Από την έντυπη έκδοση
Την αναγνώρισή της επιζητεί η χώρα στην πορεία της προς την έξοδο από τα μνημόνια. Κρατώντας ως απόκτημα το ισχυρό κεφαλαιακό μαξιλάρι, που της χαρίζει αυτονομία για μία ολόκληρη διετία, αλλά εκμεταλλευόμενη συγχρόνως την προίκα των διαρθρωτικών αλλαγών, η ελληνική οικονομία θα προσπαθήσει να πείσει τις αγορές πως μπορεί να σταθεί όρθια.
Η χθεσινοβραδινή αξιολόγηση της S&P άφησε αμετάβλητο τo rating της Ελλάδας στο «B+». Τούτο ήταν απολύτως αναμενόμενο, καθώς ο διεθνής οίκος είχε αναβαθμίσει τη χώρα εκτάκτως μόλις στις 25 Ιουνίου.
Έτσι η Citigroup, με σχετική ασφάλεια, δήλωνε χθες το μεσημέρι πως δεν αναμενόταν ουσιαστική μεταβολή στην αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας από την S&P.
Η Citi, μέσα από την έκθεσή της, στέκεται λίγο αυστηρά στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και δεν βλέπει αλλαγές στο rating της S&P ούτε στους επόμενους εννέα μήνες, αλλά ούτε ίσως και αρκετά αργότερα. Όσον αφορά τη Moody’s, σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις της, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από το Global Economic Outlook and Strategy της Citi, ο οίκος αξιολόγησης αναμένεται να προχωρήσει σε μια «συντηρητική» αναβάθμιση «Β2» από «Β3» σε ό,τι αφορά το rating της χώρας στο διάστημα των επόμενων 2-4 ετών. Ας σημειωθεί, πάντως, πως η Moody’s αναθεωρεί τα ratings τον Σεπτέμβριο και έχει μείνει πίσω σε σχέση με τις αξιολογήσεις των λοιπών οίκων.
Επομένως, αρκετοί είναι αυτοί που πιθανολογούν βασίμως αναβάθμιση δύο βαθμίδων για τη χώρα μας, ώστε τελικώς να φθάσει στο «B1» και μάλιστα σύντομα.
Οι προβλέψεις της αμερικανικής τράπεζας έρχονται σε αντίθεση με αρκετούς παράγοντες της αγοράς αλλά και αναλυτές, που θεωρούν πως μετά την έξοδο από το πρόγραμμα οι οίκοι αξιολόγησης θα προχωρήσουν σε μια σειρά θετικών αναθεωρήσεων που θα σχετίζονται με τις τράπεζες και τις επενδύσεις. Εκτίμηση, πάντως, της Citi είναι πως η χώρα μας θα συνεχίσει να παραμένει εκτός της κατηγορίας επενδυτικού βαθμού για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Όπως επισημαίνει η Citi, η S&P έχει δηλώσει ότι οι παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε περαιτέρω αναβάθμιση περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών και την αύξηση των καθαρών άμεσων ξένων επενδύσεων. Ο αμερικανικός οίκος αναγνωρίζει ότι η βελτίωση της εμπιστοσύνης μεταξύ της Αθήνας και των πιστωτών της επέτρεψε μια συμφωνία για ελάφρυνση του χρέους, κάτι που διευκολύνει την έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα στις 20 Αυγούστου.
Η συμφωνία αυτή αναβάλλει την αύξηση των αναγκών αναχρηματοδότησης της Ελλάδας για τα μέσα της δεκαετίας του 2030. Προβλέπει, πάντως, πως η αύξηση του ΑΕΠ θα παραμείνει στο 1,5% έως 2% τα επόμενα δύο χρόνια, καθώς η βελτίωση της εμπιστοσύνης μετά το τέλος της διάσωσης θα αντισταθμιστεί πιθανότατα από τη συνεχιζόμενη δημοσιονομική λιτότητα, η οποία θα πρέπει να θεωρείται απαραίτητη στην πρώτη φάση μετά τη διάσωση.
Η προβληματική ανάπτυξη είναι αυτή που καθιστά αμφίβολη τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, ακόμα και μετά την τελευταία συμφωνία ελάφρυνσής του. Η προθυμία των Ευρωπαίων πιστωτών να στηρίξουν την Ελλάδα -ενδεχομένως επιτρέποντας έναν λιγότερο επιθετικό/φιλόδοξο στόχο πρωτογενών πλεονασμάτων, αν ο σημερινός αποδειχθεί ανέφικτος- θα παραμείνει κρίσιμος παράγοντας προκειμένου η Ελλάδα να αξιολογηθεί ότι μπορεί τελικώς να εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις της, πιθανολογεί ο οίκος.
Στην πιο άμεση καθημερινότητα, κυρίως των πιστωτικών ιδρυμάτων, η συζήτηση συνεχίζεται γύρω από το waiver, που πάντως η διακοπή του αναμένεται να κοστίσει στις συστημικές τράπεζες ένα ποσό που θα κινείται μεταξύ 40 και 60 εκατ. ευρώ.
Ο μοναδικός τρόπος για να συμπεριληφθεί η Ελλάδα στο QE θα είναι να παραμείνει σε πρόγραμμα. Χωρίς waiver δεν υπάρχει QE, αναφέρει η Credit Suisse σε χθεσινή ανάλυσή της, σημειώνοντας ωστόσο ότι το πιθανότερο σενάριο είναι μια θετική έκθεση βιωσιμότητας για το ελληνικό χρέος που τελικώς θα εκληφθεί και ως ένα θετικό μήνυμα στις αγορές.
Το Grexit (από το πρόγραμμα διάσωσης) δεν θα φέρει και το Grexin στο QE (την είσοδο στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης), αναφέρει χαρακτηριστικά η Credit Suisse. Η Ελλάδα θα εξέλθει από τα οκταετή προγράμματα διάσωσης στις 20 Αυγούστου, γεγονός που είναι θετικό, αλλά έχει και κάποια μειονεκτήματα. Θεωρητικά η έξοδος από το πρόγραμμα σημαίνει ότι η Ελλάδα θα χάσει το waiver της ΕΚΤ. Και έτσι, όμως, μια θετική ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους από την ECB θα στείλει σαφώς ένα θετικό μήνυμα στις αγορές. Αυτό θα αποτελέσει «κλειδί» για τους επενδυτές, τη στιγμή που πολλές πτυχές της ελληνικής οικονομίας δείχνουν σαφή σημάδια βελτίωσης και το QE μπορεί να περιμένει.
E.Σακ.