Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέσω του πρόεδρου Γούνκερ, κάνει συνεχείς εκκλήσεις στα κράτη-μέλη για επιτάχυνση της διαπραγμάτευσης του νέου πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου (ΠΔΠ) της περιόδου 2021-2027, ώστε να επιτευχθεί πολιτική συμφωνία πριν από τις ευρωεκλογές του 2019 (23-26 Μαΐου), ωστόσο ελάχιστοι πιστεύουν ότι αυτό θα καταστεί εφικτό πριν από το 2020. Από τις μέχρι τώρα συζητήσεις που έχουν γίνει σε επίπεδο Συμβουλίου της Ε.Ε. προκύπτει σαφέστατα ότι υπάρχουν σημαντικές διαφωνίες σε σχέση με τον προτεινόμενο προϋπολογισμό, από όλες τις πλευρές, δηλαδή και από χώρες που είναι καθαροί συνεισφορείς και από εκείνες που έχουν καθαρό όφελος.
Το παράδοξο είναι ότι η Γερμανία, που πληρώνει και τα περισσότερα στον κοινοτικό προϋπολογισμό, δεν ζητάει μείωση των δαπανών, αντίθετα αναγνωρίζει ότι το Brexit θα αφήσει μια πολύ μεγάλη τρύπα (γύρω στα 100 δισ. ευρώ στα 7 χρόνια), και εμφανίζεται διατεθειμένη να αυξήσει τη συνεισφορά της.
Η Επιτροπή έχει προτείνει έναν προϋπολογισμό ύψους 1.135 τρισ. ευρώ σε αναλήψεις υποχρεώσεων (σε τιμές του 2018) για την περίοδο 2021-2027, που ισοδυναμεί με το 1,11% του ΑΕΠ της Ε.Ε. των 27. Ο προϋπολογισμός της περιόδου 2014-2020 ισοδυναμούσε με το 1% του ΑΕΠ, ωστόσο παρά την αύξηση του ποσού τα χρήματα του νέου ΠΔΠ είναι σαφώς λιγότερα, εξαιτίας του Brexit, και για τον λόγο αυτό η Κομισιόν πρότεινε τη μείωση των δαπανών της συνοχής κατά 7% και της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής κατά 5%.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι επειδή η Κομισιόν προτείνει πρόσθετα κριτήρια για την κατανομή των κονδυλίων της συνοχής, όπως η ανεργία των νέων και η υποδοχή προσφύγων, οι επιπτώσεις του νέου ΠΔΠ δεν θα είναι ίδιες σε κάθε χώρα.
Για παράδειγμα, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης με επικεφαλής την Πολωνία, την Ουγγαρία και εκείνες της Βαλτικής, θεωρούν ότι τα πρόσθετα κριτήρια που προτείνει η Κομισιόν για την κατάταξη των περιφερειών και την κατανομή των κονδυλίων θα επιφέρουν μεγάλες απώλειες στις ίδιες. Για τον λόγο αυτό ζήτησαν να παραμείνει ως μοναδικό κριτήριο επιλογής μιας περιφέρειας το κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Από τους καθαρούς συνεισφορείς στον κοινοτικό προϋπολογισμό, οι πιο εχθρικές στην πρόταση της Επιτροπής είναι, κυρίως η Ολλανδία, και κατά δεύτερο λόγο η Σουηδία, η Δανία, η Αυστρία, η Φινλανδία, καθώς και η Κύπρος. Το βασικό επιχείρημα των παραπάνω χωρών είναι ότι μετά την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου, τον Μάρτιο του 2019, η Ε.Ε. μικραίνει και συνεπώς πρέπει να μειωθεί ανάλογα και ο κοινοτικός προϋπολογισμός.
Η Επιτροπή ζητάει επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων και συμφωνία πριν από τη λήξη της θητείας της δικής της και της Ευρωβουλής για δύο λόγους. Ο ένας είναι αντικειμενικός και ο άλλος πολιτικός. Και οι δύο είναι εξίσου σοβαροί.
Καθυστερήσεις στα προγράμματα
Ο αντικειμενικός λόγος έχει να κάνει με τη διαδικασία. Το σημερινό ΠΔΠ (2014-2020) άργησε να υιοθετηθεί και αυτό έφερε πίσω εκατοντάδες κοινοτικά προγράμματα, κυρίως εκείνα των οποίων οι δαπάνες δεν μπορούν να μετατεθούν για αργότερα, όπως η κινητικότητα των φοιτητών (πρόγραμμα Erasmus) ή τα προγράμματα έρευνας.
Σύμφωνα με την Κομισιόν εάν υπάρξει έστω και μερική συμφωνία μέχρι τον Μάιο του 2019 επί των κατευθυντηρίων γραμμών του νέου ΠΔΠ, τότε δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα καθυστέρησης.
Η αβεβαιότητα του Brexit
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τη γενικότερη πολιτική κατάσταση. Κανένας δεν γνωρίζει τις συνθήκες εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. στο τέλος Μαρτίου του 2019. Μπορεί αυτό να γίνει με συντεταγμένο τρόπο, μπορεί να μετατεθεί χρονικά, μπορεί, όμως, η έξοδος να είναι άτακτη (χωρίς συμφωνία), σενάριο που κερδίζει έδαφος τον τελευταίο καιρό εξαιτίας της εκρηκτικής κατάστασης στο εσωτερικό της βρετανικής κυβέρνησης.
Μια άτακτη αποχώρηση θα πλήξει πρωτίστως το Ηνωμένο Βασίλειο, ωστόσο θα κάνει μεγάλη ζημιά και στην Ε.Ε., μάλιστα κάποιες χώρες, όπως η Ολλανδία και το Βέλγιο, υπολογίζουν το κόστος σε ένα ποσοστό μέχρι 3% του ΑΕΠ.
Μια τέτοια εξέλιξη θα έπληττε την ανάπτυξη στην Ευρώπη μετά το 2020 και για τον λόγο αυτό η Κομισιόν δεν θέλει την εν λόγω περίοδο να βρίσκεται σε εξέλιξη η διαπραγμάτευση για το ΠΔΠ, γιατί τότε το «κούρεμα» των δαπανών θα είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που προτείνουν σήμερα οι Βρυξέλλες.
Ενδεικτικά της αβεβαιότητας σχετικά με τον χρόνο λήψης της απόφασης είναι και τα συμπεράσματα του τελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (28-29 Ιουνίου), όπου παρά τις εκκλήσεις του κ. Γιούνκερ, οι Ευρωπαίοι ηγέτες απέφυγαν να δεσμευθούν ότι η διαπραγμάτευση θα ολοκληρωθεί πριν από τις Ευρωεκλογές του 2019.
Όπως τονίζεται στα συμπεράσματα: «Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σημειώνει τη δέσμη προτάσεων για το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο για την περίοδο 2021-2027, που υπέβαλε η Επιτροπή στις 2 Μαΐου 2018, καθώς και τις τομεακές νομοθετικές προτάσεις για προγράμματα στήριξης ευρωπαϊκών πολιτικών που υποβλήθηκαν στη συνέχεια. Καλεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να εξετάσουν τις προτάσεις αυτές στο σύνολό τους και το συντομότερο δυνατόν».
Στους κερδισμένους η Ελλάδα
Οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εάν υιοθετηθούν ως έχουν θα φέρουν στην Ελλάδα συνολικές χρηματοδοτήσεις 35-36 δισ. ευρώ σε τιμές 2018, εκ των οποίων περίπου 19 δισ. ευρώ από τα διαρθρωτικά ταμεία (συνοχή) και 16 δισ. ευρώ από την Κοινή Αγροτική Πολιτική.
Πρόκειται για μια εξαιρετικά θετική εξέλιξη, και σε αυτό σημαντικό ρόλο έπαιξε η παρατεταμένη οικονομική κρίση, η οποία μείωσε σωρευτικά το ΑΕΠ, πάνω από 20% από το 2010, με αποτέλεσμα όλες οι ελληνικές περιφέρειες να εμφανίζονται φτωχές με βάση τα κοινοτικά κριτήρια και να έχουν γίνει ξανά επιλέξιμες για μαζικές χρηματοδοτήσεις από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε.
Το 2012 που αποφασίστηκε το πακέτο της περιόδου 2014-2020 όλοι έλεγαν πως το επόμενο πακέτο για την Ελλάδα θα ήταν πολύ χαμηλότερο. Τελικά δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο, παρά το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε εποχή λιτότητας στον κοινοτικό προϋπολογισμό εξαιτίας του Βrexit.
Οι μεγάλοι κερδισμένοι των προτάσεων της Κομισιόν είναι οι χώρες του κοινοτικού Νότου (Ελλάδα, νότια Ιταλία, Ισπανία), ενώ χαμένες θα είναι η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Εσθονία, η Λιθουανία και η Τσεχία. Συνολικά εκτιμάται ότι από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αφαιρούνται σε σχέση με το πακέτο της περιόδου 2014-2020 περίπου 30 δισ. ευρώ.
Οι ανατολικές χώρες διαμαρτύρονται, λέγοντας ότι οι Βρυξέλλες τις τιμωρούν γιατί δεν επέδειξαν αλληλεγγύη στο προσφυγικό στην Ελλάδα και την Ιταλία. Ωστόσο, από την άλλη, δεν θα μπορούσαν να επαναληφθούν σε περιόδους λιτότητας στον κοινοτικό προϋπολογισμό οι εξωπραγματικές χρηματοδοτήσεις των 83,9 δισ. ευρώ προς την Πολωνία (2014-2020), οι οποίες τώρα περιορίζονται στα 64,4 δισ. ευρώ, τα οποία και πάλι είναι πολλά.