Στις θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία, αλλά και στην αναγκαιότητα τόνωσης των επενδύσεων, εστίασαν οι συμμετέχοντες του τραπεζικού φόρουμ, το οποίο διεξήχθη σήμερα, υπό την αιγίδα της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.
Από το βήμα του συνεδρίου, ο Ηλίας Λεκκός, επικεφαλής αναλυτής της Τράπεζας Πειραιώς, εστίασε στα οφέλη από το σύνολο των διαρθρωτικών αλλαγών, τα οποία ήδη έχουν αρχίσει να γίνονται αντιληπτά.
«Αποτέλεσμα αυτών είναι η συστηματική ανάκαμψη των εξαγωγών, η οποία τα τελευταία τρίμηνα αρχίζει να αποτελεί έναν από τους βασικούς μοχλούς οικονομικής ανάκαμψης» επεσήμανε, μεταξύ άλλων.
Ταυτόχρονα, πρόσθεσε, αρχίζει να αποκτά δυναμική μια διαδικασία ευρείας αναδιάρθρωσης του επιχειρηματικού τοπίου με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων σε διάφορους κλάδους.
Ο κ. Λεκκός έκανε, επίσης, ειδική μνεία στην ανάγκη προσέλκυσης νέων επενδύσεων και διευκρίνισε ότι «προκειμένου αυτές να φθάσουν στο 20,5% του ΑΕΠ, θα χρειαστούν κεφάλαια, ύψους 590 δισ. ευρώ, έως το 2030».
Καθοριστικός παράγοντας για την υλοποίηση ενός τέτοιου φιλόδοξου προγράμματος, όπως εξήγησε, είναι:
- αφενός, η διατήρηση ενός κλίματος φιλικού προς τις επενδύσεις, είτε εγχώριες είτε χρηματοδοτούμενες από το εξωτερικό
- αφετέρου, η αλλαγή του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής μέσω της χρησιμοποίησης μέρους των πρωτογενών πλεονασμάτων για την τόνωση κατά 50% του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα
Από την πλευρά του, ο επικεφαλής αναλυτής της Alpha Bank, Παναγιώτης Καπόπουλος, υποστήριξε ότι με την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος, η χώρα εισέρχεται σε μία περίοδο κατά την οποία, έχοντας διορθώσει τις κύριες μακροοικονομικές ανισορροπίες των περασμένων δεκαετιών, θα επιχειρήσει να επιλύσει τα βασικά προβλήματα που επέφερε η μακροχρόνια ύφεση.
Ο βασικός στόχος, κατά τον ίδιο, είναι να επανέλθει εκ νέου η χώρα σε τροχιά σύγκλισης με τους Ευρωπαίους εταίρους. «O στόχος αυτός πέρα από την ενίσχυση της ευημερίας διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους, αφού αυξάνει τον παρονομαστή του λόγου χρέους προς ΑΕΠ» έσπευσε να εξηγήσει.
«Η άλλη μεγάλη αναγκαιότητα είναι η επαναφορά της ανεργίας σε επίπεδα κοντά στο φυσικό ποσοστό για μία χώρα με το παραγωγικό πρότυπο της Ελλάδος» συμπλήρωσε, προτού κάνει ειδική μνεία στην ανάγκη τόνωσης της παραγωγικότητας.
Άλλωστε, όπως διαμήνυσε, «και τα δύο αυτά προϋποθέτουν την προσέλκυση νέων επενδύσεων, τόσο δημόσιων, όσο πρωτίστως ιδιωτικών».
Ο επικεφαλής αναλυτής της Eurobank, ταυτόχρονα, Τάσος Αναστασάτος, προσέδωσε έμφαση στη σημασία συνέχισης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, επισημαίνοντας ότι «απαιτούνται εμπροσθοβαρείς πολιτικές για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης αγορών, ώστε να υπάρξει θετική επίδραση στο δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης».
Μεταξύ άλλων, ιεράρχησε τις μεταρρυθμίσεις στο άνοιγμα της αγοράς αγαθών και υπηρεσιών, στην επιτάχυνση απονομής δικαιοσύνης, στη βελτίωση του πλαισίου χρήσης γης και στις πολιτικές της αγοράς εργασίας.
«Ανάπτυξη με αρνητική πιστωτική επέκταση δεν γίνεται» έσπευσε να προσθέσει, υπογραμμίζοντας τη συμβολή των τραπεζών στην ελληνική οικονομία. Ωστόσο, όπως διευκρίνισε, η πιστωτική επέκταση σ΄ αυτή την περίπτωση, θα ακολουθείται από την ανάκαμψη».
Από την πλευρά της Εθνικής Τράπεζας, τέλος, ο Νίκος Μαγγίνας εξήρε τη σημασία των ποιοτικών επενδύσεων στην ανάπτυξη, καθώς και τον ενεργητικό ρόλο του τραπεζικού συστήματος στη διαχείριση της ρευστότητας.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από ΑΜΠΕ