Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Παρά τις όποιες διαφωνίες τους για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, το μίγμα πολιτικής ή τα επιμέρους μέτρα, αν υπάρχει κάτι στο οποίο συμφωνούν Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΔΝΤ και άλλοι διεθνείς οργανισμοί είναι ότι οι προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας παραμένουν σχετικά «φτωχές» για μία οικονομία που είδε το ΑΕΠ της να συρρικνώνεται 25% σε μία ύφεση διαρκείας, που θεωρείται πιο επώδυνη και από τη Μεγάλη Σύνθλιψη της δεκαετίας του ‘30 στις ΗΠΑ. Μάλιστα, τα επόμενα χρόνια αναμένεται να κατεβάσει ταχύτητα. Η Κομισιόν στην Έκθεση Βιωσιμότητας Χρέους, που έδωσε στη δημοσιότητα τέλη Ιουνίου, κάνει λόγο για ρυθμούς ανάπτυξης μόλις 1% μετά το 2022.
Οι επιδόσεις αυτές έρχονται δε σε αντίθεση με εκείνες των άλλων χωρών που βγήκαν από την πίεση των μνημονίων. Τι έκαναν εκείνες διαφορετικά; Πώς κέρδισαν το στοίχημα της ανάπτυξης;
Δεν θα σταθούμε στις εντυπωσιακές επιδόσεις της Ιρλανδίας. Και τούτο γιατί πρόκειται για μία οικονομία με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά, που τα τελευταία χρόνια είδε το ΑΕΠ της να «φουσκώνει», εν πολλοίς χάρη και στη μεταφορά της φορολογικής έδρας μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων στο έδαφός της. Οι περιπτώσεις των μνημονιακών χωρών του Νότου, όμως, και ειδικά της Πορτογαλίας, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Άλλαξε το μίγμα της πολιτικής
Η χώρα της Ιβηρικής αιτήθηκε οικονομική βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ στις 7 Απριλίου 2011. Στις 17 Μαΐου υιοθετήθηκε επισήμως το πρόγραμμά της ύψους 78 δισ. ευρώ, το οποίο είχαν υπογράψει και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Τρία χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 2014, έσπαγε τα δεσμά του μνημονίου με μία καθαρή έξοδο και ανθηρές προοπτικές ανάπτυξης. Η Πορτογαλία οδηγήθηκε στον μηχανισμό στήριξης ύστερα από μία δεκαετία και πλέον αναιμικής ανάπτυξης και χαμηλής παραγωγικότητας, με το χρέος Δημοσίου, νοικοκυριών και επιχειρήσεων να βαίνει αυξανόμενο, τον τραπεζικό τομέα να λυγίζει στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την επενδυτική εμπιστοσύνη να έχει χαθεί. Στόχος της από την πρώτη στιγμή ήταν η μετάβαση σε ένα νέο μοντέλο, στηριζόμενο περισσότερο στις εξαγωγές, η διευκόλυνση του επιχειρείν και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της.
Δεν απέφυγε τη σκληρή λιτότητα, τις μειώσεις μισθών, την αύξηση των φόρων και τις μεταρρυθμίσεις για περισσότερη «ευελιξία» στην αγορά εργασίας. Τα συνόδευσε όμως με ταχεία και επιτυχή προώθηση ιδιωτικοποιήσεων, μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος και προγράμματα προώθησης της καινοτομίας.
Και ενώ οι συνθήκες τα πρώτα μνημονιακά χρόνια ήταν άκρως οδυνηρές (βουτιά στις δαπάνες για δημόσια παιδεία και υγεία, άλμα 41% στις χρεοκοπίες εταιρειών το 2012, αύξηση των ποσοστών ανεργίας και φτώχειας έως και το 2013), η χώρα είδε το φως στο τούνελ. Αντί να παγιδευτεί εσαεί σε έναν φαύλο κύκλο λιτότητας, ύφεσης, αποτυχίας δημοσιονομικών στόχων, νέας λιτότητας με μειώσεις δαπανών και αυξήσεις και ούτω καθεξής (όπως συμβαίνει με εμάς), φρόντισε στη μεταμνημονιακή εποχή να αλλάξει ρότα. Είχε όμως την ευκαιρία να το κάνει, γιατί προηγουμένως είχε τηρήσει τις δεσμεύσεις της και είχε ανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών.
Η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Αντόνιο Κόστα άρχισε από τα τέλη του 2015 να γυρίζει με αργά αλλά σταθερά βήματα σελίδα, αλλάζοντας το μίγμα πολιτικής και θέτοντας τις βάσεις για πιο ισχυρή ανάπτυξη. Αν και στην αρχή τα σχέδια της νέας κυβέρνησης αμφισβητήθηκαν το φθινόπωρο του 2016, έναν χρόνο μετά την ανάληψη της εξουσίας, οι εταιρικές επενδύσεις έκαναν άλμα 13%, η ανάπτυξη είχε ανεβάσει αισθητά ταχύτητα και ως αποτέλεσμα το δημοσιονομικό έλλειμμα υποχωρούσε στο 2,1%.
Έτσι η Πορτογαλία, που το 2014 είχε επιστρέψει σε ασθενείς ρυθμούς ανάπτυξης (0,9%) ύστερα από τρία χρόνια ύφεσης κατά τα οποία το ΑΕΠ της συρρικνώθηκε 6,9%, το 2015 ανέβαζε ταχύτητα στο 1,8%, το 2016 αναπτύχθηκε 1,6% και το 2017 «έτρεξε» με ρυθμούς 2,7%, τους ταχύτερους από το 2000. Ήταν μία από τις καλύτερες επιδόσεις στην Ευρωζώνη.
Η Πορτογαλία δεν ακολούθησε τον δρόμο των υπερπλεονασμάτων. Δεν δεσμεύθηκε άλλωστε ποτέ για κάτι τέτοιο, έχοντας λάβει αισθητά μικρότερο δάνειο από ό,τι εμείς.
Η Μαδρίτη διατηρεί ισχυρούς τους ρυθμούς επενδύσεων
Στην Ισπανία είχαμε μία τραπεζική κρίση, απόρροια της φούσκας στην αγορά στέγης, που έσπασε απότομα. Οι τιμές κατοικιών στην τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία του ευρώ είχαν καταγράψει άνοδο 200% από το 1996 έως το 2007, ενώ το χρέος των νοικοκυριών αυξανόταν με ρυθμούς 25% ετησίως από το 2001 έως και το 2005. Μάλιστα, το 97% των στεγαστικών δανείων ήταν με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Έτσι όταν το 2007-08 ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, η κατάρρευση δεν άργησε να έρθει. Η Ισπανία, ως μεγάλη οικονομία, αντιστάθηκε για κάποια χρόνια, αλλά το 2012 -όταν πια κορυφωνόταν η κρίση χρέους στη ζώνη του ευρώ- οδηγήθηκε στο μηχανισμό στήριξης για ένα πρόγραμμα διάρκειας μόλις 18 μηνών, το οποίο αφορούσε αποκλειστικά τις τράπεζες και της έδινε τη δυνατότητα να δανειστεί, αν χρειαστεί, έως και 100 δισ. ευρώ. Η Μαδρίτη χρησιμοποίησε περί τα 38,9 δισ. ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και 2,5 δισ. ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση της Sareb (της κρατικής εταιρείας διαχείρισης ενεργητικού). Η ισπανική οικονομία εξήλθε από την ύφεση το δεύτερο εξάμηνο του 2013. Το 2014 αναπτύχθηκε με ρυθμούς 1,4%, αλλά το 2015 ανέβασε αισθητά ταχύτητα στο 3,2% - επίδοση που επανέλαβε και το 2016. Το 2017 το ισπανικό ΑΕΠ μεγεθύνθηκε και πάλι 3,1%.
Η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία του ευρώ αναπτύχθηκε το δεύτερο τρίμηνο του φετινού έτους με τους βραδύτερους ρυθμούς από το 2014. Ωστόσο, οι ρυθμοί αύξησης των επενδύσεων παραμένουν ισχυροί, ενώ και οι καταναλωτικές δαπάνες κινούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα. Μεγάλο αγκάθι παραμένει η απασχόληση, αν και το ποσοστό της ανεργίας έχει μειωθεί στο 15,2% από 26,3% το 2013.
Από την «τιμωρία» σε μεγέθυνση
Το αίτημα για βοήθεια ήρθε στις 25 Ιουνίου του 2012 και το πρόγραμμα ύψους 10 δισ. ευρώ -σκληρό και «τιμωρητικό», όπως χαρακτηρίστηκε για τον κυπριακό τραπεζικό τομέα- υπεγράφη στις 2 Απριλίου του 2013.
Ήταν η πρώτη περίπτωση bail in, διάσωσης δηλαδή τραπεζών που επωμίστηκαν μέτοχοι, ομολογιούχοι, καταθέτες και όχι το Δημόσιο. Παρά το σοκ, η Κύπρος εξήλθε του μνημονίου τον Μάρτιο του 2016, έχοντας εφαρμόσει μία φιλόδοξη μεταρρυθμιστική ατζέντα. Αν και οι τράπεζες αντιμετώπιζαν (και εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν) σοβαρές προκλήσεις, με μεγαλύτερη αυτή των «κόκκινων» δανείων, τη χρονιά της εξόδου η κυπριακή οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμούς 2,8%.
Επενδύσεις
Τη μεγάλη ώθηση έδωσαν οι επενδύσεις, που έκαναν άλμα 26% σε σχέση με το 2015. Στήριγμα προσέφεραν επίσης η ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης, ως αποτέλεσα της αύξησης της απασχόλησης και του διαθέσιμου εισοδήματος, αλλά και μία τουριστική σεζόν με επιδόσεις - ρεκόρ. Ενδεικτικό των προσδοκιών που είχαν δημιουργηθεί από το 2016 είναι ότι εκείνη τη χρονιά ο δείκτης οικονομικού κλίματος της χώρας ξεπέρασε ακόμη και τα προ κρίσεως επίπεδα. Το 2017 οι ρυθμοί ανάπτυξης επιταχύνθηκαν εντυπωσιακά, στο 3,9%, ενώ και φέτος, παρά τη διεθνή αβεβαιότητα, το κυπριακό ΑΕΠ υπολογίζεται ότι θα μεγεθυνθεί κατά 3,6%.