Από την έντυπη έκδοση
Του Κώστα Δεληγιάννη
[email protected]
Στα 7 δισ. ανέρχεται ο προϋπολογισμός των ενεργειακών έργων που βρίσκονται σε εξέλιξη ή σε προχωρημένο σχεδιασμό στη χώρα μας και τα οποία περιλαμβάνονται, μαζί με έργα στις μεταφορές, την αναβάθμιση τουριστικού προϊόντος, την ύδρευση και τη διαχείριση αποβλήτων, σε πρόσφατη μελέτη της PwC Ελλάδας για το ανεκτέλεστο υπόλοιπο έργων υποδομών στην Ελλάδα.
Ο κ. Βαγγέλης Μαρκόπουλος, Head of energy utilities and infrastructure στο τμήμα Συμβουλευτικών Υπηρεσιών της PwC Ελλάδας
Σύμφωνα με τον κ. Βαγγέλη Μαρκόπουλο, Head of energy utilities and infrastructure στο τμήμα Συμβουλευτικών Υπηρεσιών της PwC Ελλάδας, ο κλάδος της ενέργειας παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αναλογία έργων που δεν έχουν σαφές χρονοδιάγραμμα υλοποίησης. Επίσης, εμφανίζει ιδιαίτερα αίτια επιβράδυνσης των σχετικών επενδύσεων, με ενδεικτικό παράδειγμα το γεγονός ότι το ρυθμιστικό περιβάλλον παραμένει αβέβαιο λόγω της διαδικασίας μετάβασης στην οποία βρίσκεται η ενεργειακή αγορά, με συνέπεια να αποδυναμώνεται η δυνατότητα μακροπρόθεσμου επιχειρησιακού σχεδιασμού.
Όπως αναφέρετε στη μελέτη, παραπέμποντας σε σχετική ανάλυση του ΔΝΤ, στην Ελλάδα οι επενδύσεις σε έργα υποδομών έχουν σημαντικό οικονομικό πολλαπλασιαστή, της τάξης του 1,8x. Στην περίπτωση των ενεργειακών έργων, για κάθε 1 ευρώ που επενδύεται, μέσω ποιων κλάδων επιφέρεται αυτή η πρόσθετη αύξηση κατά 0,8 ευρώ στο ΑΕΠ;
«Οι κλάδοι όπου επιφέρεται η πρόσθετη αύξηση του ΑΕΠ για κάθε 1 ευρώ επενδύσεων σχετίζονται είτε άμεσα με την ενέργεια, όπως είναι οι κλάδοι των κατασκευών, μηχανήματα/εξοπλισμοί παραγωγής ενέργειας και τεχνικών υπηρεσιών, είτε έμμεσα, όπως για παράδειγμα οι κλάδοι των μεταφορών ή μεταλλικών προϊόντων».
Ποιο είναι το μερίδιο της ενέργειας στο σύνολο του ανεκτέλεστου υπόλοιπου έργων υποδομών στην Ελλάδα; Ποιο είναι το προφίλ των αντίστοιχων έργων;
«Ο κλάδος της ενέργειας περιλαμβάνει 16 έργα που βρίσκονται σε εξέλιξη ή προχωρημένο σχεδιασμό, με το εκτιμώμενο ανεκτέλεστο αυτών να ανέρχεται στα 7 δισ. ευρώ, ήτοι 38% του συνολικού ανεκτέλεστου υπολοίπου των μεγάλων έργων υποδομών. Το 70% των έργων ενέργειας αφορά κυρίως σε ενεργειακή διασύνδεση, όπως είναι ο TAP, IGB, LNG, ενώ το υπόλοιπο 30% σε παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με αιολικά πάρκα και σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας».
Το ανεκτέλεστο υπόλοιπο έργων διακρίνεται σε υποδομές που βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε στάδιο κατασκευής, καθώς και σε υποδομές για τις οποίες δεν υπάρχει σαφές χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης. Με ποια αναλογία «συμμετέχει» η ενέργεια σε αυτές τις δύο κατηγορίες; Η αναλογία αυτή τη διακρίνει από τους υπόλοιπους κλάδους που περιλαμβάνονται στη μελέτη;
«Το 30% των έργων ενέργειας δεν πλαισιώνεται από σαφές χρονοδιάγραμμα, ενώ το υπόλοιπο 70% αφορά σε έργα που βρίσκονται σε στάδιο κατασκευής ή έχουν σαφές χρονοδιάγραμμα, με το εκτιμώμενο ανεκτέλεστο των τελευταίων να ανέρχεται στα 4 δισ. ευρώ. Σε επίπεδο κλάδου υποδομών, τα έργα που δεν έχουν σαφές χρονοδιάγραμμα είναι κατ’ αναλογία περισσότερα, αντανακλώντας σχεδόν το 50% των μεγάλων έργων υποδομών».
Στην περίπτωση των ενεργειακών υποδομών, σε ποιον βαθμό και με ποιους τρόπους η εξέλιξη των επενδύσεων επηρεάστηκε από την παρατεταμένη οικονομική κρίση;
«Η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε δυσκολίες εξεύρεσης χρηματοδότησης με συγκριτικά χαμηλό κόστος, γεγονός που επηρεάζει σημαντικά τις επενδυτικές αποφάσεις. Αντίστοιχα, οι παρούσες χρηματοοικονομικές συνθήκες ωθούν το προσδοκώμενο IRR των σχεδιαζόμενων επενδύσεων σε χαμηλά επίπεδα. Επιπρόσθετα και πέραν των παραπάνω αυστηρά χρηματοοικονομικών χαρακτηριστικών, τα υψηλά επίπεδα ληξιπρόθεσμων οφειλών που έχουν εμφανιστεί στην αγορά ενέργειας, επηρεάζουν το σύνολο της αλυσίδας αξίας και δυσχεραίνουν περαιτέρω τη διεξαγωγή επενδύσεων».
Υπάρχουν άλλοι παράγοντες, πέρα από τους χρηματοοικονομικούς, που συνέβαλαν στην επιβράδυνση των ενεργειακών επενδύσεων;
«Το ρυθμιστικό περιβάλλον, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παραμένει αβέβαιο, δεδομένου ότι η ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας βιώνει σημαντικές εξελίξεις. Το γεγονός αυτό αποδυναμώνει τη δυνατότητα μακροπρόθεσμου επιχειρησιακού σχεδιασμού και περιορίζει την προβλεψιμότητα των αποδόσεων της επένδυσης. Παράδειγμα αποτελεί το κόστος δικαιωμάτων εκπομπών CO2 που επηρεάζει τις επενδύσεις στην ηλεκτρική ενέργεια. Παράλληλα, οι μεταβολές στο παραγωγικό μίγμα με τη μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ, την ενίσχυση μοντέλων όπως το distributed generation, καθώς και άλλους παράγοντες, μετακυλούν τη δημιουργία αξίας σε νέου είδους επενδύσεις, η βιωσιμότητα των οποίων όμως απαιτεί τη συνύπαρξή τους με τις υφιστάμενες επενδύσεις. Επίσης σε ορισμένες περιπτώσεις, ελλείψεις σε κρίσιμες υποδομές σε συνδυασμό με τη χαμηλή διείσδυση συγκεκριμένων καυσίμων, όπως το φυσικό αέριο, περιορίζουν περαιτέρω τις επενδυτικές επιλογές. Πέρα από τα παραπάνω που συνδέονται άμεσα με τον κλάδο της ενέργειας, συνεχίζουν να υφίστανται ευρύτερες προκλήσεις ως προς την εκτέλεση επενδύσεων όπως οι μακρόχρονες και πολύπλοκες γραφειοκρατικές και άλλες διαδικασίες (π.χ. διαδικασίες αδειοδότησης), οι συγκριτικά υψηλοί φορολογικοί συντελεστές και η έλλειψη κινήτρων».
Παρά τη διαφαινόμενη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, στη μελέτη αναφέρετε πως δεν υπάρχουν ενδείξεις για αύξηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων στο άμεσο μέλλον, όπως επίσης και ότι η ιδιωτική χρηματοδότηση θα παραμείνει περιορισμένη, μέχρι να βελτιωθεί ουσιαστικά το επιχειρηματικό κλίμα και να μειωθεί η πολιτική αβεβαιότητα. Επομένως, τουλάχιστον για το προσεχές χρονικό διάστημα, εκτιμάτε πως δεν αναμένεται να εκλείψουν ή έστω να μετριασθούν οι προκλήσεις στην κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού για την υλοποίηση υποδομών, τόσο στην ενέργεια όσο και στους υπόλοιπους κλάδους;
«Βρισκόμαστε σε μία φάση όπου σειρά σημαντικών επενδυτικών πρωτοβουλιών έχουν ανακοινωθεί. Θα πρέπει όμως να δούμε την πορεία εφαρμογής σημαντικών παρεμβάσεων προκειμένου να γίνει σαφέστερο το περιβάλλον προκλήσεων τόσο για τις πρωτοβουλίες αυτές όσο και το ευρύτερο επενδυτικό κλίμα σε ό,τι αφορά στις υποδομές».