¶νοδο εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει η εγχώρια παραγωγή σκυροδέματος το 2006 (εξαιρουμένου του εργοταξιακού), μετά την ελαφρά μείωση που παρατηρήθηκε το 2005 σε σχέση με το 2004, σύμφωνα με τη νεότερη έκδοση κλαδικής μελέτης η οποία κυκλοφόρησε από τη Διεύθυνση Μελετών Οικονομικού Περιβάλλοντος της ICAP.
Η εν λόγω μελέτη πραγματεύεται τον κλάδο παραγωγής του ετοίμου σκυροδέματος και εξετάζει τη δομή, την πορεία και τις προοπτικές του. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίδεται στον προσδιορισμό του μεγέθους της συγκεκριμένης αγοράς, με ξεχωριστή ανάλυση για τους νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης, καθώς και για το υπόλοιπο της χώρας:
«Στη χώρα μας, ο κλάδος της παραγωγής σκυροδέματος αποτελείται από 600 περίπου επιχειρήσεις τοπικού χαρακτήρα, η πλειονότητα των οποίων είναι σχετικά μικρού μεγέθους με μία ή δύο το πολύ μονάδες παραγωγής. Ένας γενικότερος διαχωρισμός που ισχύει για τις επιχειρήσεις του κλάδου, είναι μεταξύ εκείνων που ανήκουν σε ομίλους οι οποίοι ελέγχονται από τσιμεντοβιομηχανίες και εκείνων που λειτουργούν αυτόνομα.
Η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα, καθώς και τα δημόσια τεχνικά έργα, αποτελούν τους βασικότερους προσδιοριστικούς παράγοντες της ζήτησης σκυροδέματος. Στο νομό Αττικής συγκεντρώνεται η μεγαλύτερη παραγωγή σκυροδέματος της χώρας, το μέγεθος της οποίας παρουσίασε διαχρονική αύξηση τη δεκαετία 1994-2003, με μέσο ετήσιο ρυθμό περίπου 12%. Ωστόσο, μείωση της τάξης του 20% εμφανίζει η παραγωγή σκυροδέματος το 2004 σε σχέση με το 2003, ενώ περαιτέρω μείωση κατά 11% περίπου παρατηρείται και το 2005 σε σχέση με το 2004, μετά την ολοκλήρωση των ολυμπιακών έργων. Σε μικρότερα επίπεδα κυμαίνεται η παραγωγή σκυροδέματος στο νομό Θεσσαλονίκης καταγράφοντας μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 5% την περίοδο 1994-2005. Για το υπόλοιπο της χώρας, η παραγωγή ετοίμου σκυροδέματος εμφανίζει μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής περίπου 1% για την περίοδο 1994-2005. Σχετικά με τη διάρθρωση της εγχώριας παραγωγής, στο νομό Αττικής συγκεντρώνεται το 37% του συνόλου για το 2005, στο νομό Θεσσαλονίκης το 12%, ενώ στο υπόλοιπο της χώρας παράγεται το 51%.
Η αγορά ετοίμου σκυροδέματος συνδέεται άμεσα με το γενικότερο οικονομικό κλίμα, καθώς όπως προαναφέρθηκε η ζήτηση για το συγκεκριμένο προϊόν εξαρτάται από την πορεία της οικοδομικής δραστηριότητας, αλλά και του ευρύτερου κλάδου των κατασκευών. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, το 2005 χαρακτηρίστηκε ως χρονιά ανασύνταξης για τον κλάδο, καθώς η ολοκλήρωση όλων των ολυμπιακών έργων και των διαφόρων έργων υποδομής, παράλληλα με την επιβολή Φ.Π.Α. στις νέες κατοικίες από το 2006 και σε συνδυασμό με την αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, στοιχειοθετούν ένα σχετικά δυσμενές περιβάλλον για τον κλάδο. Ωστόσο, συγκριτικό πλεονέκτημα για τις βιομηχανίες σκυροδέματος θα αποτελέσει από εδώ και στο εξής η μέχρι σήμερα αποκτηθείσα εμπειρία και τεχνογνωσία, στοιχεία που θα πρέπει να αξιοποιηθούν στο έπακρο. Επιπροσθέτως, εκτιμάται ότι ενισχυτικά της ζήτησης θα λειτουργήσουν διάφοροι άλλοι παράγοντες, όπως το Γ’ Κ.Π.Σ. το οποίο θα συνεχίσει να ενισχύει τις επενδύσεις μέχρι το 2008. Ο ρυθμός ανόδου του Α.Ε.Π. αλλά και το σχετικά υψηλό ανεκτέλεστο του υπολοίπου των συμβάσεων αρκετών τεχνικών εταιριών, αποτελούν επιπλέον θετικούς παράγοντες για την περαιτέρω πορεία της εξεταζόμενης αγοράς.
Σύμφωνα με τις ισχύουσες συνθήκες και τάσεις της αγοράς, η ετήσια ζήτηση σκυροδέματος για το 2006, εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει ελαφρά άνοδο σε σχέση με το 2005. Ο νομός Αττικής θα συνεχίσει να απορροφά τις μεγαλύτερες ποσότητες σκυροδέματος παρουσιάζοντας ελαφρά άνοδο κυρίως κατά το β΄ εξάμηνο του 2006, ενώ εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί η άνοδος στη ζήτηση σκυροδέματος στο νομό Θεσσαλονίκης, όπου αναμένεται να δημοπρατηθούν διάφορα μεγάλα δημόσια έργα με σημαντικότερο αυτό του μετρό. Τέλος, η δημοπράτηση έργων και στην περιφέρεια εκτιμάται ότι θα τονώσει τη ζήτηση σκυροδέματος και σε άλλους νομούς της χώρας».