Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Το συνταξιοδοτικό έχει επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο ανά την Ευρώπη. Στην Ελλάδα, κυβέρνηση και αντιπολίτευση διασταυρώνουν τα ξίφη τους για τον ασφαλιστικό νόμο Κατρούγκαλου και την ιδιωτική ασφάλιση, στην Ιταλία αντιπαρατίθενται για τα σχέδια της κυβέρνησης να χαμηλώσει τα όρια ηλικίας, στο Βέλγιο και την Ισπανία χτυπούν καμπανάκια για τα ασφαλιστικά ταμεία. Η HSBC προειδοποιεί σε πρόσφατη μελέτη της ότι εξελίσσεται σε ωρολογιακή βόμβα. Ποια ακριβώς είναι η εικόνα στη «γερασμένη» Ευρώπη και πού εντοπίζονται τα κυριότερα προβλήματα;
Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν διαθέτουν κάποιο ειδικό απόθεμα, από το οποίο μπορούν να αντλήσουν σε περίπτωση ανάγκης, και χρηματοδοτούν τις συντάξεις κάθε χρόνο από τις ασφαλιστικές εισφορές και τα κρατικά έσοδα. Όσο όμως αυξάνεται το ποσοστό των συνταξιούχων στον γενικό πληθυσμό, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η εύρεση των πόρων. Η Ευρώπη έρχεται αντιμέτωπη με ένα δημογραφικό σεισμό και ένα απειλητικό τσουνάμι για τα ασφαλιστικά ταμεία, για το οποίο δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένη.
Η ήπειρος που γερνά
Ο πληθυσμός των συνταξιούχων στην Ευρώπη είναι ήδη ο μεγαλύτερος στον κόσμο και συνεχίζει να αυξάνεται. Η Eurostat υπολογίζει ότι υπάρχουν 42 Ευρωπαίοι άνω των 65 ετών, που έχουν συνταξιοδοτηθεί, για κάθε 100 εργαζομένους, ενώ προβλέπει ότι η αναλογία θα φτάσει στο 65/100 έως το 2060. Εάν επιχειρήσουμε μία σύγκριση με τις ΗΠΑ, θα δούμε ότι σε κάθε 100 εργαζόμενους αντιστοιχούν μόλις 24 συνταξιούχοι άνω των 65 ετών. Η εισροή μεταναστών από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής (και όχι μόνο) αποδεικνύεται σωτήρια σε αυτό το μέτωπο.
Στην ήπειρό μας το προσδόκιμο όριο ζωής έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες έξι δεκαετίες και το ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας έχει συρρικνωθεί, χάρη στις καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Γεννιούνται όμως πολύ λιγότερα παιδιά. Το ποσοστό γεννήσεων έχει μειωθεί κατά 40% από τη δεκαετία του 1960 σε περίπου 1,6 παιδιά ανά γυναίκα, την ώρα που το προσδόκιμο όριο ζωής έχει αυξηθεί από τα 69 κοντά στα 80 έτη.
Έτσι στην Ένωση των περίπου 512 εκατομμυρίων ανθρώπων, τα παιδιά έως 14 ετών καλύπτουν μόλις το 15,6% του πληθυσμού, ο εν δυνάμει οικονομικά ενεργός πληθυσμός (15 έως 64 ετών) καλύπτει το 64,9% και η τρίτη ηλικία (65 έτη και άνω) το 19,4%.
Το υψηλότερο ποσοστό παιδιών έως 14 ετών καταγράφεται στην Ιρλανδία (21,1%) και το χαμηλότερο στη Γερμανία (13,4%). Το ποσοστό των άνω των 65 ετών είναι υψηλότερο στην Ιταλία (22,3%), στην Ελλάδα (21,5%) και τη Γερμανία (21,2%). Το χαμηλότερο το συναντάμε και πάλι στην Ιρλανδία (13,5%).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η μέση ηλικία ήταν 42,8 έτη το 2017, έχοντας αυξηθεί κατά 4,2 έτη σε σχέση με το 2002, με αρκετές διαφοροποιήσεις βέβαια από χώρα σε χώρα. Στην Ιρλανδία είναι μόλις 36,9 έτη, ενώ στη Γερμανία και την Ιταλία ανεβαίνει στα 45,9 έτη. Αν θέλουμε να συγκρίνουμε το τι συμβαίνει στην «αυλή» της Ε.Ε., αρκετά νεανικό πληθυσμό εμφανίζουν τόσο η Αλβανία (35,6 έτη) όσο και η Τουρκία (31,4 έτη), ενώ και στην Ισλανδία η μέση ηλικία είναι στα 36,3 έτη.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι τη δεκαετία της κρίσης (2007-2017) η μέση ηλικία αυξήθηκε κατά 4 ή περισσότερα έτη στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία, τη Ρουμανία και τη Λιθουανία.
Το ποσοστό εξάρτησης
Το ποσοστό εξάρτησης των ηλικιωμένων, που ορίζεται ως το ποσοστό των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών (που δεν εργάζονται) προς τα άτομα ηλικίας 15-64 ετών (το εργατικό δυναμικό), ήταν 29,9% στην Ε.Ε. στις αρχές του 2017. Τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφονται στο Λουξεμβούργο (20,5%) και την Ιρλανδία (20,7%), ενώ τα υψηλότερα στους συνήθεις υπόπτους... Ιταλία (34,8%), Ελλάδα (33,6%) και Φινλανδία (33,2%).
Το συνολικό ποσοστό εξάρτησης, δηλαδή το ποσοστό παιδιών και ηλικιωμένων ως προς το εργατικό δυναμικό, ανέρχεται στο 53,9% στην Ε.Ε, με το χαμηλότερο να καταγράφεται στην Ιρλανδία (43,8%) και το υψηλότερο στη Γαλλία (60%).
Η ΕΚΤ πρόσφατα έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για το ποσοστό εξάρτησης ηλικιωμένων, ειδικά στην Ευρωζώνη, προβλέποντας ότι εάν δεν υπάρξει αλλαγή της δημογραφικής τάσης, θα εκτιναχθεί από λίγο πάνω από 30% σήμερα στο 52% έως το 2070.
Τα ποσοστό εξάρτησης ηλικιωμένων προβλέπεται να αυξηθεί περισσότερο από 35 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2070 στην Κύπρο, την Πορτογαλία και τη Σλοβακία. Ποσοστά εξάρτησης πάνω από το 60% προβλέπεται ότι θα έχουν το 2070 επίσης η Ελλάδα και η Ιταλία.
Κόστος της γήρανσης
Σύμφωνα με υπολογισμούς της ΕΚΤ, οι συνολικές δημόσιες δαπάνες για τη γήρανση στην Ευρωζώνη θα αυξηθούν ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα έως το 2070. Συγκεκριμένα, από 26% του ΑΕΠ το 2016, θα σκαρφαλώσουν στο 28,2% το 2040, αλλά στη συνέχεια θα υποχωρήσουν και πάλι στο 27,1% του ΑΕΠ έως το 2070. Η δεκαετία του 2040 είναι εκείνη κατά την οποία θα συνταξιοδοτηθεί η γενιά του λεγόμενου «baby boom», γεγονός που εξηγεί και την κορύφωση των δαπανών σε εκείνο το σημείο.
Το κόστος της γήρανσης το 2070 θα είναι υψηλότερο στο Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, την Αυστρία και τη Φινλανδία, υπερβαίνοντας το 30% του ΑΕΠ, την ώρα που σε χώρες όπως η Λετονία και η Λιθουανία θα είναι κοντά στο 15%. Συνολικά θα έχει αυξηθεί σε 11 χώρες, θα έχει μείνει εν πολλοίς σταθερό σε τέσσερις και θα υποχωρήσει σε άλλες τέσσερις, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα και η Γαλλία.
Συνταξιοδοτικό κόστος
Οι δαπάνες για τις συντάξεις είναι το μεγαλύτερο μέρος του κόστους γήρανσης, ακολουθούμενες από εκείνες για ιατροφαρμακευτική κάλυψη ηλικιωμένων και άλλου είδους υπηρεσίες φροντίδας. Με τις μνημονιακές χώρες να έχουν βάλει μαχαίρι, αλλά και με αρκετές ακόμη κυβερνήσεις ανά το ευρώ να προχωρούν σε μεταρρυθμίσεις οι δαπάνες για συντάξεις θα αυξηθούν μεν κατά 1,3 ποσοστιαία μονάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ έως το 2040, αλλά θα είναι 0,4 μονάδας χαμηλότερες σε σχέση με σήμερα το 2070, στο 11,9% του ΑΕΠ.
Στην Ελλάδα, όπου οι συντάξεις κόπηκαν 12 φορές κατά την οκταετή περίοδο των μνημονίων, το κόστος προβλέπεται να συνεχίσει να περιορίζεται αισθητά έως και το 2070, παρά τις σοβαρές δημογραφικές προκλήσεις.
Οι ελληνικές προοπτικές
Η Κομισιόν προβλέπει ότι το 2020 οι δημόσιες δαπάνες για τις συντάξεις στη χώρα μας θα έχουν μειωθεί κατά 3,9 μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σχέση με το 2016, στο 13,4%.
Εκτιμάται ότι το 2040 η δαπάνη θα φτάσει στο 12,9%, ακολουθώντας τη συνολική τάση, αλλά το 2060 θα έχει υποχωρήσει στο 10,3%, όταν η μέση ευρωπαϊκή δαπάνη για συντάξεις θα είναι 11,8%.
Προϋπόθεση για τις παραπάνω προβλέψεις είναι να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις που έχουν ανακοινωθεί και να μην ανατραπούν μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί, όπως και ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης να είναι τουλάχιστον 0,8% έως το 2060.
Οι δημογραφικές προοπτικές πάντως δεν είναι καθόλου ευοίωνες. Ο δείκτης γεννητικότητας εκτιμάται σε 1,3 παιδιά ανά γυναίκα σε παραγωγική ηλικία έως το 2060, ενώ ο πληθυσμός της χώρας αναμένεται να μειωθεί σε 7,5 εκατομμύρια.
Οι τρεις πυλώνες ασφάλισης
Η ασφάλιση στην Ε.Ε. στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: Ο πρώτος είναι τα κρατικά συνταξιοδοτικά σχήματα, τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις είναι pay as you go - PAYG, αναδιανεμητικά (με τους πόρους να ανακατανέμονται από τον ενεργό πληθυσμό, που καταβάλλει εισφορές, στους συνταξιούχους). Ο δεύτερος είναι τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα, τα οποία εμπεριέχουν σχέση εργαζομένων και εργοδοτών και είναι κεφαλαιοποιητικά - ανταποδοτικά. Σε αυτά το κράτος συμβάλλει συνήθως μέσω της παροχής φορολογικών κινήτρων ή με άλλου είδους επιχορήγηση, ενώ συχνά συμμετέχει έως έναν βαθμό στην εποπτεία τους. Ο τρίτος πυλώνας είναι τα ιδιωτικά συστήματα. Ο πρώτος πυλώνας έχει κυρίαρχο ρόλο σε μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης, καλύπτοντας ακόμη και πάνω από το 75% του εισοδήματος των συνταξιούχων. Σε ορισμένες χώρες όπως η Βρετανία, η Ιρλανδία και η Ολλανδία υπάρχει μεγαλύτερη ισορροπία μεταξύ των τριών πυλώνων, με τον πρώτο να καλύπτει ποσοστό 30% με 40%. Σε αυτές τις χώρες ο κρατικός πυλώνας καλύπτει ουσιαστικά τις βασικές εισοδηματικές ανάγκες. Είναι το λεγόμενο σύστημα «ελάχιστης κάλυψης». Στα τρία αυτά κράτη, όπως και σε Δανία, Νορβηγία, Σουηδία τα τελευταία χρόνια, έχει σημαντικό ρόλο και η ιδιωτική ασφάλιση σε ατομικό επίπεδο.
Αξίζει να δούμε τι ακριβώς ισχύει σε τρεις χώρες που σύμφωνα με τους ειδικούς αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις, την Ιταλία, το Βέλγιο και την Ισπανία, αλλά και στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του ευρώ, Γερμανία και Γαλλία.
* Ιταλία: Ανήκει στις χώρες που στηρίζονται στον πρώτο πυλώνα και είναι μεταξύ εκείνων που αντιμετωπίζουν σοβαρή δημογραφική πρόκληση, εξαιτίας των χαμηλών ποσοστών γεννήσεων. H κυβέρνηση Κινήματος Πέντε Αστέρων - Λέγκα έχει υποσχεθεί κατώτατη σύνταξη ύψους 780 ευρώ και κατάργηση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης του 2011, που προέβλεπε σταδιακή αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης. Θα ισχύει νέο σύστημα πόντων, το οποίο θα συνδυάζει την ηλικία με τα χρόνια ασφάλισης και εισφορών. Το άθροισμα πρέπει να είναι 100. Δηλαδή κάποιος με 41 έτη εισφορών μπορεί να συνταξιοδοτηθεί στα 59 έτη.
Το 2010 τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης ήταν 65 έτη για τους άνδρες και 60 έτη για τις γυναίκες. Σήμερα είναι και για τα δύο φύλα 66 έτη και 7 μήνες για όλες τις κατηγορίες επαγγελμάτων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Η ελάχιστη περίοδος εισφορών για μειωμένη σύνταξη είναι τα 20 έτη.
Ενώ τα επίσημα όρια ηλικίας είναι πολύ υψηλά, οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις φαίνεται να είναι το αγκάθι στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του ευρώ. Ο ΟΟΣΑ στην τελευταία έκθεσή του επισημαίνει ότι η Ιταλία είναι το κράτος-μέλος με τη μεγαλύτερη απόκλιση μεταξύ πραγματικών ορίων (κάτω από τα 63 έτη) και επίσημων.
Μεγάλο αγκάθι έως και την τελευταία μεταρρύθμιση του 2016 ήταν και οι μεγάλες αποκλίσεις στο ύψος της σύνταξης. Το 2014 το 40,3% των συνταξιούχων ελάμβανε σύνταξη κάτω των 1.000 ευρώ (το 13,3% μάλιστα κάτω των 500 ευρώ). Το 21,6% ελάμβανε σύνταξη μεταξύ 1.000 και 1.499 ευρώ και το 38% άνω των 1.500 ευρώ. Η μεταρρύθμιση του 2016 προέβλεπε αύξηση της 14ης σύνταξης για χαμηλοσυνταξιούχους και επέκτασή της σε 1,2 εκατομμύριο δικαιούχους, όπως και αύξηση του αφορολόγητου ορίου στα 8.000 ετησίως για συνταξιούχους άνω των 75 ετών.
* Ισπανία: Το μεγαλύτερο πρόβλημα που κληροδότησε η κρίση στην Ισπανία είναι η δραστική μείωση της προσδόκιμης διάρκειας εργασιακής ζωής, με τα ποσοστά της ανεργίας να είναι υψηλά όχι μόνο μεταξύ των νέων, αλλά και μεταξύ των εργαζομένων άνω των 55 ετών. Το ισπανικό ασφαλιστικό σύστημα αποτελείται από το γενικό σχήμα κύριας σύνταξης και πολλά ειδικά σχήματα (για αυτοαπασχολούμενους, ναυτικούς, εργάτες στη μεταλλουργία, δημοσίους υπαλλήλους). Ρυθμίζονταν και διαχειρίζονταν από τη Διοίκηση Κοινωνικής Ασφάλισης (για τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα) και το Clases Pasivas (για εργαζομένους του Δημοσίου), τα οποία και έχουν πλέον ενοποιηθεί.
Το όριο ηλικίας για πλήρη σύνταξη είναι τα 65 έτη και 3 μήνες με σταδιακή αύξηση στα 67 έτη έως το 2027. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν, οι συντάξεις στην τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία του ευρώ είναι αρκετά γενναιόδωρες σε σύγκριση με το μέσο εισόδημα στη χώρα. Οι Ισπανοί άνω των 65 ετών έχουν μέσο εισόδημα υψηλότερο από εκείνους των κάτω των 65 ετών.
Το 2016 το ποσοστό των πολιτών σε κίνδυνο φτώχειας ή αποκλεισμού ήταν 14,4%, όταν στην ηλικιακή ομάδα 15-64 ετών προσέγγιζε το 30%. Στην Ε.Ε. των 28 το ποσοστό των 65 και άνω σε κίνδυνο φτώχειας είναι 18,3%.
* Βέλγιο: Ο πρώτος πυλώνας παραμένει κυρίαρχος και η απήχηση των επαγγελματικών ταμείων (δεύτερος πυλώνας) περιορισμένη. Ο τρίτος πυλώνας αρχίζει να ενισχύεται σημαντικά, κυρίως όμως με ατομικές ασφάλειες ζωής. Πολύ υψηλή ανάπτυξη παρουσιάζει και ο λεγόμενος «τέταρτος πυλώνας» της ιδιοκτησίας κατοικιών.
Το κατώτατο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης (για πλήρη σύνταξη) αυξήθηκε από τα 60 έτη το 2012 στα 63 έτη το 2018, με 40 χρόνια εργασίας. Με 43 έτη ασφαλισμένης εργασίας μπορεί να συνταξιοδοτηθεί κάποιος από τα 60 έτη και με ένσημα 42 ετών στα 61. Τα όρια ηλικίας προβλέπεται να αυξηθούν στα 66 έτη το 2025 και στα 67 έτη το 2030. Μεγάλη πρόκληση για το Βέλγιο, σύμφωνα με την Κομισιόν, είναι να αυξήσει το ποσοστό των εργαζομένων μεγάλης ηλικίας.
Η διάρκεια της περιόδου συνταξιοδότησης υπολογίζεται σε 21,7 έτη για τους άνδρες και σε 25 έτη για τις γυναίκες.
* Γερμανία: Ο κορμός του πρώτου πυλώνα είναι η Κοινωνική Ασφάλιση Σύνταξης (SPI), η οποία καλύπτει το σύνολο των εργαζομένων.
Είναι σύστημα PAYG, που χρηματοδοτείται από ένα αποθεματικό ταμείο. Οι εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών ανέρχονται στο 9,35% του μικτού μισθού κάθε εργαζομένου. Οι στηριζόμενες σε φορολογικά έσοδα κρατικές επιδοτήσεις καλύπτουν το 23% του συνολικού ποσού.
Στον δεύτερο πυλώνα οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν επικουρικά ταμεία και στον ιδιωτικό τομέα έχουμε τα επαγγελματικά ταμεία που είναι εθελοντικά για εργοδότες και εργαζομένους.
Τα τελευταία παραδοσιακά στηρίζονταν στις εισφορές σε μεγαλύτερο βαθμό των εργοδοτών, αλλά τα τελευταία χρόνια έχουμε στροφή σε σχήματα συνδεόμενα με την κεφαλαιαγορά, ενώ έχουν εμφανιστεί και σχήματα αποκλειστικά στηριζόμενα σε εισφορές εργαζομένων.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (2016), το συνολικό εισόδημα των ηλικιωμένων καλυπτόταν κατά 74% από τις συντάξεις του SPI, κατά 14% από συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων, 6% από επαγγελματικά ταμεία του ιδιωτικού τομέα και μόλις 3% από συμπληρωματικά σχήματα.
Το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης αυξάνεται σταδιακά από τα 65 στα 67 έτη από το 2012 έως το 2031. Φέτος είναι στα 65 έτη και οκτώ μήνες, το 2019 στα 65 έτη και οκτώ μήνες και από το 2024 θα αυξάνεται κατά δύο μήνες ανά έτος. Υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορεί κάποιος να λάβει σύνταξη από τα 60 έτη, αλλά μειωμένη (μειώνεται κατά 0,3% για κάθε μήνα πρόωρης συνταξιοδότησης).
* Γαλλία: Ο πρώτος πυλώνας είναι και εδώ κυρίαρχος. Το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης για πλήρη κύρια σύνταξη (ποσοστό αναπλήρωσης 50%) είναι τα 62 έτη, με το ποσό της σύνταξης να υπολογίζεται στη βάση των 25 ετών με τον υψηλότερο μισθό.
Η διάρκεια των εισφορών για πλήρη σύνταξη πρέπει να είναι μεταξύ 163 και 172 τριμήνων, ανάλογα με το έτος γέννησης. Εάν είναι μικρότερες, υπάρχει και πάλι η δυνατότητα χορήγησης σύνταξης από τα 62 έτη, αλλά μειωμένης.
Το ποσοστό αναπλήρωσης μαζί με την επικουρική σύνταξη (όχι ιδιωτική) και εθελοντικά σχήματα ασφάλισης ανέρχεται στο 76%. Για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών προβλέπεται ελάχιστη σύνταξη 803 ευρώ (ή 1.245 ευρώ για ζευγάρι). Το 56% των δικαιούχων είναι γυναίκες.
Σημειώνεται ότι στη Γαλλία οι συντάξεις των γυναικών είναι αρκετά χαμηλότερες από εκείνες των ανδρών. Στην ηλικιακή ομάδα 65 έως 79 ετών το χάσμα μεταξύ των συντάξεων των δύο φύλων είναι 32,7%, σύμφωνα με τη Eurostat.