Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Όταν ο Αμερικανός πρόεδρος διακήρυττε ότι οι εμπορικοί πόλεμοι είναι καλοί και κερδίζονται εύκολα πόνταρε φυσικά στη δυνατότητα της ισχυρότερης οικονομίας του πλανήτη να αποσπάσει υποχωρήσεις από τους εταίρους της. Ίσως όμως δεν είχε υπολογίσει σε ποιο βαθμό η τακτική του θα επηρεάσει τις εξελίξεις σε δύο άλλα πεδία, την αγορά συναλλάγματος και τη γεωπολιτική σκακιέρα. Ο εμπορικός πόλεμος, μετά και την ανακοίνωση των σχεδίων για δασμούς 25% σε κινεζικές εισαγωγές αξίας 200 δισ. δολαρίων, εξελίσσεται ταχύτατα σε νομισματικό και γεωπολιτικό και εκεί η μάχη είναι ακόμη πιο σκληρή.
Το εμπόριο θεωρείται πρωτίστως μοχλός ανάπτυξης- ένας παράγοντας, που με τους κατάλληλους κανόνες μπορεί να ανοίξει ευκαιρίες, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, να προσφέρει ευημερία. Δεν είναι, όμως, μόνο οικονομικά τα οφέλη που επιδιώκουν μεγάλες και μικρές οικονομίες μέσα από αυτό. Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ κρατών ενισχύουν τους δεσμούς, την αλληλεξάρτηση και δρουν σταθεροποιητικά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (προάγγελος της οποίας ήταν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, που εξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα) είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η ΕΚΑΧ στηρίχθηκε στην πεποίθηση ότι η από κοινού διαχείριση κρίσιμων πρώτων υλών θα καθιστούσε μία πολεμική σύρραξη «όχι απλά αδιανόητη, αλλά και πρακτικά αδύνατη», όπως διαβάζουμε στη Διακήρυξη Σουμάν.
Σχεδόν επτά δεκαετίες μετά οι Ευρωπαίοι εξακολουθούν να πιστεύουν στη δύναμη του εμπορίου ως παράγοντα σταθερότητας. Για αυτό και στη διαμάχη με τις ΗΠΑ, μπορεί να έχουν έτοιμα προς ενεργοποίηση τα αντίποινα, αλλά επιλέγουν πρωτίστως το διάλογο. Η πρόσφατη συμφωνία των δύο πλευρών να παγώσουν τους δασμούς και να εστιάσουν σε διαπραγματεύσεις για μία «νέα φάση» με χαμηλότερα εμπόδια, κινείται ακριβώς σε αυτή την κατεύθυνση, αν και είναι δύσκολο να πει κανείς από τώρα εάν θα αποδώσει καρπούς.
Δεν είναι πάντως καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι είχε προηγηθεί η Σύνοδος του ΝΑΤΟ, στην οποία ο Τραμπ απέσπασε τη δέσμευση των Ευρωπαίων να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους και εκείνοι με τη σειρά τους την υπόσχεση ότι θα σταματήσει να αμφισβητεί το ρόλο και τη χρησιμότητα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας ότι θα ανακόψει την πορεία προς τον απομονωτισμό.
Τα πράγματα είναι μάλλον πιο περίπλοκα στη σύγκρουση με την Κίνα. Ο ρόλος της στην κορεατική χερσόνησο και την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Ασίας (όπως και οι συχνά τεταμένες σχέσεις της με την Ιαπωνία και άλλες δυνάμεις) δεν μπορούν να αγνοηθούν από την Ουάσιγκτον σε μία περίοδο, που επιχειρεί προσέγγιση με την Πιονγιανγκ όσο και εάν ο Αμερικανός πρόεδρος διατείνεται ότι μπορεί να επιτύχει την αποπυρηνικοποίηση της Β. Κορέας χωρίς τη συνδρομή του Πεκίνου.
Οι εξελίξεις στην κορεατική χερσόνησο όμως είναι ένα πολύ μικρό κομμάτι του γεωπολιτικού παιχνιδιού. Ο δράκος είναι η μεγάλη αναδυόμενη δύναμη, την οποία όλοι θέλουν να συγκρατήσουν, αλλά κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει. Είναι η πολυπληθέστερη χώρα του πλανήτη και σε λίγες δεκαετίες (ή λίγα χρόνια κατά ορισμένους) θα εξελιχθεί και στην κορυφαία οικονομία.
Ενώ όμως, εκμεταλλευόμενη τη στροφή των Αμερικάνων στον προστατευτισμό, προβάλλεται ως υπέρμαχος και προστάτης του ελεύθερου εμπορίου και της παγκοσμιοποίησης, παραμένει μία ανελεύθερη, μη δημοκρατική χώρα. Το ιδιόμορφο μοντέλο, που επιχειρεί να συνδυάσει το «αόρατο χέρι της αγοράς» με το «βαρύ χέρι του κράτους», αλλά και οι φιλοδοξίες του προέδρου «εφόρου ζωής» Σι Τζινπίνγκ να ενισχύσει όχι μόνο την οικονομική παρουσία, αλλά ευρύτερα την επιρροή της Κίνας σε περιοχές πολύ μακριά από τα σύνορά της, είναι εύλογο να αντιμετωπίζονται τουλάχιστον με καχυποψία από Αμερικανούς και Ευρωπαίους. Οι φόβοι δεν είναι μόνο ή τόσο οικονομικοί, είναι γεωπολιτκοί. Η παρουσία του δράκου στην Αφρική, στα Βαλκάνια και σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και οι δυναμικές κινήσεις εξαγορών από το 2010 έως και το 2016 σε αμερικανικό έδαφος, είναι αποκαλυπτικές των κινεζικών σχεδίων και δυνατοτήτων.
Αν στις σχέσεις με την Ευρώπη είναι ο έλεγχος υποδομών (λιμάνια και όχι μόνο), που φοβίζει, αλλά και καθιστά αναγκαία τη συνεργασία, στην περίπτωση των ΗΠΑ είναι η αλληλεξάρτηση στη ροή του χρήματος ο κρίσιμος παράγοντας. Όπως εξηγούν αναλυτές στον Economist όσο η Κίνα άνοιγε την οικονομία της στον κόσμο, τόσο περισσότερο οι καταναλωτές της Δύσης αγόραζαν φθηνά κινεζικά αγαθά, αλλά και οι επιχειρήσεις στρέφονταν στην τεράστια αυτή αγορά, ενσωματώνοντάς τη στην εφοδιαστική αλυσίδα και σπεύδοντας να εκμεταλλευθούν τα φθηνά εργατικά χέρια και τις αναμφίβολες προοπτικές ανάπτυξης. Οι επιχειρήσεις της Δύσης έβλεπαν τα έσοδά τους να πολλαπλασιάζονται, αλλά και η Κίνα είχε αναμφίβολο κέρδος στη μορφή θέσεων εργασίας και κυρίως απόκτησης τεχνολογίας και τεχνογνωσίας. Το τελευταίο όχι πάντα με θεμιτό τρόπο. Κατηγορείται για κλοπή τεχνολογίας και πνευματικής ιδιοκτησίας αμερικανικών και ευρωπαϊκών εταιρειών.
Όσο πλουσιότερη όμως γινόταν η Κίνα τόσο περισσότερα αμερικανικά κρατικά ομόλογα αγόραζε για να μπορεί να διατηρεί το νόμισμά της υπό έλεγχο και τις εξαγωγές της ανταγωνιστικές. Αυτό επέτρεπε και στις ΗΠΑ να δανείζονται αφειδώς. Η Κίνα έχοντας στα χέρια της αμερικανικό χρέος 1,18 τρισ. δολαρίων, είναι ο μεγαλύτερος με διαφορά πιστωτής των ΗΠΑ- μία σχέση, που δένει οικονομικά και πολιτικά τις δύο οικονομίες. Η κυκλική αυτή ροή του χρήματος έχει ως αποτέλεσμα το αμερικανικό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και το κινεζικό πλεόνασμα να φουσκώνουν.
Και κάπως έτσι φτάνουμε και στον νομισματικό πόλεμο. Σε μία προσπάθεια να στηρίξει την οικονομία του που κατεβάζει ταχύτητα εξαιτίας της αμερικανικών εμπορικών πυρών, το Πεκίνο αφήνει το νόμισμά του να υποτιμηθεί. Το γιουάν έχει υποχωρήσει περισσότερο από 6% έναντι του δολαρίου από τις αρχές του Ιουνίου. Είχε προηγηθεί πάντως σημαντική ανατίμησή του τα προηγούμενα χρόνια, ενώ οι ειδικοί επισημαίνουν ότι αν και είναι επιθυμητή και σκόπιμη από την κινεζική πλευρά, η υποτίμηση αυτή- σε αντίθεση με την απότομη του 2015, που είχε πυροδοτήσει έντονες αναταράξεις στις αγορές διεθνώς- αντανακλά εν πολλοί τις νέες οικονομικές συνθήκες και τις δυνάμεις της αγοράς. Αναλυτές του Bloomberg Economics υπολογίζουν μάλιστα ότι το κινεζικό νόμισμα εξακολουθεί σήμερα να είναι περίπου 6,5% ανατιμημένο σε σχέση με τα θεμελιώδη δεδομένα της οικονομίας.
Πριν από περίπου δέκα ημέρες σε μία σειρά οργισμένων αναρτήσεων στο Twitter o Nτόναλντ Τραμπ κατηγόρησε όχι μόνο την Κίνα, αλλά και την Ευρώπη για χειραγώγηση των νομισμάτων τους. Οι δηλώσεις του εκείνες έθεσαν προσωρινά υπό πίεση το αμερικανικό δολάριο, του οποίου όμως η πτωτική πορεία βρίσκει μπροστά της το εμπόδιο των επιτοκιακών αυξήσεων από τη Federal Reserve. Η στροφή της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας σε περιοριστική πολιτική, με πολύ πιο δυναμικά βήματα, από ό,τι οι άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη, έχουν ως αποτέλεσμα το δολάριο να έχει ανατιμηθεί κατά περίπου 2,5% έναντι του ευρώ από τις αρχές του έτους (ισοτιμία στο 1,17 δολ. ανά ευρώ).
Πρόκειται για πλήρη ανατροπή του σκηνικού σε σχέση με το 2017, όταν το ευρώ απογειωνόταν έναντι του αμερικανικού νομίσματος. Η τάση αυτή προβλέπεται μάλιστα να έχει συνέχεια, από τη στιγμή που η ΕΚΤ δεσμεύεται να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια τουλάχιστον έως το καλοκαίρι του 2019, με μερίδα αναλυτών να θεωρεί πιθανή ακόμη και την απόλυτη ισοτιμία (1:1). Η Ευρωζώνη δεν θέλει νομισματικό πόλεμο. Χρειάζεται όμως ένα στήριγμα για τις εξαγωγές της.