Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Στις συναντήσεις που θα γίνουν στο περιθώριο της υπουργικής συνόδου του G7 στον Καναδά (31 Μαΐου-2 Ιουνίου) μεταξύ των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό η συμμετοχή του διεθνούς οργανισμού στην τελική συμφωνία για την Ελλάδα στο Εurogroup, της 21ης Ιουνίου. Αυτό επισημαίνουν στις Βρυξέλλες, τονίζοντας ότι οι διαφορές μεταξύ του ΔΝΤ και των Γερμανών για το μέγεθος και τον χρόνο της παρέμβαση στο ελληνικό χρέος είναι σημαντικές, ωστόσο εκτιμούν πως οι πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία μπορεί να συμβάλουν στην εξεύρεση ενός κοινού τόπου μεταξύ των δύο πλευρών.
Όπως ανέφερε κοινοτική πηγή στη βελγική πρωτεύουσα, η πολιτική κατάσταση στην Ιταλία είναι εξαιρετικά ανησυχητική και αποτελεί απειλή για το σύνολο της Ευρώπης, αφού πρόκειται για την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης και τη χώρα με το μεγαλύτερο χρέος. Η επικέντρωση στο ιταλικό πρόβλημα επιβάλλει την επίλυση όλων των άλλων ζητημάτων, όπως το ελληνικό, ώστε να μην υπάρχουν περισσότερες εστίες κρίσης σε περίπτωση επιδείνωσης της κατάστασης στην Ιταλία, υπογράμμιζε η ίδια πηγή.
Υπενθυμίζεται ότι το ΔΝΤ επειδή θα κάνει και δική του έκθεση βιωσιμότητας του χρέους θέλει να γνωρίζει μέχρι το τέλος Μαΐου τις προθέσεις των Ευρωπαίων για τις ακριβείς παρεμβάσεις σε σχέση με την ελάφρυνση, ώστε να τις λάβει υπόψη στην ανάλυση.
Εν τω μεταξύ, αξιωματούχος με εμπλοκή στη διαδικασία του ελληνικού προγράμματος κάλεσε την Παρασκευή την κυβέρνηση να ολοκληρώσει την εφαρμογή των προαπαιτούμενων της τέταρτης αξιολόγησης μέχρι τις 14 Ιουνίου, ώστε το ΕWG να προετοιμάσει στη συνέχεια τις τελικές αποφάσεις του Εurogroup. Την παραπάνω ημερομηνία το ευρωπαϊκό σκέλος των θεσμών (Κομισιόν-ΕΚΤ-ESM) θα έχει έτοιμη τη δική του έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Ειδικότερα, αναφερόμενος στα 88 προαπαιτούμενα της αξιολόγησης διευκρίνισε ότι 10 έχουν νομοθετηθεί, πολλά είναι σε προχωρημένο στάδιο, ενώ 50 απαιτούν νομοθέτηση. Στο σημείο αυτό πρόσθεσε ότι τον ανησυχούν αυτά που έχουν σχέση με τρίτους παράγοντες και αυτά που αφορούν εφαρμοστικές πράξεις.
Από δημοσιονομικής πλευράς και μετά τη συμφωνία για την τέταρτη αξιολόγηση ο αξιωματούχος είπε ότι η Ελλάδα βρίσκεται στον σωστό δρόμο επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% το 2018 και το 2019, αλλά και τα επόμενα χρόνια με αυξητική μάλιστα τροχιά.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση υπογράμμισε ότι δεν είναι στο τραπέζι, ούτε έχει ζητηθεί από τους δανειστές (Ευρωπαίους και ΔΝΤ) η μετάθεση για το 2019 της μείωσης του αφορολόγητου που είναι προγραμματισμένη για το 2020. Για το επόμενο διάστημα έθεσε ως βασικές προτεραιότητες τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τη στελέχωση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, τον διορισμό διευθυντικού προσωπικού στον δημόσιο τομέα, τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά ενέργειας.
Σχετικά με το 1 δισ. ευρώ που απομένει να εκταμιευθεί από την τρίτη αξιολόγηση ο ίδιος αξιωματούχος στάθηκε ιδιαίτερα στις προϋποθέσεις, λέγοντας ότι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου δεν εκκαθαρίζονται με ικανοποιητικό ρυθμό. Μάλιστα προειδοποίησε ότι εάν η κυβέρνηση δεν στείλει μέσα στις επόμενες δύο βδομάδες τα απαραίτητα στοιχεία που να πιστοποιούν τις προηγούμενες αποπληρωμές μετά τις 15 Ιουνίου τα χρήματα δεν θα είναι διαθέσιμα αλλά θα επιστρέψουν στο πρόγραμμα.
Για την επιτήρηση της επόμενης μέρας μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, ο αξιωματούχος τόνισε ότι δεν θα είναι ένα νέο μνημόνιο, αλλά ούτε και λευκή επιταγή.
Ερωτηθείς σε σχέση με το θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, είπε ότι οι θεσμοί εξετάζουν τον τρόπο, ώστε η επαναφορά τους να μην εγκλωβίζει την οικονομία μόνο σε αυξήσεις.
Τέλος, για τον κατώτατο μισθό διευκρίνισε ότι ο καθορισμός του θα γίνει από την κυβέρνηση μετά το τέλος του προγράμματος, προσδιορίζοντας χρονικά τις αποφάσεις για τον Ιανουάριο. Ο αξιωματούχος πρόσθεσε ότι είναι προφανές πως θα προκύψουν αυξήσεις, αλλά θα συζητηθεί το πόσο γρήγορα θα συμβεί αυτό.