Οριακά λιγότερες ήταν οι συγχωνεύσεις και Εξαγορές (Σ&Ε) στην Ελλάδα το 2017, αλλά με αύξηση της εκτιμώμενης αξίας σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, σύμφωνα με την έρευνα της Ernst & Young (ΕΥ) M&A Barometer 2017: Central and Southeast Europe.
Στην Ελλάδα, η εκτιμώμενη συνολική αξία των συμφωνιών διαμορφώθηκε στα 1,4 δισ. ευρώ (1,7 δισ. δολάρια) έναντι 1,1 δισ. ευρώ (1,3 δισ. δολαρίων) το 2016 και 1,5 δισ. ευρώ (1,8 δισ. δολαρίων) το 2015, σημειώνοντας αύξηση κατά 30% το τελευταίο έτος. Όπως σημειώνει η ΕΥ, πρόκειται για σημαντική αύξηση, δεδομένου ότι ο αριθμός των συμφωνιών μειώθηκε το 2017 σε 31 από 33 το 2016.
Η συμμετοχή των χρηματοοικονομικών επενδυτών στις συμφωνίες που ολοκληρώθηκαν στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 35%, το τέταρτο υψηλότερο ποσοστό στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, ενώ το 65% των συμφωνιών πραγματοποιήθηκε από στρατηγικούς επενδυτές.
Από τις συμφωνίες που ολοκληρώθηκαν στη χώρα μας, το 32% ήταν ενδοσυνοριακές, το 58% προήλθε από επενδυτές του εξωτερικού, ενώ πραγματοποιήθηκαν και τρεις συναλλαγές από την Ελλάδα προς το εξωτερικό (10%).
Το ποσοστό των εξερχόμενων Σ&Ε (10%) ήταν το τρίτο χαμηλότερο στην περιοχή, μετά τη Ρουμανία (3%) και την Ουγγαρία (9%). Μεταξύ των ξένων επενδυτών, την εντονότερη παρουσία είχαν οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Κύπρος, με τρεις συμφωνίες η κάθε χώρα. Ο κλάδος με την εντονότερη δραστηριότητα Σ&Ε στη χώρα μας ήταν η πληροφορική.
Σε Πολωνία, Τσεχία και Τουρκία για μία ακόμη χρονιά η εντονότερη δραστηριότητα Σ&Ε
Συνολικά στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη κατά το 2017, η αγορά των Συγχωνεύσεων και Εξαγορών εκτιμάται ότι διαμορφώθηκε στα 42,5 δισ. ευρώ (50,9 δισ. δολάρια), παρουσιάζοντας αύξηση κατά 6,6% σε σχέση με πέρυσι, σύμφωνα με την έρευνα της ΕΥ. Η έρευνα της ΕΥ καλύπτει 11 χώρες της περιοχής (Βουλγαρία, Ελλάδα, Κροατία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία, Σερβία, Σλοβακία, Σλοβενία, Τουρκία και Τσεχία).
Αυξητική ήταν η τάση της αξίας των συμφωνιών σε όλες τις χώρες που καλύπτει η έρευνα, με την εξαίρεση της Σλοβακίας. Αντίθετα, ο συνολικός αριθμός των συμφωνιών (1.132) εμφανίζεται μειωμένος κατά 2,8% σε σύγκριση με το 2016, παρά την αύξηση σε έξι από τις 11 χώρες, κυρίως λόγω του μειωμένου αριθμού συμφωνιών στην Τουρκία και, δευτερευόντως, στην Τσεχία.
Όπως και το 2016, η μεγαλύτερη αξία συμφωνιών καταγράφηκε στην Πολωνία (11,5 δισ. ευρώ ή 13,8 δισ. δολάρια), ακολουθούμενη από την Τσεχία (9,6 δισ. ευρώ ή 11,5 δισ. δολάρια), και την Τουρκία (6,4 δισ. ευρώ ή 7,7 δισ. δολάρια). Η Σερβία και η Σλοβενία κατέγραψαν τη μεγαλύτερη αύξηση ως προς την αξία των συμφωνιών, από 0,03 δισ. ευρώ (0,04 δισ. δολ.) σε 0,5 δισ. ευρώ (0,6 δισ. δολ.) και από 0,25 δισ. ευρώ (0,3 δισ. δολ.) σε 1,2 δισ. ευρώ (1,5 δισ. δολ.) αντίστοιχα.
Η Πολωνία κατέκτησε φέτος την πρώτη θέση και ως προς τον αριθμό των συμφωνιών με 265 συμφωνίες, ακολουθούμενη από την Τσεχία (246) και την Τουρκία (171). Στην τέταρτη και πέμπτη θέση βρέθηκαν η Ρουμανία και η Ουγγαρία, με 145 και 133 συμφωνίες αντίστοιχα.
Ελαφρά μειωμένη η παρουσία των στρατηγικών επενδυτών
Η συντριπτική πλειοψηφία των συμφωνιών έγινε από στρατηγικούς επενδυτές, παρά την ελαφρά μείωση που παρατηρήθηκε στη συμμετοχή τους από 78% σε 72% των συμφωνιών. Την εντονότερη παρουσία στρατηγικών επενδυτών, όπως και τα δυο τελευταία χρόνια, κατέγραψαν η Κροατία (96%), η Σερβία (95%), και η Ρουμανία (84%). Τα υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής χρηματοοικονομικών επενδυτών καταγράφηκαν στη Σλοβακία (43%), την Ουγγαρία και τη Σλοβενία (36%).
Κυριάρχησαν οι ενδοσυνοριακές συμφωνίες
Τα ποσοστά ενδοσυνοριακών συμφωνιών μειώθηκαν από 52% σε 47%, ενώ οι συναλλαγές από επενδυτές του εξωτερικού έφθασαν αυξήθηκαν στο 40% από 36% πέρυσι. Η συμμετοχή των συμφωνιών που κατευθύνθηκαν σε χώρες του εξωτερικού παρέμεινε χαμηλή στο 13% από 12% το 2016. Τα υψηλότερα ποσοστά ενδοσυνοριακών συναλλαγών καταγράφηκαν στην Ουγγαρία (63%) και την Τουρκία (57%), ενώ τα υψηλότερα ποσοστά συμφωνιών που κατευθύνθηκαν προς χώρες του εξωτερικού καταγράφηκαν στην Τσεχία (24%) και τη Σλοβακία (20%). Τα υψηλότερα ποσοστά συμφωνιών από επενδυτές του εξωτερικού προσέλκυσαν η Ρουμανία (67%), η Σλοβενία και η Σλοβακία (60%).
Μεταξύ των χωρών που ολοκλήρωσαν συμφωνίες στην περιοχή της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, την εντονότερη παρουσία είχαν οι ΗΠΑ με 56 συμφωνίες, εκ των οποίων 18 στην Πολωνία και 15 στη Ρουμανία, ενώ ακολουθούν η Γερμανία (45 συμφωνίες) και το Ηνωμένο Βασίλειο (35 συμφωνίες).
Με βάση τον αριθμό των Σ&Ε κατά το 2016, η μεγαλύτερη δραστηριότητα καταγράφηκε στο real estate (161 συμφωνίες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 14% του συνόλου), τη μεταποίηση (135 συμφωνίες – 12%) και την πληροφορική (126 συμφωνίες – 11%), η οποία το 2016 κατείχε την πρώτη θέση. Με βάση τη μέση αξία των συμφωνιών, η εντονότερη δραστηριότητα σημειώθηκε στους κλάδους ενέργειας και εξόρυξης (122 εκατ. ευρώ ή 146 εκατ. δολ.), μεταφορών και logistics (113 εκατ. ευρώ ή 136 εκατ. δολ.) και λιανικού και χονδρικού εμπορίου (98 εκατ. ευρώ ή 118 εκατ. δολ).
Η μεγαλύτερη συμφωνία του 2017 στην περιοχή πραγματοποιήθηκε στον κλάδο της ενέργειας. Πρόκειται για την εξαγορά της τουρκικής OMV Petrol Ofisi από την ολλανδική Vitol Investment έναντι 1,2 δισ. ευρώ (1,44 δισ. δολαρίων). Ακολουθούν η εξαγορά ενός χαρτοφυλακίου 28 ιδιοκτησιών λιανικού εμπορίου στην Πολωνία από την ολλανδική Chariot Top Group έναντι 0,99 δισ ευρώ (1,19 δισ. δολαρίων) και της πολωνικής εταιρείας ηλεκτρικής ενέργειας EDF Polska S.A. από την επίσης πολωνική PGE Polska Grupa Energetyczna S.A., με τίμημα 0,94 δισ. ευρώ (1,13 δισ. δολάρια).
Σχολιάζοντας τα ευρήματα του Βαρομέτρου, ο κ. Τάσος Ιωσηφίδης, επικεφαλής του Τμήματος Χρηματοοικονομικών Συμβούλων της ΕΥ Ελλάδος, σημείωσε: «Η αύξηση της αξίας των Σ&Ε στη χώρα μας αποτελεί μια ιδιαίτερα θετική εξέλιξη, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς την ελαφρά μείωση του αριθμού τους. Ωστόσο, σε απόλυτους αριθμούς η δραστηριότητα στη χώρα μας παραμένει ανεμική, δεδομένου ότι η Τσεχία, με παρόμοιο ΑΕΠ, κατέγραψε πολύ μεγαλύτερης αξίας συμφωνίες. Οι Σ&Ε, και ιδιαίτερα οι επενδύσεις από το εξωτερικό, παραμένουν βασικό ζητούμενο για τη χώρα μας. Η εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης και ενός περιβάλλοντος φιλικού προς τις επενδύσεις, καθώς και η βελτίωση της ελκυστικότητας της Ελλάδας πρέπει να αποτελέσουν κορυφαία προτεραιότητα για όλους μας».