Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Με την κυβέρνηση να δίδει από χθες πανηγυρικό τόνο στη συμφωνία του Λουξεμβούργου και την αντιπολίτευση να καυτηριάζει το γεγονός των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για την παραγωγή των οποίων δεσμεύτηκε η χώρα μέχρι και το 2060, οι αγορές έκαναν χθες μια πρώτη «αποτίμηση» της συμφωνίας.
Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου μειώθηκε κατά περίπου 17 μονάδες βάσης με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί στο 4,1%, ενώ η απόδοση του ελληνικού 5ετούς έπεσε και στα επίπεδα του 3,2%.
Το spread έναντι του αντίστοιχου γερμανικού υποχώρησε χθες κάτω από το φράγμα των 400 μονάδων βάσης, στις 385, επιστρέφοντας στα επίπεδα του Ιανουαρίου.
Στο ελληνικό χρηματιστήριο η επιφυλακτικότητα επιβλήθηκε του οποιουδήποτε θετικού μηνύματος από το προχθεσινό Eurogroup και τις μεταμνημονιακές προοπτικές της χώρας, με αποτέλεσμα ο αρχικός ενθουσιασμός να δώσει τη θέση του στις απώλειες.
Ο γενικός δείκτης ξεκίνησε καλπάζοντας προς τις 800 μονάδες, φτάνοντας να κερδίζει έως και 2,5%. Τελικά έκλεισε με απώλειες 0,22% στις 771,18 μονάδες και αυξημένο τζίρο στα 81,6 εκατ. ευρώ. Παρά, λοιπόν, τις συσσωρευμένες απώλειες των προηγούμενων εβδομάδων, φαίνεται ότι τα εβδομαδιαία κέρδη του 1% αποτελούν την «προεξόφληση» του αποτελέσματος του Eurogroup.
Αυτή είναι και η πρώτη αντίδραση που αποτυπώθηκε μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας και μάλιστα από αυτόν που θα έχει από εδώ και στο εξής τον κύριο λόγο για την «αξιολόγηση» της ελληνικής οικονομίας: τις αγορές.
Οι υπερασπιστές
Το περιεχόμενο της συμφωνίας είναι τέτοιο ώστε να δίνει τροφή και στους υπερασπιστές της αλλά και στους επικριτές της:
1 Το επιχείρημα των υπερασπιστών είναι ότι με διασφαλισμένη τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους μέχρι και το 2032 δημιουργείται το απαραίτητο χρονικό περιθώριο ώστε η προσοχή να εστιαστεί στην εφαρμογή πολιτικών που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και θα φέρουν περισσότερες καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Η βιωσιμότητα του χρέους μέχρι το 2032 εξασφαλίζεται τόσο μέσα από τη μείωση των δανειακών υποχρεώσεων (σ.σ.: αυτό συνεπάγεται η παράταση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου του EFSF κατά μία δεκαετία) όσο και με το «μαξιλάρι ασφαλείας» των 24,4 δισ. ευρώ το οποίο καλύπτει τις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας μέχρι και τα μέσα του 2020, ακόμη και αν η Ελλάδα δεν εκδώσει ούτε ένα ομόλογο μέσα σε αυτό το διάστημα.
Όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους (σ.σ.: για την οποία φάνηκε να διατηρεί επιφυλάξεις το ΔΝΤ) υπάρχει η πολιτική δέσμευση του Eurogroup ότι το θέμα θα επανεξεταστεί το 2032 αν και εφόσον χρειαστεί και φυσικά υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα τηρεί τις δικές της δεσμεύσεις.
Οι επικριτές
2 Ο αντίλογος έχει να κάνει με τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που θα πρέπει να εμφανίζει η Ελλάδα όχι μόνο μέχρι το 2022 (σ.σ.: μέχρι τότε ο πήχης είναι δεδομένο ότι θα παραμείνει στο 3,5% του ΑΕΠ), αλλά και μετά.
Το ποσοστό του 2,2% (σ.σ.: αυτός είναι ο τελικός στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος για όλη την περίοδο από το 2022 μέχρι το 2060) είναι χαμηλότερο του 3,5%, αλλά παραμένει υψηλό και περιορίζει τις δυνατότητες για εφαρμογή ηπιότερης φορολογικής πολιτικής με στόχο την προσέλκυση επενδύσεων αλλά και την αναζωπύρωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.
Με τα σημερινά δεδομένα, τα περιθώρια για φορολογικές ελαφρύνσεις το επόμενο διάστημα δεν φαίνονται πολύ μεγάλα.
Για το 2018 δεν προβλέπονται μέτρα φορολογικής ελάφρυνσης. Για το 2019 θα υπάρξουν μέτρα της τάξεως των 700 εκατ. ευρώ, υπό την προϋπόθεση όμως ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα ξεπεράσει το 3,5% (σ.σ.: αυτό θα κριθεί σε συνεργασία με τους δανειστές προς το τέλος του φθινοπώρου εν όψει της κατάρτισης του προϋπολογισμού του 2019), ενώ για το 2020 έχει προβλεφθεί ένα πακέτο με φορολογικά αντίμετρα, το οποίο όμως θα πρέπει να εξισορροπήσει τις συνέπειες από τη μείωση του αφορολογήτου. Και το 2020 περαιτέρω μέτρα φορολογικής ελάφρυνσης θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν από υπερπλεονάσματα.
Αδιάθετο τμήμα ύψους 24 -25 δισ.
Η συμφωνία δεν απαντά στο μείζον για την ελληνική οικονομία πρόβλημα της έλλειψης ρευστότητας. Με δεδομένο πλέον ότι η δόση που θα εκταμιευτεί θα είναι μόλις 15 δισ. ευρώ, το πρόγραμμα του ESM θα κλείσει με το αδιάθετο τμήμα του δανείου να παραμένει κοντά στα 24-26 δισ. ευρώ. Δηλαδή, θα γίνει και με την Ελλάδα ό,τι έγινε με την Κύπρο ή την Ισπανία. Ένα πολύ μεγάλο μέρος του αρχικά εγκεκριμένου ποσού θα παραμείνει στα αζήτητα ενώ θα μπορούσε να αξιοποιηθεί είτε για τη «γενναιότερη» αναχρηματοδότηση του χρέους είτε για την τόνωση της ανάπτυξης. Το επόμενο διάστημα η ελληνική οικονομία θα αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις όσον αφορά τη ρευστότητα του συστήματος δεδομένου ότι θα υπάρξουν πιέσεις προς αυτή την κατεύθυνση και από τις πολιτικές περιορισμού των «κόκκινων» δανείων και από τις επερχόμενες μειώσεις των συντάξεων.
Οι επόμενες κινήσεις του ΟΔΔΗΧ
Μετά την επίτευξη της συμφωνίας, στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους θα βρίσκονται σε κατάσταση αυξημένης επαγρύπνησης προκειμένου να εκμεταλλευτούν με κάθε τρόπο τη συγκυρία. Οι επόμενες κινήσεις που εξετάζονται είναι οι εκδόσεις νέων εντόκων γραμματίων ετήσιας διάρκειας προκειμένου να αντικατασταθούν τα τριμηνιαία και εξαμηνιαία έντοκα που έχουν υψηλότερο κόστος.
Επίσης, επανέρχονται στο προσκήνιο τα σενάρια εξόδου στις αγορές μέσω ενός 10ετούς ομολόγου. Αυτό που πλέον χρειάζεται είναι η περαιτέρω μείωση της απόδοσης κάτω από το 4%, ώστε και «τεχνοκρατικά» να διασφαλιστεί ότι δεν θα αισθανθούν ζημιωμένοι όσοι αγόρασαν προ μηνών τα επταετή ομόλογα που εκδόθηκαν. Το ενδεχόμενο η έκδοση να γίνει πριν από την τυπική λήξη του προγράμματος δεν έχει αποκλειστεί, παρά το αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί προ εβδομάδων λόγω των αναταραχών που προκάλεσε στις ξένες αγορές η Ιταλία.
Αξιολόγηση
Στις 20 Ιουλίου αναμένεται να ανακοινωθεί η πρώτη αξιολόγηση των ελληνικών ομολόγων μετά τη συμφωνία του Λουξεμβούργου από τον οίκο S&P. Μια πιθανή αναβάθμιση κατά μία ή δύο βαθμίδες ενδέχεται να αποτυπωθεί με περαιτέρω μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων. Ανοικτό επίσης παραμένει το ενδεχόμενο είτε τα χρήματα που θα αντληθούν από εδώ και στο εξής από τις αγορές είτε και τα δάνεια του «κουμπαρά» (σ.σ.: δηλαδή τα 24 δισ. ευρώ που θα συγκεντρωθούν μετά την εκταμίευση της τελευταίας δόσης από τον ESM) να αξιοποιηθούν για την πρόωρη αποπληρωμή υφιστάμενων τμημάτων του ελληνικού χρέους, όπως για παράδειγμα του «ακριβού» δανείου του ΔΝΤ. Πάντως, το ζητούμενο σε αυτή τη φάση δεν είναι τόσο το ποσό που θα αντλήσει η Ελλάδα από τις αγορές μέσα στις προσεχείς εβδομάδες, αλλά το να ενισχυθεί η εμπορευσιμότητα επί των ελληνικών τίτλων ύστερα από οκτώ χρόνια απουσίας από τις οθόνες των επενδυτών.