Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Προβληματισμό εν όψει και της ανακοίνωσης της πορείας του ΑΕΠ κατά το β’ τρίμηνο στις 3 Σεπτεμβρίου προκαλεί η σημαντική διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο αγαθών, τόσο συγκριτικά με τις επιδόσεις του α’ τριμήνου όσο και σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Η φετινή χρονιά ξεκίνησε πολύ καλά, καθώς το έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών εμφανίστηκε μικρότερο κατά 167 εκατ. ευρώ στο α’ τρίμηνο συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του 2017, γεγονός που αποτυπώθηκε και στην πολύ καλή πορεία του ΑΕΠ (σ.σ.: η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε αύξηση 2,3% στο α’ τρίμηνο). Στο β’ τρίμηνο, όμως, η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική.
Ο Ιούνιος ολοκληρώθηκε με το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών να διευρύνεται κατά 744 εκατ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι -φτάνοντας στα 9,928 δισ. ευρώ από 9,183 δισ. ευρώ πέρυσι- και να «απορροφά» έτσι την «εκτόξευση» του πλεονάσματος στο ισοζύγιο υπηρεσιών στα 415 εκατ. ευρώ συγκριτικά με το α’ εξάμηνο του 2017.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η αύξηση στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών -σε συνδυασμό με το «πάγωμα» των εισαγωγών- ήταν πρακτικά ο μοναδικός ουσιαστικός λόγος που οδήγησε στην ανάπτυξη του 2,3% κατά το α’ τρίμηνο.
Το ΑΕΠ (σε τρέχουσες τιμές) αυξήθηκε στο α’ τρίμηνο κατά 1,065 δισ. ευρώ σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2017 (από τα 40,462 δισ. ευρώ στα 41,527 δισ. ευρώ). Από μόνες τους, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 1,067 δισ. ευρώ με τις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών να εμφανίζονται στο ίδιο διάστημα αυξημένες κατά μόλις 47 εκατ. ευρώ.
Άρα, στο πρώτο τρίμηνο, η ανάπτυξη ήταν καθαρό αποτέλεσμα της μεταβολής στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών, δεδομένου ότι η μικρή αύξηση στην τελική καταναλωτική δαπάνη εξουδετερώθηκε από τη μείωση στις επενδύσεις όπως αυτή αποτυπώνεται από τη μεταβολή του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου.
Η εικόνα για την πορεία του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών, όπως αυτή αποτυπώνεται από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, εμφανίζεται αισθητά διαφοροποιημένη στο β’ τρίμηνο: στο 3μηνο, το έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών ανερχόταν στα 4,044 δισ. ευρώ και ήταν οριακά μικρότερο σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2017.
Προβληματίζει η άνοδος των εισαγωγών
Όπως προκύπτει και από τις προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου -οι οποίες θα επαναληφθούν με κάποιες διαφοροποιήσεις και στο προσχέδιο του προϋπολογισμού που θα κατατεθεί στη Βουλή την 1η Οκτωβρίου- η πορεία στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών αποτελεί μεγάλο «στοίχημα» για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Στην επόμενη ημέρα των μνημονίων, το ζητούμενο είναι η ανάπτυξη να στηριχτεί κυρίως στο «άνοιγμα» της οικονομίας (δηλαδή στην αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων) και δευτερευόντως στην πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης (σ.σ.: στη δημόσια κατανάλωση υπάρχει ούτως ή άλλως βαρίδι λόγω των στόχων για την παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το 2022). Ο προβληματισμός σχετικά με το κατά πόσο θα μπορέσει να υλοποιηθεί η πρόβλεψη για ανάπτυξη σε συνδυασμό με σταδιακή αλλαγή στη σύνθεση του ΑΕΠ έχει να κάνει και με το κατά πόσο υπάρχει άρρηκτη σχέση ανάμεσα στην αύξηση των εξαγωγών και των εισαγωγών. Λόγω της περιορισμένης εγχώριας παραγωγής πρώτων υλών, εκτιμάται ότι η αύξηση των εξαγωγών είναι δεδομένο ότι θα οδηγήσει και σε αύξηση των εισαγωγών.
Τον σχετικό προβληματισμό αναπτύσσει και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, στην πρόσφατη έκθεσή του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας: «Ένας κίνδυνος για τη μετέπειτα πορεία της οικονομίας συνδέεται με την πιθανότητα ταχύτερης του αναμενομένου ανόδου των εισαγωγών, εξέλιξη που θα επιδράσει αρνητικά στο εξωτερικό ισοζύγιο και θα περιορίσει τη συνεισφορά των καθαρών εξαγωγών στην ανάπτυξη. Η προσδοκώμενη αύξηση των επενδύσεων το προσεχές διάστημα θα ήταν λογικό να συνοδευτεί από μια αύξηση των εισαγωγών κεφαλαιουχικού και μεταφορικού εξοπλισμού. Παράλληλα, η ενίσχυση των εξαγωγών μέσω μεγαλύτερης συμμετοχής των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αλυσίδες αξίας αναμένεται να συνοδευτεί από μια αύξηση των εισαγωγών ενδιάμεσων αγαθών.
Οι δύο αυτοί παράγοντες αναμένεται να επιδράσουν αυξητικά στις εισαγωγές αγαθών. Ωστόσο, αυτό αποτελεί μια θετική επίδραση από τη μεγαλύτερη ενσωμάτωση στο διεθνές εμπόριο και ενισχύει την παραγωγική δυναμικότητα, την εξαγωγική βάση και τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας. Αντίθετα, αρνητική είναι η επίδραση των εισαγωγών αγαθών αν τροφοδοτείται από την άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης, καθώς οι εισαγωγές αυτές, αφενός δεν είναι παραγωγικές, αφετέρου μας επαναφέρουν στο καταναλωτικό πρότυπο που οδήγησε στην κρίση και στη διόγκωση των εξωτερικών ελλειμμάτων».
Η πορεία στο 6μηνο και προβλέψεις για το 2019
Στο εξάμηνο το έλλειμμα διευρύνθηκε στα 4,295 δισ. ευρώ έναντι 3,965 δισ. ευρώ στο α’ εξάμηνο του 2017, κάτι που σημαίνει
ότι ήδη εντοπίζεται ένα «βαρίδι» της τάξεως των 330 εκατ. ευρώ στο ΑΕΠ του β’ τριμήνου. Το νούμερο προφανώς είναι «διαχειρίσιμο» τη στιγμή που το τριμηνιαίο ΑΕΠ της χώρας κινείται στα επίπεδα των 43-44 δισ. ευρώ, αλλά από την άλλη ακόμη και τα δεκαδικά ψηφία στη μεταβολή του ΑΕΠ έχουν τη σημασία τους, ειδικά από τη στιγμή που η πορεία της οικονομίας στο β’ τρίμηνο θα είναι ένα από τα κεντρικά οικονομικά μεγέθη πάνω στα οποία θα στηριχθούν οι διαβουλεύσεις με τους θεσμούς για την κατάρτιση του προϋπολογισμού της επόμενης χρονιάς.
Το πόσο σημαντική είναι η εξέλιξη του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών για το οικονομικό επιτελείο προκύπτει και από τις προβλέψεις που αποτυπώθηκαν στο μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής, τόσο για φέτος όσο και για το 2019. Τόσο για το 2018 όσο και για το 2019 έχει προβλεφθεί ότι η «ταχύτητα» αύξησης των εξαγωγών θα είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη ταχύτητα διεύρυνσης των εισαγωγών. Ειδικότερα, για φέτος προβλέπεται ότι οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα είναι αυξημένες κατά 5,6% στο σύνολο της χρονιάς (έναντι 6,8% το 2017), με τις εισαγωγές από την άλλη να αυξάνονται με ρυθμό 5,5% (έναντι 7,2% πέρυσι). Για το 2019 προβλέπεται και πάλι ταχύτερος ρυθμός αύξησης των εξαγωγών έναντι των εισαγωγών: 4,6% έναντι 4,4%.