούν το ένα μετά το άλλο, και καταγράφουν μεγάλες πληρότητες, ενώ παράλληλα και τα ακίνητα που ενοικιάζονται με βραχυχρόνιες συμβάσεις πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο.
Για να κάνει η πόλη το επόμενο βήμα και να εκτιναχθεί στο παγκόσμιο τουριστικό στερέωμα, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει σύσσωμη η τουριστική κοινότητα, είναι αναγκαίες υποδομές που θα φέρουν στην Αθήνα όχι απαραίτητα περισσότερους, αλλά με μεγαλύτερα εισοδήματα ξένους επισκέπτες. Υποδομές όπως είναι η κατασκευή ενός μεγάλου συνεδριακού κέντρου στην πόλη, το οποίο θα έχει τη δυνατότητα να καλύψει τις ανάγκες πολύ μεγάλων συνεδρίων, τα οποία σήμερα δεν έχουμε τη δυνατότητα να φιλοξενήσουμε.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η «Ν», καταγράφεται αύξηση τουλάχιστον 15% σε αριθμό διεθνών συνεδρίων και επιχειρηματικών συναντήσεων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη την περίοδο 2017-2020. Ωστόσο, η αύξηση θα μπορούσε να είναι ακόμα μεγαλύτερη και ιδιαίτερα στο κομμάτι των εσόδων αν είχαμε ως χώρα τη δυνατότητα να διεκδικήσουμε τα μεγαλύτερα σε συμμετέχοντες συνέδρια.
Για να καλυφθούν ανάγκες μεγαλύτερων συνεδρίων είναι απαραίτητο συνεδριακό κέντρο με κεντρική αίθουσα τουλάχιστον 3.000 ατόμων, τουλάχιστον 35 παράλληλες αίθουσες και κατ’ ελάχιστον 8.000 - 10.000 τ.μ. εκθεσιακού χώρου.
Σήμερα κεντρική αίθουσα για περισσότερα από 2.000 άτομα δεν έχει ούτε η Αθήνα, αλλά ούτε και η Θεσσαλονίκη.
Στην ουσία μόνο το Metropolitan Expo μπορεί να χωρέσει μεγάλα διεθνή συνέδρια, αλλά με τη μεγάλη δυσκολία ότι είναι μακριά από το κέντρο της Αθήνας.
Οι εκθέσεις
Σύμφωνα με τις πληροφορίες της «Ν», η Αθήνα έχει κερδίσει ήδη μια μεγάλη έκθεση με συνολικά 4.000 συμμετέχοντες για το 2022 σε όλα τα event στο Μέγαρο Μουσικής, ενώ θα χρησιμοποιηθούν όλες οι διαθέσιμες αίθουσες, ενώ ανάλογες απαιτήσεις και κατασκευές νέων αιθουσών προϋποθέτει σύμφωνα με τις πληροφορίες της «Ν» και η έκθεση IFLA που είναι προγραμματισμένη για το 2019.
Επιπλέον είναι στην τελική φάση ανάθεσης και διεκδικούνται άλλα τρία-τέσσερα διεθνή συνέδρια μέχρι και το 2024, τα οποία θα χρειαστεί να διαθέσουν επιπλέον αίθουσες πέρα από το σύνολο των αιθουσών που μπορεί να διαθέσει το Μέγαρο Μουσικής.
Την ίδια στιγμή, πάντως, τουλάχιστον 15 διεθνείς επιτροπές με συνέδρια μεγέθους από 4.000-15.000 συμμετέχοντες έχουν αποκλείσει την Αθήνα ως συνεδριακό προορισμό λόγω έλλειψης χωρητικότητας. Έχει αλλάξει δηλαδή ο τρόπος που βλέπουν την ελληνική πρωτεύουσα στο εξωτερικό και από την περίοδο που την είχαν βγάλει από τον χάρτη βρισκόμαστε τώρα στην περίοδο που όλοι την έχουν στις επιλογές τους, αλλά εμείς πλέον δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε στο 100%.
Για παράδειγμα η ESHRE που χρειάζεται κεντρική αίθουσα για 3.000 συμμετέχοντες, καθώς και ακόμα πέντε αίθουσες των 2.000 ατόμων και 12.000 τ.μ. εκθεσιακό χώρο.
Και το Congress of the European Association of Urology -EAU, το οποίο το παρακολουθούν περί των 13.500 ανθρώπων χρειάζεται κεντρική αίθουσα με 2.500 κόσμο και 19 επιπλέον αίθουσες.
Αλλά και την EULAR με περί τους 15.000 συμμετέχοντες. Χρειάζεται κεντρική αίθουσα με 3.200 άτομα χωρητικότητα και 11 επιπλέον αίθουσες από 150 μέχρι 1.100 άτομα.
Μια ακόμα χαρακτηριστική περίπτωση είναι η EADV με ανάγκες για κεντρική αίθουσα 3.500 ατόμων και εκθεσιακό χώρο 8.000 τ.μ., όπως και το World Congress of Gastroenterology -GASTRO-, με ανάγκες για κεντρική αίθουσα με χωρητικότητα πάνω από 3.000 θέσεις.
Ανοδική τάση
Η Ελλάδα κερδίζει έδαφος και κατατάσσεται πλέον στους 25 πιο δημοφιλείς προορισμούς παγκοσμίως, με την Αθήνα να ακολουθεί αυξητικές τάσεις και να διατηρεί πλέον την 25η θέση ανάμεσα στις πιο δημοφιλείς πόλεις για συνέδρια παγκοσμίως και τη 17η θέση στην Ευρώπη. Αξιοσημείωτη άνοδο παρουσίασε και η συμπρωτεύουσα, η οποία έκανε άλμα 39 θέσεων και το 2016 κατετάγη στην 53η θέση από την 98η που ήταν το 2015. Τις επισημάνσεις αυτές έκανε η πρόεδρος του HAPCO Ειρήνη Τόλη, ανοίγοντας τις εργασίες του συνεδρίου.
Αποτελεί μια από τις βασικές πηγές εσόδων για την τοπική οικονομία, αλλά και για ολόκληρη τη χώρα, καθώς -σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του ICCA- ένα μέσο συνέδριο περίπου 500-1.000 ατόμων αποφέρει στην τοπική οικονομία 1 εκατ. ευρώ, ενώ ο κάθε σύνεδρος υπολογίζεται ότι ξοδεύει κατά την τριήμερη παραμονή του στη χώρα το ποσό των 1.900 ευρώ, δαπάνη πολλαπλάσια από την αντίστοιχη ενός απλού επισκέπτη. Μόνο για σίτιση και διαμονή ξοδεύουν περί τα 1.000 ευρώ ανά άτομο.