«Η φενάκη του "πρώτου αξιόπιστου προϋπολογισμού της χώρας', σύμφωνα με τα λεχθέντα του πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή και του υπουργού Οικονομίας Γιώργου Αλογοσκούφη, του προϋπολογισμού του 2005, αποκαλύπτεται.
Δυστυχώς, για τον κ. Αλογοσκούφη τα ψεύδη, οι αλχημείες και η ανικανότητά του, να υλοποιήσει τον προϋπολογισμό που ο ίδιος κατήρτισε, αποκαλύπτονται όχι μόνο από την αντιπολίτευση, αλλά και από την ίδια την έκθεση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για τα έσοδα του προϋπολογισμού το 2005.
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, η πραγματική υστέρηση των εσόδων του προϋπολογισμού, ήταν το 2005 της τάξης του 5,3%, παρά τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις, ότι ο προϋπολογισμός εκτελέστηκε ομαλά... Το ΚΕΠΕ καταλήγει στην "διαχειριστική αναποτελεσματικότητα του συστήματος συλλογής δημοσίων εσόδων".
Το ΚΕΠΕ, εποπτευόμενος φορέας από το Υπουργείο Οικονομικών, κάνει αντιπολίτευση ή λέει την αλήθεια;
Μήπως ο κ. Αλογοσκούφης, σχεδιάζει νέα μέτρα για να καλύψει την ανικανότητά του να υλοποιήσει αυτά που ήδη έχει λάβει;», σχολίασε η υπεύθυνη του Τομέα Οικονομίας, του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ, Βάσω Παπανδρέου, με αφορμή την έκθεση του ΚΕΠΕ για τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού κατά το 2005.
Αμεσα μέτρα για φορολογική διαχείριση προτείνει το ΚΕΠΕ
Η λήψη άμεσων μέτρων για τη βελτίωση της φορολογικής διαχείρισης και για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής προϋποθέτει μια πιο μακροχρόνια και συντονισμένη προσπάθεια σε διάφορα επίπεδα. Τέτοια είναι η εισαγωγή της ηλεκτρονικής φορολογίας, η απλοποίηση της νομοθεσίας και των φορολογικών εργασιών, η αναβάθμιση του στελεχιακού δυναμικού και η αναδιοργάνωση των φορολογικών υπηρεσιών.
Tα παραπάνω αναφέρονται σε μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), για τις οικονομικές εξελίξεις με βάση και τα δημοσιονομικά μεγέθη του α' τριμήνου. Με βάση τα στοιχεία αυτά η υλοποίηση του στόχου για μείωση του ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ είναι δυνατή υπό την προϋπόθεση ότι οι θετικές εξελίξεις θα συνεχιστούν μέχρι τέλους του χρόνου. Επισημαίνεται πάντως ότι τα στοιχεία για το Μάιο είναι άκρως απογοητευτικά.
Όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο για τη δημοσιονομική διαχείριση, η μείωση του ελλείμματος για τα επόμενα χρόνια 2007 και 2008, είναι εφικτή υπό την προϋπόθεση ότι η δημοσιονομική προσπάθεια θα συνεχιστεί, οι περαιτέρω αναθεωρήσεις των δημοσιονομικών στοιχείων από την Ε.Ε. δεν θα είναι σημαντικές και ότι η προσπάθεια που γίνεται για αύξηση των εσόδων δεν θα συνοδευτεί από την αύξηση των πρωτογενών δαπανών λόγω του εκλογικού κύκλου που ιστορικά ακολουθούν τα δημοσιονομικά μεγέθη στη χώρα μας.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αύξηση της παρακράτησης συνεπάγεται μεταφορά εσόδων από το 2007 στο 2006. Το 2007 θα επιβαρυνθεί επιπλέον με την προγραμματισμένη δαπάνη για αύξηση του ΕΚΑΣ και των αγροτικών συντάξεων αλλά και με τη νέα μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων. Επίσης η δεύτερη φάση της φορολογικής μεταρρύθμισης που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση θα μειώσει τη φορολογική επιβάρυνση στα φυσικά πρόσωπα από το 2007, ενώ η Ε.Ε. δεν πρόκειται να εγκρίνει την εισαγωγή εκτάκτων εσόδων στους μελλοντικούς προϋπολογισμούς για τη μείωση του δημοσίου ελλείμματος.
Για το Δημόσιο χρέος τα αναθεωρημένα στοιχεία δείχνουν ότι μειώθηκε κατά μία μονάδα το 2005, που είναι σημαντικό, παρά το γεγονός ότι η χώρα μας εξακολουθεί να έχει το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στην Ε.Ε. των 25.
Παράλληλα επιχειρείται και μια «ακτινογραφία» του προϋπολογισμού του 2005. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι το 2005 τα δημόσια οικονομικά αντιμετώπισαν ιδιαίτερα προβλήματα κυρίως στο σκέλος των εσόδων. Τα έσοδα του 2005 τόσο από φόρους εισοδήματος όσο και από τους εμμέσους φόρους δείχνουν πτώση της δημοσιονομικής τους απόδοσης σε σχέση με το 2004, τα προϋπολογισθέντα έσοδα του 2005 αλλά και την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ. Τα συνολικά φορολογικά έσοδα ήταν μικρότερα από τα προϋπολογισθέντα κατά 5,3%.
Η μείωση όμως των επιμέρους φόρων ήταν μεγαλύτερη αφού τα συνολικά έσοδα επηρεάστηκαν από την υπέρβαση εσόδων στα πετρελαιοειδή 22,6%, λόγω αύξησης των διεθνών τιμών πετρελαίου, από τα παρελθόντα οικονομικά έτη 34,6% και από τα ακίνητα 7,8%.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη του ΚΕΠΕ, οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις φόρων με μεγάλη υστέρηση εσόδων είναι:
* Ο ΦΠΑ χωρίς πετρελαιοειδή, ο οποίος όχι μόνο υστέρησε το 2005 κατά 12,7% αλλά ήταν μικρότερος ακόμη και από τα έσοδα του ΦΠΑ του 2004. Η υστέρηση αυτή είναι ακόμη σοβαρότερη αν ληφθεί υπόψη ότι ο φορολογικός συντελεστής του ΦΠΑ αυξήθηκε κατά 1% από την 1η Απριλίου 2005. Δεδομένου ότι ο ΦΠΑ είναι ένας περίπου αναλογικός φόρος ακόμη και χωρίς την αύξηση του συντελεστή του, τα έσοδα θα αναμενόταν να αυξηθούν με τον ίδιο ρυθμό με αυτόν που αυξήθηκε ονομαστικό ΑΕΠ, δηλαδή 7,5%.
* ο φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων υστέρησε κατά 10% πραγματοποιώντας έσοδα μικρότερα εκείνων του 2004 παρά τη σημαντική αύξηση των κερδών.
* οι λοιποί φόροι υστέρησαν κατά 10%.
Η αύξηση των συνολικών εσόδων που προϋπολογιζόταν σε 10,8% έπεσε κάτω από το μισό (4,9%). Ειδικότερα, οι αντίστοιχες μειώσεις αποδοτικότητας στους επιμέρους φόρους είναι οι εξής:
- για τους εμμέσους φόρους από 11,3% στο 2,1%,
- για το ΦΠΑ (χωρίς πετρελαιοειδή) από 13,3% στο -1,2%,
- για τους φόρους κατανάλωσης από 6,8% στο 1,8%,
- για το φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων από 10,9% στο -0,1%,
- για το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων από 7,5% στο 4,3%.
Το 2005, η δημοσιονομική αποδοτικότητα των φόρων ήταν ιδιαίτερα χαμηλή και σε σχέση με την αύξηση των εγχώριων εισοδημάτων που πραγματοποιήθηκαν μέσα στο έτος. Αυτό φαίνεται από τη σύγκριση της ελαστικότητας των εσόδων που προϋπολογίστηκαν με την ελαστικότητα των εσόδων που τελικά εισέρρευσαν στα ταμεία του κράτους. Με βάση τη θεωρία αλλά και την ίδια τη διάρθρωση των φόρων ο ΦΠΑ και ο φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων αναμενόταν να έχουν ελαστικότητα τουλάχιστον γύρω στη μονάδα, ενώ η πτώση των εσόδων που πραγματοποιήθηκε έριξε την ελαστικότητά τους κάτω από το μηδέν.
Οι κύριοι λόγοι για την παρατηρηθείσα μεγάλη μείωση της αποδοτικότητας των φόρων είναι:
1. η διαχειριστική αναποτελεσματικότητα του συστήματος συλλογής των δημοσίων εσόδων.
2. Η μειωμένη φορολογική συνείδηση των φορολογουμένων, ατόμων και επιχειρήσεων και
3. η μεγάλη φορολογική επιβάρυνση η οποία φαίνεται να έχει υπερβεί τα όρια τα οποία αντέχει το αναπτυξιακό επίπεδο της χώρας, αφού έχει πλησιάσει στα επίπεδα της Ε.Ε. 15.
Όπως επισημαίνει η μελέτη του ΚΕΠΕ, ο τελευταίος από τους λόγους σημαίνει ότι η αύξηση των φορολογικών συντελεστών δεν μπορεί πλέον να χρησιμεύσει ως μέσο φορολογικής πολιτικής για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας αφού οι υψηλότεροι συντελεστές μπορεί να επιφέρουν μείωση μάλλον παρά αύξηση των δημοσίων εσόδων. Αυτό κυρίως το φαινόμενο φαίνεται να εξηγεί το απρόσμενο κατ' αρχήν γεγονός ότι η αύξηση του ΦΠΑ κατά μια μονάδα οδήγησε σε μείωση και όχι σε αύξηση των εσόδων, όχι μόνο των δικών του αλλά και του φόρου εισοδήματος.