ICAP: Μελέτη για τα λιπαντικά των οχημάτων

Πέμπτη, 20 Ιουλίου 2006 09:46

Μείωση παρουσίασε το 2005 η εγχώρια αγορά λιπαντικών των οχημάτων (που χρησιμοποιούνται τόσο στους κινητήρες όσο και σε άλλα μηχανικά μέρη, όπως το κιβώτιο ταχυτήτων και το σύστημα μετάδοσης), μετά την προσωρινή άνοδο του 2004.

Οι τελευταίες μεταβολές και προοπτικές εξέλιξης του κλάδου «Λιπαντικά Οχημάτων» παρουσιάζονται στην πέμπτη έκδοση της σχετικής κλαδικής μελέτης της ICAP, η οποία κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη Διεύθυνση Μελετών Οικονομικού Περιβάλλοντος της ICAP.

Κύριο χαρακτηριστικό της αγοράς αποτελεί ο μεγάλος αριθμός εμπορικών σημάτων (περίπου 300) αλλά και ο υψηλός βαθμός συγκέντρωσης, καθώς λίγες, μεγάλου μεγέθους εταιρείες ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς.

Ο όγκος της αγοράς λιπαντικών οχημάτων κινήθηκε πτωτικά την περίοδο 1994-2005 με μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης της τάξης του 1,9%. Εξαίρεση αποτέλεσε το 2004 οπότε και διεκόπη η επί μια δεκαετία πτώση της εγχώριας αγοράς. Η αύξηση του 2004 αποδίδεται στη σημαντική δραστηριοποίηση των στόλων των τεχνικών-κατασκευαστικών εταιρειών, λόγω των εκτεταμένων έργων δημιουργίας και αναβάθμισης υποδομών, πολλά εκ των οποίων εκπονήθηκαν εξ’ αιτίας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.

Η ζήτηση για τα εξεταζόμενα προϊόντα επηρεάζεται σε μέγιστο βαθμό από την εξέλιξη και διαμόρφωση του στόλου των κυκλοφορούντων οχημάτων. Η μείωση που παρατηρείται στη συνολική αγορά λιπαντικών, οφείλεται στο ότι ο στόλος των οχημάτων συνεχώς ανανεώνεται με αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες νέας τεχνολογίας που πραγματοποιούν αλλαγές λιπαντικών σε περισσότερα χιλιόμετρα σε σύγκριση με ότι συνέβαινε στο παρελθόν. Επιπλέον, η βελτίωση των λιπαντικών από άποψη τεχνολογίας επιτρέπει και σε παλαιότερα οχήματα να πραγματοποιούν λιγότερο συχνές αλλαγές λιπαντικών σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς το 37% της συνολικής εγχώριας κατανάλωσης λιπαντικών το 2005 καλύφθηκε από προϊόντα που προορίζονται για επιβατικά αυτοκίνητα. Οι μοτοσικλέτες κάλυψαν ποσοστό της τάξης του 5%, γεγονός που οφείλεται στο ότι απαιτούν μικρότερες ποσότητες λιπαντικών, η δε πλειοψηφία τους αφορά δίκυκλα μικρού κυβισμού που απαιτούν ακόμα μικρότερες ποσότητες. Τα λοιπά οχήματα (φορτηγά, λεωφορεία, γεωργικά οχήματα, αγροτικά κ.α.) απορρόφησαν το 58% της συνολικής εγχώριας κατανάλωσης λιπαντικών.

Η συνολική αγορά καλύπτεται σε πολύ μεγάλο ποσοστό από ορυκτέλαια, ενώ τα συνθετικά/ημισυνθετικά λιπαντικά εκτιμάται ότι καταλαμβάνουν ποσοστό περίπου 20-22%. Παράγοντες της αγοράς τονίζουν ότι το μερίδιο των συνθετικών λιπαντικών θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια, αν και τα ορυκτέλαια θα συνεχίσουν να έχουν τον πρώτο λόγο όσον αφορά την ποσότητα στο σύνολο της αγοράς.

Πρόβλημα για τον κλάδο αποτελεί η διάθεση στην αγορά προϊόντων χαμηλής ποιότητας και αντίστοιχου κόστους, τα οποία δεν τηρούν τις προδιαγραφές που ορίζονται από το σχετικό θεσμικό πλαίσιο. Τα λιπαντικά αυτά μπορεί να είναι εισαγόμενα, αλλά και εγχωρίως παραγόμενα από επιχειρήσεις που δεν τηρούν τις προδιαγραφές των βασικών και των βοηθητικών υλών και των διαδικασιών ανάμειξης ή αναγέννησης των λιπαντικών.

Οι εξελίξεις στην τεχνολογία των κινητήρων εσωτερικής καύσης και γενικότερα των κινητήριων μονάδων των οχημάτων θα συνεχίσουν να επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη ζήτηση για λιπαντικά, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Οι ηλεκτρικοί αλλά και οι υβριδικοί κινητήρες αποτελούν «κίνδυνο» για τους κινητήρες εσωτερικής καύσης και κατά συνέπεια για την αγορά των λιπαντικών.

Η σταδιακή απόσυρση παλαιότερων οχημάτων τα οποία απαιτούν συχνότερες αλλαγές λιπαντικών, οδηγεί σε περαιτέρω μείωση του συνολικού μεγέθους της αγοράς σε ποσότητα αλλά όχι και σε αξία. Τα σύγχρονα λιπαντικά (συνθετικά) έχουν συνήθως υψηλότερη τιμή ανά λίτρο σε σχέση με τα ορυκτέλαια παλαιότερης τεχνολογίας, καθώς και υψηλότερο περιθώριο κέρδους ανά μονάδα. Τα συνθετικά λιπαντικά αναμένεται να αυξήσουν σημαντικά το μερίδιό τους στην αγορά τα επόμενα χρόνια, στοιχείο που θα βοηθήσει τις εταιρείες να διατηρήσουν ή και να ενισχύσουν τα περιθώρια κέρδους τους, παρά τη μείωση των συνολικά πωλούμενων ποσοτήτων.

Κύκλοι της εν λόγω αγοράς επισημαίνουν τη δημιουργία νέων προβλημάτων τα οποία προκύπτουν από την απότομη αύξηση του κόστους των πρώτων υλών κατά τα τελευταία 2 χρόνια, λόγω της ανόδου της τιμής του πετρελαίου.

Εκπρόσωποι του κλάδου εκτιμούν ότι η ανάκαμψη του 2004 αποτέλεσε παρένθεση στη συνεχιζόμενη συρρίκνωση της κατανάλωσης (σε όγκο). Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, οι ισχύουσες συνθήκες και τάσεις της αγοράς συνηγορούν για περαιτέρω μείωση του όγκου της κατανάλωσης κατά τη διετία 2006-2007.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα