Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από την πολυμερή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είναι ένα στοίχημα υψηλού ρίσκου, που τον φέρνει σε τροχιά σύγκρουσης με αντιπάλους και συμμάχους. Πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές προειδοποιούν ότι θα μπορούσε να ανάψει νέες «φωτιές» στη Μέση Ανατολή, να εκτινάξει στα ύψη την τιμή του πετρελαίου, θέτοντας σε κίνδυνο την παγκόσμια ανάκαμψη, και να «κάψει» επιχειρηματικά σχέδια εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Επιμένοντας στην τακτική, που ακολούθησε και στην εμπορική διαμάχη με τις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, ο Αμερικανός πρόεδρος, βγάζει το «μπαζούκας» των κυρώσεων, αλλά αφήνει ένα περιθώριο λίγων μηνών έως ότου πυροδοτήσει. Οι επιχειρήσεις, που έχουν ήδη συμβάσεις στο Ιράν, έχουν προθεσμία 90 έως 180 ημερών (δηλαδή έως τον Αύγουστο ή το Νοέμβριο) να συμμορφωθούν με το καθεστώς των κυρώσεων, το οποίο βάζει μεταξύ άλλων στο στόχαστρο την κεντρική τράπεζα του Ιραν, τον χρηματοπιστωτικό τομέα, την πετρελαιοβιομηχανία και τη ναυτιλία.
Ο μεγάλος χαμένος από την απόφαση είναι η σταθερότητα. Γάλλοι και Γερμανοί το είπαν ξεκάθαρα. Η απόφαση ανοίγει τον ασκό του Αιόλου, ο κόσμος θα είναι πια λιγότερο ασφαλής. Υπό αυτή την έννοια όλοι κινδυνεύουν μεσοπρόθεσμα με ισχυρό πλήγμα. Πολλά θα εξαρτηθούν βεβαίως από την «απάντηση» της Τεχεράνης. Ακόμη και εάν ο Ρουχανί επιδείξει αυτοσυγκράτηση, όμως, η εφαρμογή των κυρώσεων πλήττει άμεσα πολλούς, πέραν των συνόρων της Μέσης Ανατολής, που ήδη βρίσκεται σε αναβρασμό. Οι μεγάλοι ηττημένοι- σε μία πρώτη ανάγνωση τουλάχιστον- φαίνεται να είναι οι ακόλουθοι:
Η Ευρώπη
Τι και εάν ο Αμερικανός πρόεδρος εξαπέλυε πριν από λίγο καιρό επίθεση στον ΟΠΕΚ για τεχνητή άνοδο των τιμών του πετρελαίου. Γνώριζε καλά ότι ο ίδιος με την απόφασή του θα το οδηγήσει ακόμη υψηλότερα. Το αμερικανικό αργό υπερβαίνει τα 70 δολάρια και το μπρεντ τα 76 δολάρια.
Και ενώ η εξέλιξη είναι πιθανότατα άκρως καλοδεχούμενη από τους Αμερικανούς παραγωγούς σχιστολιθικού πετρελαίου, προκαλεί έντονο πονοκέφαλο στις ευρωπαϊκές οικονομίες, που καλύπτουν τις ενεργειακές τους ανάγκες με εισαγωγές. Ήδη η τιμή της βενζίνης ακολουθεί την ανιούσα, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι με την τιμή του πετρελαίου συνδέεται εκείνη του φυσικού αερίου.
Αξίζει να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο ότι πετρέλαιο από το Ιράν εισάγουν αυτή τη στιγμή η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα. Στη χώρα μας τα ΕΛΠΕ προμηθεύονται σημαντικές ποσότητες ιρανικού αργού.
Το αυξημένο ενεργειακό κόστος θα μπορούσε να βάλει φρένο στην ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία ήδη έχει κατεβάσει ταχύτητα το τελευταίο τρίμηνο. Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι οι ευρωπαϊκές χώρες, με πρώτη τη Γαλλία, είχαν επιχειρήσει μεγάλα εμπορικά, οικονομικά ανοίγματα στο Ιράν μετά τη συμφωνία του 2015.
Οι ευρωπαϊκές πετρελαιοβιομηχανίες
Η άνοδος των τιμών του πετρελαίου είναι καλό νέο για τους πετρελαϊκούς κολοσσούς. Ωστόσο οι ευρωπαϊκές Total και Royal Dutch Shell έβλεπαν σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης στην αγορά του Ιράν, που τώρα μάλλον τις χάσουν. Η γαλλική Total ήταν η πρώτη ξένη πετρελαϊκή που επέστρεψε στην Ισλαμική Δημοκρατία το 2015, στον απόηχο της άρσης των κυρώσεων. Θέλει πάση θυσία να διατηρήσει τη συμφωνία ύψους 1 δισ. δολαρίων για την ανάπτυξη offshore κοιτασμάτων φυσικού αερίου στη χώρα. Έχει φροντίσει να μην χρησιμοποιήσει στο project καθόλου αμερικανικά προϊόντα και να μην έχουν εμπλοκή σε αυτό οι αμερικανικές δραστηριότητές της. Και αυτό θα είναι το επιχείρημά της όταν επιβληθούν οι κυρώσεις. Ενδεχομένως να αναγκαστεί να αποσυρθεί από την κοινοπραξία CNPC με την ιρανική National Iranian Oil Co. και την κινεζική China National Petroleum Corp.
Η Royal Dutch Shell έχει υπογράψει συμβόλαιο για την πώληση πετροχημικής τεχνολογίας σε Ιρανούς εταίρους. Είναι αμφίβολο εάν θα μπορέσει να το διατηρήσει.
Οι αεροναυπηγικοί κολοσσοί
Οι Boeing και Airbus είναι μεταξύ των μεγάλων θυμάτων. Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Στίβεν Μνούτσιν, ανακοίνωσε ότι η άδεια της αμερικανικής αεροναυπηγικής εταιρείας για πώληση αεροσκαφών στο Ιράν θα ανακληθεί. Αυτό σημαίνει ότι οι συμφωνίες της Boeing για πώληση 30 αεροσκαφών 737 Max αξίας 3 δις. δολαρίων στην Iran Aseman και για πώληση 80 αεροσκαφών αξίας 16,6 δις. δολαρίων στην Iran Air κινδυνεύουν με ναυάγιο. Σε κίνδυνο βρίσκονται και χιλιάδες θέσεις εργασίας, που συνδέονται με τις συγκεκριμένες παραγγελίες.
Αντιμέτωπη με ανάκληση της άδειας θα έρθει και η Airbus. Ο ευρωπαϊκός κολοσσός φέρεται να έχει ήδη έρθει σε επαφή με Γάλλους και Γερμανούς αξιωματούχους, από τους οποίους έχει ζητήσει να παρέμβουν στην αμερικανική κυβέρνηση, ώστε να μη ναυαγήσει το deal των 19 δισ. δολαρίων με την Iran Air. Η ιρανική αεροπορική έχει παραγγείλει 100 αεροσκάφη από την Airbus.
Η αμερικανική οικονομία
Το δολάριο έχει απογειωθεί, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τις αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων. Καμία από τις δύο εξελίξεις δεν χαροποιεί βεβαίως τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο Αμερικανός πρόεδρος υποστήριζε ότι το αμερικανικό νόμισμα ήταν ήδη υπερτιμημένο έναντι νομισμάτων άλλων μεγάλων οικονομιών, τις οποίες και κατηγορούσε για σκόπιμη χειραγώγηση. Ουσιαστικά ο ίδιος επιθυμούσε να παραμείνει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα το νόμισμα- κάτι το οποίο πετύχαινε εν πολλοίς με τις φραστικές επιθέσεις, παρά τη στροφή της Federal Reserve σε περιοριστική πολιτική- προκειμένου να υπάρχει ένα σταθερό στήριγμα στις εξαγωγές και την ανάπτυξη. Αυτό το στήριγμα τώρα χάνεται με το δολάριο να απογειώνεται σε υψηλά 4,5 μηνών. Σήμερα η ισοτιμία έναντι του ευρώ είναι κοντά στο 1,18 δολ. ανά ευρώ.
Την ίδια ώρα αυξάνεται το κόστος δανεισμού του αμερικανικού δημοσίου. Η απόδοση του δεκαετούς κρατικού ομολόγου υπερβαίνει και πάλι το 3%, ενώ θα μπορούσε να οδηγηθεί ακόμη και στο 4%, όπως προειδοποιεί μερίδα αναλυτών.
Η τουρκική λίρα
Την ώρα που το δολάριο επιδίδεται σε ράλι, τα νομίσματα των αναδυόμενων αγορών δέχονται σφυροκόπημα. Όπως σχολιάζουν αναλυτές το πλέον ευάλωτο νόμισμα (πέραν του ιρανικού) είναι το νόμισμα της Τουρκίας, λόγω της παρουσίας της στην περιοχή, αλλά και της συμμαχίας, που έχει συγκροτήσει με Τεχεράνη και Μόσχα. Το τουρκικό νόμισμα βρίσκεται σε έναν διαρκή κατήφορο από τις αρχές του έτους, με την ισοτιμία κοντά στις 4,3 λίρες ανά δολάριο. Ο μόνος που θα μπορούσε να ανακόψει την πτωτική πορεία είναι ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν, εάν επιτρέψει στην κεντρική τράπεζα της χώρας να αυξήσει αισθητά τα επιτόκια και να θέσει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό. Όσο επιμένει να είναι σε σύγκρουση με τη νομισματική αρχή, η λίρα θα παραμένει ευάλωτη στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.