Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απεφάνθη σήμερα ότι ο τρόπος με τον οποίο η ελληνική νομοθεσία εναρμονίσθηκε τον Απρίλιο του 2003 (Π.Δ. 81/03) προς την κοινοτική, σε σχέση με το καθεστώς των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, δεν ήταν συμβατός προς την κοινοτική Οδηγία 1999/70. Η εν λόγω Οδηγία προβλέπει μεταξύ άλλων ότι «αντικειμενικοί λόγοι» μπορούν να δικαιολογήσουν την ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Ορίζει επίσης ότι τα κράτη-μέλη καθορίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες οι σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται ότι είναι «διαδοχικές» και ότι έχουν συναφθεί για αόριστο χρόνο. Η έννοια των «αντικειμενικών λόγων» προϋποθέτει την ύπαρξη συγκεκριμένων στοιχείων που άπτονται, μεταξύ άλλων, της σχετικής δραστηριότητας και των συνθηκών ασκήσεώς της.
Η σημερινή απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι αποτέλεσμα προσφυγής που υπέβαλαν 18 εργαζόμενοι οι οποίοι είχαν συνάψει με τον Ελληνικό Οργανισμού Γάλακτος (ΕΛΟΓ), νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου το οποίο ανήκει στον δημόσιο τομέα, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, οι τελευταίες των οποίων έληξαν χωρίς να ανανεωθούν. Ολες οι συμβάσεις συνάπτονταν για διάρκεια 8 μηνών και μεταξύ των διαφόρων συμβάσεων παρεμβαλλόταν χρονικό διάστημα το οποίο κυμαινόταν από 22 ημέρες κατ' ελάχιστον έως 10 μήνες και 26 ημέρες κατ' ανώτατο όριο. Για να αναγνωρισθεί ότι οι συμβάσεις αυτές πρέπει να θεωρηθούν συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, οι εργαζόμενοι άσκησαν αγωγή ενώπιον του ελληνικού Μονομελούς Πρωτοδικείου το οποίο υπέβαλε στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απεφάνθη ότι χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου η οποία στηρίζεται στο γεγονός και μόνον ότι προβλέπεται σε γενική νομοθετική ή κανονιστική διάταξη κράτους-μέλους δεν είναι σύμφωνη προς τον προστατευτικό σκοπό της Οδηγίας.
Η ελληνική νομοθεσία του 2003 ( Π.Δ.81/3 ο λεγόμενος νόμος Ρέππα) που θεωρεί διαδοχικές μόνον τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ των οποίων μεσολαβεί χρονικό διάστημα κατώτερο ή ίσο των 20 εργασίμων ημερών πρέπει, κατά το Ευρωδικαστήριο, να θεωρηθεί ότι μπορεί να διακυβεύσει το αντικείμενο, το σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της Οδηγίας.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τοποθετήθηκε στη συνέχεια και ως προς το αν είναι συμβατό προς την κοινοτική νομοθεσία το καθεστώς που εφαρμόζεται στους εργαζομένους του ελληνικού δημόσιου τομέα το οποίο αποκλείει τη δυνατότητα μετατροπής συμβάσεως ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου. Και επί αυτού του θέματος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τοποθετήθηκε αρνητικά.
Τέλος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απεφάνθη ότι, σε περίπτωση εκπρόθεσμης μεταφοράς στην έννομη τάξη ενός κράτους-μέλους μιας Οδηγίας, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της εν λόγω Οδηγίας, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της Οδηγίας αυτής.
ΑΠΕ-ΜΠΕ