Γερμανία: 30 χρόνια DAX- μία ιστορία (σχεδόν) επιτυχίας

Δευτέρα, 02 Ιουλίου 2018 10:24
UPD:10:31
REUTERS/KAI PFAFFENBACH

Τριάντα χρόνια συμπληρώνει σήμερα ο δείκτης DAX στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης, ένας από τους πιο σημαντικούς δείκτες της παγκόσμιας αγοράς μετοχών. Η DW επιχειρεί έναν απολογισμό. 

 Στη Γερμανία όλοι γνωρίζουν τη χαρακτηριστική εικόνα που προβάλλεται κάθε βράδυ στα δελτία ειδήσεων: ένα λευκό βέλος σε μαύρο φόντο πληροφορεί το κοινό για την πορεία των μετοχών που έχουν εκδώσει οι 30 μεγαλύτερες εταιρίες υψηλής κεφαλαιοποίησης στο χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης. Μετά την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης, την 1η Ιουλίου 1988, ο δείκτης είχε κλείσει στις 1.163 μονάδες. Σήμερα έχει απογειωθεί, ξεπερνώντας κατά διαστήματα ακόμη και τις 13.000 μονάδες. Όσοι επενδυτές επέδειξαν υπομονή, κατάφεραν να αποκομίσουν αξιόλογα κέρδη.

«Οι τηλεοπτικές συνδέσεις με το χρηματιστήριο, αλλά και τα νέα μέσα, έφεραν τον DAX στο σαλόνι μας, τον ανέδειξαν σε άτυπο βαρόμετρο των οικονομικών εξελίξεων στη Γερμανία» τονίζει ο Μάνφρεντ Ζας, πρώην διευθυντής του επενδυτικού οίκου Dekabank. Μέχρι την καθιέρωση του δείκτη υψηλής κεφαλαιοποίησης, οι επενδυτές δεν είχαν εποπτεία της αγοράς στη Φρανκφούρτη, καθώς η τράπεζα Commerzbank ακολουθούσε έναν δικό της δείκτη, η εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung είχε τον δικό της, ενώ άλλο δείκτη δημοσίευε η εφημερίδα του χρηματιστηρίου Börsen-Zeitung.

Πρότυπο ο Dow Jones

«Θέλαμε να καθιερώσουμε έναν δείκτη με εμβληματικό χαρακτήρα, αντίστοιχο του Dow Jones στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης», επισημαίνει ο Ρύντιγκερ φον Ρόζεν, ένας από τους εμπνευστές του DAX. Η αρχική ονομασία ήταν DAI, αλλά «σκεφτήκαμε ότι στην εποχή των ψηφιακών μέσων αυτή η ονομασία ήταν κάπως ουδέτερη, δεν είχε την απαραίτητη αμεσότητα» λέει ο Μάνφρεντ Ζας. Ξαναβλέποντας τη λέξη Index (δείκτης), ο πρώην διευθυντής του οίκου Dekabank αποφάσισε να συμπεριλάβει όχι το πρώτο, αλλά το τελευταίο γράμμα της στην ονομασία του νέου δείκτη. Κι έτσι ο DAI έγινε DAX.

Πολύ γρήγορα οι γερμανικές επιχειρήσεις υψηλής κεφαλαιοποίησης, τα «blue chips» στην αμερικανική διάλεκτο του χρηματιστηρίου, άρχισαν να βλέπουν την ένταξη στον δείκτη DAX ως σφραγίδα οικονομικής ευρωστίας, η οποία μπορεί να προσελκύσει θεσμικούς, αλλά και ιδιώτες επενδυτές. Κάθε τρεις μήνες συνεδριάζει μία ομάδα εργασίας στο χρηματιστήριο της Φραγκφούρτης για να αποφασίσει ποιές επιχειρήσεις μπορούν να προστεθούν στη λίστα του DAX ή να αφαιρεθούν από αυτήν. Κύρια κριτήρια είναι ο τζίρος και η χρηματιστηριακή αξία των ενδιαφερομένων. 15 εταιρίες καταγράφουν αδιάλειπτη παρουσία στον DAX από τον Ιούλιο του 1988. Μεταξύ αυτών είναι οι τράπεζες Deutsche Bank και Commerzbank, η ασφαλιστική εταιρία Allianz, οι αυτοκινητοβιομηχανίες BMW, Daimler και Volkswagen. Στις πιο ηχηρές «αποχωρήσεις» περιλαμβάνονται o άλλοτε κολοσσός της πληροφορικής Nixdorf, τα πολυκαταστήματα Kaufhof και Karstadt, καθώς και η εταιρία κινητής τηλεφωνίας Mannesmann.

Μακρινή ανάμνηση ο «κατήφορος» του 2003

Δεν έλειψαν ωστόσο οι δυσκολίες. Στις 29 Αυγούστου 1988, λίγο μετά την καθιέρωσή του, ο DAX έπεσε προσωρινά στις 1.152 μονάδες, αλλά ανένηψε γρήγορα. Στις αρχές της νέας χιλιετίας κατέρρευσε η αποκαλούμενη new economy, με αποτέλεσμα ο δείκτης να βυθιστεί στις 2.202 μονάδες. Αλλά έκτοτε ανεβαίνει με θαυμαστή συνέπεια και στις 12 Οκτωβρίου 2017 ξεπέρασε για πρώτη φορά τις 13.000 μονάδες.

Αξιοσημείωτο είναι ωστόσο ότι οι περισσότερες μετοχές του DAX βρίσκονται στα χέρια θεσμικών επενδυτών. Οι ιδιώτες κατέχουν μόλις το 11%, σύμφωνα με την εταιρία συμβούλων Ernst & Young. Και αυτό, γιατί προφανώς δεν έχουν ξεχάσει την κατάρρευση της new economy, αλλά και το μίνι-κραχ στη μετοχή της Deutsche Telekom στη δεκαετία του ´90. Ήταν η εποχή που ο κρατικός κολοσσός των επικοινωνιών επρόκειτο να ιδιωτικοποιηθεί, ο δημοφιλής γερμανός ηθοποιός Μάνφρεντ Κρουγκ διαφήμιζε στην τηλεόραση τη «μετοχή του λαού» και ο τότε επικεφαλής της Telekom, Ρον Ζόμερ, ισχυριζόταν ότι «η μετοχή της Telekom είναι τόσο σίγουρη όσο μία επικουρική σύνταξη». Η αλήθεια είναι ότι το 2000 η μετοχή έφτασε στην απίστευτη τιμή των 103,50 ευρώ, αλλά στη συνέχεια κατέρρευσε. Έκτοτε οι περισσότεροι ιδιώτες επενδυτές αποφεύγουν το χρηματιστήριο.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα