«Μετά το μνημόνιο»: Τα σημεία τριβής και το κρίσιμο ερώτημα στα εργασιακά

Συλλογικές συμβάσεις, κατώτατος μισθός: Πού διαφωνούν θεσμοί και κυβέρνηση - Η επικοινωνιακή διαχείριση, ο αντίκτυπος στην απασχόληση
Δευτέρα, 03 Σεπτεμβρίου 2018 07:06
UPD:09:20
REUTERS/KOSTAS TSIRONIS

Eργαζόμενος δουλεύει στον τόρνο, σε ελληνικό εργοστάσιο στην Αθήνα

Aπό την έντυπη έκδοση

Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]

Το ΔΝΤ επιμένει να μην αντιστραφούν οι μεταρρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις χάρη στις οποίες αποκλιμακώνεται η ανεργία. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές είχαν στόχο να πλήξουν τα εργασιακά δικαιώματα και με τη λήξη του προγράμματος αποτελούν παρελθόν. Η επικοινωνιακή διαχείριση στον τομέα των εργασιακών σχέσεων. Η σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων και το κρίσιμο ερώτημα.

Tι ζητεί το ΔΝΤ και πώς

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εντοπίζει σταθερό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας στην ελληνική οικονομία, η οποία εξακολουθεί να καταγράφει με διαφορά χαμηλότερες επιδόσεις από τις ομότιμες χώρες στους δείκτες ανταγωνιστικότητας. Θεωρεί διαρθρωτικό στοιχείο την υψηλή ανεργία στην Ελλάδα, η οποία τα τελευταία χρόνια αποκλιμακώθηκε, αλλά παραμένει εξόχως υψηλή. Επισημαίνει δε ότι η όποια βελτίωση της ανταγωνιστικότητας προήλθε από τις παρεμβάσεις στις εργασιακές σχέσεις. Επιμένει άρα στη διατήρηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, «μέσω μιας συνετής πολιτικής κατώτατου μισθού και μέσω της διατήρησης των μεταρρυθμίσεων στις συλλογικές διαπραγματεύσεις». 

Για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, το ΔΝΤ ζητεί δύο πράγματα από την κυβέρνηση. Πρώτον, να μην ενεργοποιήσει ξανά τη λεγόμενη επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που θα της επιτρέπει να επιβάλλει η ίδια καθολικά τους όρους μιας συλλογικής σύμβασης εργασίας, στην οποία θα έχει συμφωνήσει μια υποομάδα εργαζομένων, σε όλους τους εργαζόμενους του αντίστοιχου κλάδου εργασίας ή επαγγέλματος. Δεύτερον, να μην εδραιώσει εκ νέου τη λεγόμενη ευνοϊκή ρύθμιση, η οποία θα επιτρέπει δυνητικά στους εργαζόμενους που υπόκεινται σε πολλαπλές συλλογικές συμβάσεις εργασίας να επιλέγουν την ευνοϊκότερη.

Για τον κατώτατο μισθό, το ΔΝΤ ζητεί το όποιο νέο πλαίσιο από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο να εφαρμοστεί «με συνετό τρόπο». Υπογραμμίζει ότι το ύψος των μισθών θα πρέπει να συνδέεται με την παραγωγικότητα της εργασίας, ώστε να μην υπονομεύεται ο στόχος της ανταγωνιστικότητας, που με τη σειρά της θα αυξήσει το ελληνικό ΑΕΠ και θα θέσει τις βάσεις για υψηλότερους, βιώσιμους, μισθούς σε δεύτερο χρόνο. Το Ταμείο μιλά επίσης για την ανάγκη περαιτέρω απλούστευσης του πλαισίου «με διακοπή των πριμοδοτήσεων αρχαιότητας», οι οποίες «δημιουργούν πολλαπλούς κατώτατους μισθούς».

Το ΔΝΤ προκρίνει και νέα μέτρα στην αγορά εργασίας, επικαλούμενο την ανάγκη άρσης εμποδίων για τους νεοεισερχόμενους και τους μακροχρόνια άνεργους. Επιπλέον, προτρέπει για την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών και των ηλικιωμένων, «δεδομένων των δημογραφικών τάσεων». 

Η ρητορική της κυβέρνησης  

Η επιστολή που συνέταξε ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, στο πλαίσιο της έκθεσης του Ταμείου με βάση το άρθρο 4, αποτυπώνει τις προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης από εδώ και στο εξής. «Οι ελληνικές αρχές λαμβάνουν υπόψη την άποψη του ΔΝΤ αναφορικά με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και τους κατώτατους μισθούς, ωστόσο, δεν μπορούν να συνυπογράψουν αυτήν την άποψη και παραμένουν αμετάπειστες για την ανάλυση που έχουν παράσχει μέχρι τώρα. Οι αρχές υπενθυμίζουν ότι οι αρχές της επεκτασιμότητας και της ευνοϊκής μεταχείρισης είχαν ανασταλεί προσωρινά το 2012 με καθορισμένο χρονικό ορίζοντα αποκατάστασης (…) Δεδομένου ότι οι ρυθμίσεις αυτές είχαν προσωρινά ανασταλεί με μια συγκεκριμένη ημερομηνία επαναφοράς, οι αρχές διαφωνούν με την άποψη ότι η επαναφορά τους αποτελεί αντιστροφή πολιτικής».

Πρόσφατα, από τη Σύρο, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας διατύπωσε την άποψη ότι «τα μνημόνια είχαν έναν σαφή στόχο: να συρρικνωθεί η αμοιβή της εργασίας». Η κυβέρνηση υποστηρίζει ευρύτερα ότι η «επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας» είναι καίρια για την «ενίσχυση της ζήτησης» και την επίτευξη της «κοινής ευημερίας». Διατυπώνει το επιχείρημα ότι ένα μέρος της ανεργίας είναι κυκλικό και «θα εξανεμιστεί αν ενδυναμωθεί η οικονομία». Εκτιμά ότι η επεκτασιμότητα και η ευνοϊκή ρύθμιση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας θα οδηγήσει σε έναν ισχυρότερο διάλογο ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους και στη συνέχεια θα αυξήσει την παραγωγικότητα, η οποία με τη σειρά της θα αντισταθμίσει τον αντίκτυπο των υψηλότερων μισθών στην απασχόληση. Για τον κατώτατο μισθό, η κυβέρνηση τονίζει ότι επί της ουσίας θα υλοποιήσει το νομοθετημένο πλαίσιο και διαμηνύει ότι οι εργαζόμενοι θα πρέπει να μοιράζονται τα οφέλη από τη μελλοντική αύξηση της παραγωγικότητας.

Ποια είναι τα δεδομένα

Συλλογικές συμβάσεις υπήρχαν και υπάρχουν. Αναρτώνται στην ιστοσελίδα του υπουργείου Εργασίας. Τα προηγούμενα χρόνια, των προγραμμάτων διάσωσης, υπήρξαν κλαδικές σε τομείς όπως το εμπόριο, τα τσιμέντα, οι καπνοβιομηχανίες, τα τρόφιμα, τα ξενοδοχεία κα οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις. Υπήρξαν επίσης επιχειρησιακές, οι οποίες εξακολουθούν να υπογράφονται: 244 πανελλαδικά το 2017 και 155 το 2018, μέχρι σήμερα. Υπ’ αυτήν την έννοια, είναι μάλλον παραπλανητικό το σύνθημα της κυβέρνησης περί «επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας μετά την έξοδο από τα μνημόνια».

Η συζήτηση στην πραγματικότητα αφορά τα εξής, επί μέρους πλην κρίσιμα, στοιχεία:

  • Πρώτον, τη λεγόμενη επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων, η οποία έχει όντως συμφωνηθεί με τους θεσμούς, κατά κύριο λόγο με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, να επανέλθει στις 21 Αυγούστου. Ωστόσο, αυτό που ζητούν οι θεσμοί είναι, ακόμη και με την επαναφορά της επεκτασιμότητας, να μην μπορεί να επεκταθεί η ισχύς των κλαδικών (ή ομοιοεπαγγελματικών) Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας μέσω της έκδοσης υπουργικής απόφασης και χωρίς αντιπροσωπευτικότητα (51%) και συναίνεση των μερών. Το στοιχείο αυτό μένει να τηρηθεί - ή να μην τηρηθεί - στην πράξη από το Υπουργείο.
  • Δεύτερον, και σε συνδυασμό με το πρώτο, τη λεγόμενη ευνοϊκή ρύθμιση των συλλογικών συμβάσεων, η άρση της οποίας λήγει επίσης στις 21 Αυγούστου. Ωστόσο, σύμφωνα με την προσέγγιση του ΔΝΤ, που αποτελεί και τη θέση του ΣΕΒ, τουλάχιστον έως ότου ολοκληρωθεί η εξυγίανση σε επιχειρήσεις και κλάδους που βαρύνονται με «κόκκινα» δάνεια, θα πρέπει οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις να συνεχίσουν να υπερισχύουν έναντι των κλαδικών, όπως ίσχυε κατά τη διάρκεια του προγράμματος.
  • Τρίτον, το ύψος του κατώτατου μισθού, αφενός σε σχέση με τη συμβολή του εισοδήματος στην αγοραστική δύναμη, αλλά αφετέρου και σε σχέση με τον αντίκτυπο στην απασχόληση και τη νόμιμη εργασία. Εξάλλου, το δεύτερο στοιχείο είναι σε θέση να τορπιλίσει το πρώτο, αν τελικά αυξηθεί η ανεργία. Είναι υπαρκτό το παράδειγμα της περιόδου πριν από την κρίση, όταν από τη μία πλευρά αυξανόταν ο κατώτατος μισθός και από την άλλη πλευρά μειωνόταν το ΑΕΠ και αυξανόταν η ανεργία. Σημειωτέον, η Ελλάδα είχε κατώτατο μισθό υψηλότερο -για παράδειγμα- έναντι της Ισπανίας, κατά 13% το 2008 και κατά 17% το 2012. Mια σειρά αναλύσεων συμπεραίνει ότι ο κατώτατος μισθός δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το σημείο ισορροπίας μεταξύ απολαβών και παραγωγικότητας σε μια οικονομία με εξαιρετικά υψηλή ανεργία και αδήλωτη εργασία. Μια άλλη σχολή σκέψης υποστηρίζει ότι ο κατώτατος μισθός επί της ουσίας επηρεάζει την κατανομή των αμοιβών χωρίς να επηρεάζει την απασχόληση.
  • Τέταρτον, μια άλλη παράμετρο που συνδυάζεται με τις διαβουλεύσεις για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και είναι η υποχρεωτική διαιτησία. Η υποχρεωτικότητα είχε καταργηθεί το 2012 με το δεύτερο πρόγραμμα και επανήλθε το 2014 μετά από σχετική απόφαση του ΣτΕ, η οποία περιλάμβανε ορισμένες βελτιωτικές ρυθμίσεις. Ακόμη κι έτσι, η υποχρεωτικότητα της διαιτησίας αποτελεί αντικείμενο αντιπαράθεσης, με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας να τονίζει ότι η μονομερής προσφυγή στην υποχρεωτική διαιτησία αντίκειται στις διεθνείς συμβάσεις για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, με την εξαίρεση «ουσιωδών υπηρεσιών» για το κοινωνικό σύνολο - π.χ. δημόσιες συγκοινωνίες - όταν τίθεται σε κίνδυνο η «κοινωνική ειρήνη».

Το στοίχημα της απασχόλησης

Το καίριο ερώτημα που καλούνται να απαντήσουν πειστικά θεσμοί και κυβέρνηση είναι με ποιον τρόπο αποκλιμακώθηκε τελικά η ανεργία, έστω στο 20% από το αρχικό 27%, όπου βρισκόταν το 2013. Οι θεσμοί αποδίδουν την εξέλιξη στη μεγαλύτερη ευελιξία που διέπει έως και αυτόν τον μήνα τις εργασιακές σχέσεις, χάρη στις πολιτικές που εισήγαγε η περίοδος των προγραμμάτων. Η κυβέρνηση επικαλείται τις πολιτικές της για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και τα προγράμματα επιδοτούμενης απασχόλησης. Σημειωτέον, η έστω αργή και βασανιστική αποκλιμάκωση της ανεργίας είχε ξεκινήσει προτού η σημερινή κυβέρνηση αναλάβει τις τύχες της χώρας. Επιπλέον, τα στοιχεία καταδεικνύουν ως βασικό δεδομένο την ώθηση της απασχόλησης από την αύξηση του τουρισμού, κατά βάση, με σχέσεις μερικής απασχόλησης. Πάντως, σε ό,τι αφορά στους παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά την ανταγωνιστικότητα στην Ελλάδα, οι περιορισμοί στην αγορά εργασίας έχουν πέσει πλέον, στη θέση 10, στον σχετικό δείκτη του World Economic Forum.

Στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων γίνεται ορατή με γυμνό μάτι η σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων ως προς τη διαδρομή που θα πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα για την επανένταξη του ανενεργού πληθυσμού και τη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Μια κυβέρνηση που διαμηνύει ότι δεν πιστεύει στις πολιτικές της ελεύθερης αγοράς, στο ίδιο τραπέζι με τους θεσμούς της ελεύθερης αγοράς. Η συνέχεια, στη νέα σεζόν αξιολογήσεων της ελληνικής οικονομίας, αρχής γενομένης τον Σεπτέμβριο. 



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα