Από την έντυπη έκδοση
Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Η Ελλάδα είναι η χώρα που θα μπορούσε να αποκομίσει τα υψηλότερα οφέλη, με όρους ΑΕΠ (της τάξης του 22,8%), συγκριτικά με κάθε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ εάν κατάφερνε να αυξήσει τα ποσοστά των ατόμων ηλικίας άνω των 55 ετών στην αγορά εργασίας - ενισχύοντας μάλιστα την οικονομία της με 29 δισ. ευρώ ή με 44 δισ. ευρώ εάν έφτανε τα επίπεδα της Σουηδίας ή της Νέας Ζηλανδίας αντίστοιχα, που είναι οι χώρες με τις καλύτερες επιδόσεις σ’ αυτό τον τομέα.
Παρ’ όλ’ αυτά η χώρα μας είναι ουραγός του «Δείκτη Χρυσής Ηλικίας» (Golden Age Index) της PwC, καταλαμβάνοντας την 32η θέση (την ίδια που είχε και στην περσινή μελέτη), έχοντας υποχωρήσει 12 θέσεις από το 2003, που αξιολογούνται μετρήσεις. Μαζί με την Τουρκία και το Μεξικό (που έχουν υποβαθμιστεί επίσης πάνω από 10 θέσεις η καθεμιά) είναι από τις χώρες με τις χειρότερες επιδόσεις, σε αντίθεση με τη Γερμανία, το Ισραήλ και τη Νέα Ζηλανδία που έχουν καταγράψει τη μεγαλύτερη πρόοδο στο ίδιο διάστημα.
Σημειώνεται ότι ο δείκτης χρυσής ηλικίας της PwC είναι ένας σταθμισμένος μέσος όρος δεικτών, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την απασχόληση, τις απολαβές, το χάσμα μεταξύ των φύλων και την κατάρτιση και αντικατοπτρίζει την επίπτωση που έχουν οι εργαζόμενοι ηλικίας άνω των 55 ετών στην αγορά εργασίας και ευρύτερα στην οικονομία στις χώρες του ΟΟΣΑ (που περιλαμβάνει πλέον και τη Λετονία, που εντάχθηκε το 2016).
Στην τελευταία ενημέρωση της έκθεσής της, η PwC εκτιμά ότι οι χώρες του ΟΟΣΑ θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις οικονομίες τους με 3,5 τρισ. δολ. συνολικά εάν οι χώρες ενθάρρυναν τους ανθρώπους που πλησιάζουν την ηλικία συνταξιοδότησης να παραμείνουν περισσότερο χρόνο «μάχιμοι». Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το όφελος από μια αύξηση των ποσοστών συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό ατόμων άνω των 55 ετών στα επίπεδα της Νέας Ζηλανδίας και της Σουηδίας, που είναι οι χώρες που εμφανίζουν τις καλύτερες επιδόσεις.
Σε εθνικό επίπεδο, εάν επιτυγχάνονταν οι προσδοκώμενες επιδόσεις για την απασχόληση των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας, η αύξηση του ΑΕΠ θα μπορούσε να φθάσει το 23% στην Ελλάδα, το 20% στο Βέλγιο και το 9% στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Σε ό,τι αφορά την κατάταξη στον δείκτη, η Ισλανδία υπεραποδίδει το 2018, με το 84% των ατόμων ηλικίας 55-64 ετών να εργάζονται, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι στο 60%. Η Νέα Ζηλανδία είναι δεύτερη (78%) και το Ισραήλ (66,8%) πήρε την τρίτη θέση στο βάθρο. Στο άλλο άκρο της κλίμακας είναι το Λουξεμβούργο με 40%, η Ελλάδα με 38% και η Τουρκία με 34%.
Συνολικά, ο δείκτης αποτυπώνει μια ανοδική τάση στον αριθμό των ηλικιωμένων που παραμένουν στην εργασία σε όλα τα κράτη-μέλη.
Η Γερμανία, το Ισραήλ και η Νέα Ζηλανδία εμφάνισαν τη μεγαλύτερη πρόοδο από το 2003, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο, αν και έπεσε λίγες θέσεις, απορρόφησε το 63% της ηλικιακής ομάδας 55-64 (από 55% το 2003) στο εργατικό δυναμικό του και το 21% των ατόμων ηλικίας 65-69 ετών (από 13% το 2003). Πολύ καλά τα πάνε οι σκανδιναβικές χώρες, με την Ισλανδία και τη Σουηδία (έχει υποχωρήσει στην 5η θέση, λόγω του ανταγωνισμού από χώρες με καλύτερες επιδόσεις σε συγκεκριμένους δείκτες, αν και αυξάνει την απόδοσή της) να κατέχουν ηγετικές θέσεις και μαζί με τη Νορβηγία να βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα των χωρών του δείκτη. Η Εσθονία συνεχίζει να αναβαθμίζεται στην κατάταξη (4η) έχοντας κερδίσει 4 θέσεις από το 2003. Οι ΗΠΑ είναι η 2η από τους G7, με την 9η θέση της κατάταξης, ενώ τελευταία από τους G7 είναι η Ιταλία, που έχει υποχωρήσει στην 29η θέση φέτος. Οι χώρες της Ανατολικής Ασίας εμφανίζουν πρόοδο, με την Κορέα και την Ιαπωνία, στην 7η και 6η θέση αντίστοιχα, να καταγράφουν ισχυρές βελτιώσεις.
Προσαρμογή στην αλλαγή
Από την άλλη μεριά, η τεχνολογία αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο εργαζόμαστε, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας και καθιστώντας τους υπάρχοντες ρόλους παρωχημένους. Το εργατικό δυναμικό του «αύριο» θα πρέπει να είναι αρκετά ευέλικτο στο να αποκτά γρήγορα νέες δεξιότητες ή να μεταφέρει αυτές που έχει ήδη.
Η προσαρμογή σε ένα μέλλον με λιγότερη ασφάλεια στην εργασία μπορεί να αποδειχθεί πρόκληση για τους ηλικιωμένους εργαζόμενους, οι οποίοι είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της αυτοματοποίησης από τους πιο εξοικειωμένους και καλύτερα εκπαιδευμένους νεότερους συναδέλφους τους.
Είναι ενδεικτικό ότι στην κορυφή του δείκτη χρυσής ηλικίας βρίσκονται χώρες που έχουν θέσει σε εφαρμογή πολιτικές κι έχουν μεταρρυθμίσει τις αγορές εργασίας τους για να στοχεύσουν στους ηλικιωμένους εργαζόμενους.
Η PwC συνιστά να αυξηθεί η ηλικία συνταξιοδότησης, ώστε να δημιουργηθούν εργαζόμενοι μεγαλύτερης διάρκειας. Ωστόσο, επισημαίνει ότι προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη αυτής της πολιτικής, οι κυβερνήσεις πρέπει να υποστηρίξουν τους εργαζομένους με προγράμματα εκπαίδευσης και επανεκπαίδευσης καθ ‘όλη τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου, διευκολύνοντας την ανάπτυξη των δεξιοτήτων που απαιτούνται.
Η αύξηση της ευελιξίας στις επιλογές εργασίας και στις συντάξεις υποστηρίζει επίσης τις μεταβαλλόμενες ανάγκες των μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένων, αυξάνοντας τις ευκαιρίες για μερική ή προσωρινή απασχόληση προσφέροντας παράλληλα νέες επιλογές συνταξιοδότησης. Οι φυσικές ανάγκες των ηλικιωμένων εργαζομένων είναι ένα άλλο σημαντικό θέμα. Εξάλλου, εκτός από την προσαρμογή των ρόλων, οι εργοδότες θα πρέπει να επανασχεδιάσουν κτιριακές υποδομές εργοστασίων και γραφείων για να προσελκύσουν μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένους.
Μεταξύ 2015 και 2050, ο αριθμός των ανθρώπων ηλικίας 55 ετών και άνω στις χώρες του ΟΟΣΑ αναμένεται να αυξηθεί περίπου κατά 50% σε σχεδόν 538 εκατ. Είναι καλό το ότι ζούμε περισσότερο, αλλά η γήρανση του πληθυσμού θέτει σημαντικούς παράγοντες πίεσης των οικονομιών μέσω των συστημάτων υγείας, κοινωνικής πρόνοιας και συνταξιοδότησης και αυτή η τάση θα αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου. Ο John Hawksworth, Chief Economist, PwC UK, σχολιάζει σχετικά ότι για να αντισταθμιστεί αυτό το υψηλό κόστος πρέπει να ενθαρρύνονται οι εργαζόμενοι να παραμένουν στο εργασιακό στίβο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Αυτό θα συνέβαλλε τόσο στην αύξηση του ΑΕΠ μέσω των φόρων και της κατανάλωσης όσο και στη βελτίωση της υγείας και της ευημερία των ίδιων των ηλικιωμένων διατηρώντας τους ψυχικά και σωματικά ενεργούς.
Παροχή κινήτρων εργασιακής παράτασης
Διερευνώντας τι παρακινεί τους ανθρώπους να εργάζονται περισσότερα χρόνια αποδεικνύεται ότι απαιτείται ένα μίγμα δημόσιας πολιτικής και προσωπικών καταστάσεων. Ο δείκτης χρυσής ηλικίας της PwC ανέδειξε τρεις βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση αυτή.
- Πολιτικές συνταξιοδότησης: Όσο περισσότερες είναι οι δαπάνες των κυβερνήσεων για συντάξεις, τόσο λιγότερα είναι τα κίνητρα που δίνουν στους ασφαλισμένους για παραμονή στον εργασιακό στίβο. Το ποσό που λαμβάνουν και η ηλικία που οι εργαζόμενοι δικαιούνται να λάβουν σύνταξη επηρεάζουν επίσης την απόφαση συνταξιοδότησης.
- Προσδόκιμο ζωής: Η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής ισοδυναμεί με περισσότερο χρόνο εργασίας και υπάρχει ισχυρή σχέση μεταξύ καλής υγείας και συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό. Οι κυβερνητικές πολιτικές για τα θέματα υγειονομικής περίθαλψης και οι ιατρικές ανακαλύψεις μπορούν να συνεισφέρουν στην ενθάρρυνση των ανθρώπων να εργάζονται σε μεγαλύτερη ηλικία.
- Ευθύνες: Η προσωπική και οικονομική κατάσταση ενός ατόμου είναι επίσης σημαντικές. Η φροντίδα ενός συζύγου ή ενός εξαρτημένου μέλους μπορεί να περιορίσει την ελευθερία των ανθρώπων να συνεχίσουν να εργάζονται, αν δεν είναι διαθέσιμες κρατικές υπηρεσίες φροντίδας και παροχές. Αυτό διαφέρει προφανώς από χώρα σε χώρα. Πάντως η συνταξιοδότηση ενός συζύγου ή μιας συζύγου θα μπορούσε να αποτελέσει κίνητρο για τον σύντροφό του να συνταξιοδοτηθεί επίσης.