Σε καιρούς αστάθειας στην ευρωζώνη η ΕΚΤ επιστρατεύει την ισχύ της ως παράγοντας σταθερότητας. Η ευρωτράπεζα δεν καθορίζει μόνο τα βασικά επιτόκια, αλλά γίνεται και καταλύτης πολιτικών αποφάσεων.
Στις απαρχές υπήρξε ένας κλασικός ευρωπαϊκός συμβιβασμός: τη θέση του επικεφαλής της νεοϊδρυθείσας πριν από 20 χρόνια ΕΚΤ δεν ανέλαβε το καλοκαίρι του 1998 ούτε Γερμανός ούτε Γάλλος, αλλά ένας Ολλανδός, ο Βιμ Ντούιζενμπεργκ. Πέραν των παιχνιδιών εξουσίας, επρόκειτο τότε για την υλοποίηση ενός από τα πλέον σημαίνοντα έργα της ευρωπαϊκής οικονομικής ιστορίας: η ίδρυση μιας κοινής κεντρικής τράπεζας που θα αναλάμβανε τον ρόλο της εγγυήτριας του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος.
«Στις 25 Μαΐου 1998 οι κυβερνήσεις των έντεκα κρατών που συμμετείχαν τότε στο ευρώ ανέδειξαν τον πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο και τα τέσσερα ακόμη μέλη του Διευθυντηρίου της ΕΚΤ. Ο διορισμός τους τέθηκε σε ισχύ την πρώτη Ιουνίου 1998 θεμελιώνοντας την ίδρυση της ΕΚΤ», αναφέρεται σε σχετικό κείμενο.
Τέσσερις εβδομάδες αργότερα, στα τέλη Ιουνίου, η πολιτική ελίτ γιόρταζε την ίδρυση της ΕΚΤ με μια επίσημη εορταστική τελετή στη Φραγκφούρτη. Με την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος την 1η Ιανουαρίου 1999 με 11 κράτη-μέλη τότε, αποστολή του ολλανδού επικεφαλής της τότε ήταν η νέα θεσμική αρχή να πείσει εξαρχής τους πολίτες ότι το ευρώ ήταν εξίσου σταθερό με τα πρώην εθνικά νομίσματα –το μάρκο, το φράγκο και τα υπόλοιπα. «Το ευρώ είναι το νόμισμά σας θα πρέπει να μπορείτε να βασιστείτε ότι θα διατηρήσει την αξία του», επισήμανε τότε ο Ντούιζενμπεργκ.
Ο ΕΚΤ καλείται να διατηρήσει τις ισορροπίες λαμβάνοντας υπόψη της τα επιμέρους εθνικά συμφέροντα. Με την ευρωζώνη να έχει διευρυνθεί σήμερα στα 19 κράτη-μέλη αυτό το καθήκον έχει γίνει ακόμη δυσκολότερο. Την ώρα που οι χώρες της νότιας Ευρώπης επιχαίρουν την πολιτική του φθηνού χρήματος που ακολουθήθηκε μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007/8, στις ισχυρές χώρες του Βορρά, όπως η Γερμανία, η ΕΚΤ καλείται να αιτιολογεί διαρκώς τη λήψη έκτακτων μέτρων. «Εάν η ΕΚΤ συνεχίσει έτσι, θα αρχίσει σύντομα να αγοράζει παλιά ποδήλατα και θα τυπώνει έναντι αυτών νέα χαρτονομίσματα», δήλωσε σκωπτικά το καλοκαίρι του 2011 ο φιλελεύθερος γερμανός πολιτικός Φρανκ Σέφλερ.
Αμφισβητήσεις της γραμμής Ντράγκι
Αγορές κρατικών ομολόγων, χρηματοδοτικές ενέσεις για προβληματικές τράπεζες, μηδενικά επιτόκια και τιμωρητικά επιτόκια για κεφάλαια που «παρκάρουν» τα τραπεζικά ιδρύματα στην ΕΚΤ – με λήψη τέτοιων μέτρων η ΕΚΤ έσπασε στη μάχη της ενάντια στον χαμηλό πληθωρισμό και την ασθενική ανάπτυξη ορισμένα ταμπού, κάνοντας ορισμένους στη Γερμανία να νοσταλγούν την αλλοτινή κουλτούρα σταθερότητας της γερμανικής Bundesbank.
Στη Γερμανία πολλοί ελπίζουν ότι το φθινόπωρο του 2019 ο γερμανός κεντρικός τραπεζίτης Γενς Βάιντμαν θα μπορέσει τελικά να διαδεχθεί τον ιταλό Μάριο Ντράγκι στο τιμόνι της ΕΚΤ. Ο τελευταίος είχε κάνει επίδειξη των δυνατοτήτων που απορρέουν από το αξίωμά του το καλοκαίρι του 2012. «Η ΕΚΤ θα κάνει τα πάντα προκειμένου να σώσει το ευρώ», είχε δεσμευθεί τότε ο Μάριο Ντράγκι. Αυτή η εμφατική δήλωσε συνέβαλε στη σταθεροποίηση της ευρωζώνης που βρισκόταν αντιμέτωπη με τη σοβαρότερη κρίση της νεαρής ιστορίας της, την ώρα που οι πολιτικοί δεν ήταν σε θέση να προβούν σε ταχείς και αποτελεσματικούς χειρισμούς. Ακόμη και σήμερα είναι αμφιλεγόμενο αν τότε η ΕΚΤ, που είναι δημοκρατικά εκλεγμένη, υπερέβη το πλαίσιο της εντολής της.
Σήμερα, 20 χρόνια μετά την ίδρυσή της, η ΕΚΤ, στον νέο γυάλινο πύργο της στη Φραγκφούρτη, μοιάζει με οχυρό. Πολλοί ζητούν περισσότερη διαφάνεια στον τρόπο λειτουργίας της. «Σχεδόν 20 χρόνια μετά την ίδρυση της ΕΚΤ είναι καιρός να καταγραφεί το τι έχει πάει καλά και τι όχι τόσο καλά», δήλωσε τον περασμένο Ιανουάριο στην οικονομική εφημερίδα Handelsblatt ο χριστιανοδημοκράτης πολιτικός και προσεχώς μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Bundesbank Μπούρκχαρντ Μπαλτς.