Αμερικανικές και παγκόσμιες αγορές ακολουθούν δρόμους αντίθετους, με την απόκλισή τους να είναι η μεγαλύτερη εδώ και τουλάχιστον 30 χρόνια, όπως υπολογίζει η Credit Suisse. Αυτό, σύμφωνα με την ελβετική τράπεζα, σημαίνει ότι το πολυετές ράλι και η κυριαρχία των αμερικανικών μετοχών φτάνουν στο τέλος τους.
«Το χάσμα απόδοσης ανάμεσα στις αμερικανικές και τις μη αμερικανικές μετοχές είναι ένα από τα μεγαλύτερα των τελευταίων τουλάχιστον τριάντα ετών» γράφουν οι αναλυτές της Credit Suisse. «Η περίοδος της υπεραπόδοσης φτάνει στο τέλος της» προσθέτουν.
Σημεκώνεται ότι ο δείκτης αμερικανικών μετοχών MSCI US Ιndex καταγράφει άνοδο από τις αρχές του έτους, όταν ο παγκόσμιος δείκτης (πλην ΗΠΑ) MSCI World ex US Index παρουσιάζει στο ίδιο διάστημα απώλειες.
Το αμερικανικό ράλι- που συνεχίζεται κόντρα στις προειδοποιήσεις και τα σενάρια απότομης διόρθωσης του τελευταίου έτους- στηρίζεται εν πολλοίς στην ανθηρή εταιρική κερδοφορία, η οποία με τη σειρά της είναι αποτέλεσμα των μεγάλων φοροελαφρύνσεων της κυβέρνησης Τραμπ.
Οι μετοχές διεθνώς από την άλλη έχουν πέσει «θύμα» των φόβων για τον αντίκτυπο του εμπορικού πολέμου, όπως και του εκρηκτικού συνδυασμού ισχυρού δολαρίου και ακριβού πετρελαίου, που βυθίζει τις αναδυόμενες και θέτει υπό πίεση την Ευρώπη.
Ωστόσο η Credit Suisse υπολογίζει ότι δεν αργεί η ώρα που το σκηνικό θα ανατραπεί, με τις αμερικανικές μετοχές υπό πίεση και τις υπόλοιπες σε ανάκαμψη. Επιλέγει μάλιστα σύσταση «υπεραπόδοσης» (overweight) για ιαπωνικές και αναδυόμενες μετοχές. Ο παράγοντας που πιστεύει ότι θα λυγίσει τις αμερικανικές μετοχές δεν είναι άλλος από το ισχυρό δολάριο, που όπως επισημαίνει, θα αρχίσει να κάμπτει τις εξαγωγές και τα κέρδη των αμερικανικών επιχειρήσεων.
Οι υψηλές αποτιμήσεις των αμερικανικών μετοχών είναι επίσης ένας παράγοντας που την κάνει να πιστεύει ότι το bull run δεν έχει ζωή ακόμη. Σύμφωνα με υπολογισμούς του Bloomberg αυτή τη στιγμή οι αμερικανικές μετοχές διαπραγματεύονται σε επίπεδα διπλάσια εκείνων των παγκόσμιων με την ψαλίδα να είναι η μεγαλύτερη τουλάχιστον από το 2005.
Πηγή: Bloomberg