Ουραγός στα θέματα ψηφιακής οικονομίας παραμένει η Ελλάδα, παρά τις επίσημες διακηρύξεις ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι για τις αρχές προτεραιότητα.
Στο Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Digital Economy and Society Index-DESI), ο οποίος αξιολογεί την ψηφιοποίηση κάθε χώρας, η χώρα μας παραμένει και φέτος στην 27η θέση μεταξύ των 28 κρατών- μελών, μόλις ένα σκαλοπάτι πάνω από τη Ρουμανία.
Όπως επισημαίνεται, «τα τελευταία έτη η Ελλάδα δεν έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο σε σύγκριση με άλλα κράτη μέλη της ΕΕ. Στο παρελθόν έτος η πρόοδος ήταν κατά τι πιο αργή από τον μέσο όρο της ΕΕ».
Ο δείκτης αξιολογεί τις χώρες με βάση πέντε κριτήρια: συνδεσιμότητα, ανθρώπινο κεφάλαιο (χρήση διαδικτύου, ψηφιακές δεξιότητες πολιτών), χρήση διαδικτυακών υπηρεσιών, ενσωμάτωση ψηφιακής τεχνολογίας (σε επιχειρήσεις, ηλεκτρονικό εμπόριο κ.α.) και ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες (ηλεκτρονική διακυβέρνηση). Στην κορυφή της κατάταξης φιγουράρει η Δανία.
Η Ελλάδα εμφανίζει απογοητευτικές επιδόσεις σε όλους τους επιμέρους τομείς. Όσον αφορά τη συνδεσιμότητα, χώρα μας βρίσκεται στην τελευταία 28η θέση και η μετάβασή της στις γρήγορες σταθερές ευρυζωνικές συνδέσεις είναι πιο αργή απ' ό,τι σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ (διείσδυση 69%).
Όσον αφορά τις κινητές ευρυζωνικές υπηρεσίες, θετική εξέλιξη θεωρείται ότι η κάλυψη 4G αυξήθηκε στην Ελλάδα (στο 88%) και σήμερα πλησιάζει τον μέσο όρο της ΕΕ (91%). Από την άλλη, η Ελλάδα έχει σχεδόν μηδενική κάλυψη και διείσδυση ευρυζωνικών επικοινωνιών υπερυψηλής ταχύτητας σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ.
Αναφέρεται ακόμη ότι «η Ελλάδα υστερεί αισθητά σε σχέση με τους στόχους του ψηφιακού θεματολογίου για την Ευρώπη που καθορίζονται στην ευρυζωνική στρατηγική. Προκειμένου να καλυφθεί το χάσμα με τα άλλα κράτη μέλη, πρέπει να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για ιδιωτικές επενδύσεις και για άμεση αποδέσμευση δημόσιων χρηματοδοτικών πόρων».
Στο ψηφιακό ανθρώπινο κεφάλαιο η Ελλάδα κατατάσσεται 26η. Αναφέρεται ότι οι επιδόσεις της είναι αρκετά χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά σημειώνει πρόοδο. Το 2017, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού που χρησιμοποιούσε το διαδίκτυο σε τακτική βάση (67%), ήταν από τα χαμηλότερα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών (μέσος όρος ΕΕ 81%).
Ο αριθμός των ατόμων που διαθέτουν τουλάχιστον βασικό επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων, έχει μείνει στάσιμος στο 46% και η Ελλάδα παραμένει κάτω του μέσου όρου της ΕΕ (57%). Η χώρα μας εξακολουθεί να έχει το χαμηλότερο ποσοστό ειδικών Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών-ΤΠΕ (1,4%) στην ΕΕ, ενώ εξακολουθεί να πάσχει και από «διαρροή εγκεφάλων».
Η έκθεση που συνοδεύει το δείκτη DESI, τονίζει ότι «η αντιμετώπιση της έλλειψης ειδικών ΤΠΕ είναι ζωτικής σημασίας για τη στήριξη του ψηφιακού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η χρήση των ΤΠΕ είναι αναγκαία σε πάνω από το 90% των θέσεων εργασίας. Το χαμηλό ποσοστό ατόμων με τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες μπορεί να δράσει ανασταλτικά για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας».
Στην ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας από τις επιχειρήσεις, η Ελλάδα κατατάσσεται 24η. Οι ελληνικές εταιρείες χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στα ίδια επίπεδα με τον μέσο όρο της ΕΕ (21%). Όμως η υιοθέτηση των πιο εξελιγμένων ψηφιακών τεχνολογιών παραμένει σε χαμηλό επίπεδο.
Το 2017 το ποσοστό των εγχώριων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούσαν ηλεκτρονικά τιμολόγια, αυξήθηκε κάπως στο 6,5%, ενώ η χρήση υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους (cloud computing) παρέμεινε στάσιμη σε χαμηλό επίπεδο (5,5%). Ο κύκλος εργασιών ηλεκτρονικού εμπορίου των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) είναι επίσης χαμηλός.
Στις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες η Ελλάδα είναι τελευταία. Επισημαίνεται ότι «οι επιδόσεις της Ελλάδας στον τομέα των ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών και των ψηφιακών δεξιοτήτων παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα και μπορούν να αποτελέσουν τροχοπέδη για την περαιτέρω ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας».
Οοι ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες εξακολουθούν να αποτελούν έναν από τους πιο δύσκολους τομείς της ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας. Η Ελλάδα προοδεύει, αλλά οι επιδόσεις της είναι πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ και βρίσκεται στην τελευταία θέση μεταξύ των 28 κρατών μελών της ΕΕ» επισημαίνει η Κομισιόν.