Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται με εξαιρετικά υψηλό ρυθμό για όγδοο συνεχόμενο έτος υπερβαίνοντας το μέσο όρο της ευρωζώνης κατά 2½ ποσοστιαίες μονάδες, επισημαίνει η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) σε έκθεσή της με θέμα: «Πόσο πιθανή είναι η επανάληψη στην Ελλάδα αντίστοιχων συνθηκών ύφεσης και βραδείας ανάπτυξης με την Πορτογαλία κατά την περίοδο 2000-05»:
«Η αναπτυξιακή αυτή ισχύς φαίνεται να εξαρτάται σε αυξανόμενο βαθμό από τον ισχυρό ρυθμό αύξησης της πιστωτικής επέκτασης (καθώς τα πραγματικά επιτόκια παραμένουν κοντά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα).
Ωστόσο, η νομισματική πολιτική έχει πλέον περιέλθει σε φάση ανοδικών κινήσεων των επιτοκίων λόγω της ταχύτερης ανάπτυξης στην ευρωζώνη καθώς και των πληθωριστικών πιέσεων που τροφοδοτούνται από τις υψηλές τιμές της ενέργειας.
Παράλληλα, η ισχυρή εγχώρια ζήτηση αντανακλάται σε μειούμενο ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών και σε ισχυρότερη ιδιωτική κατανάλωση, που συντηρεί ένα θετικό παραγωγικό κενό για έκτο συναπτό έτος. Ως εκ τούτου, ο ρυθμός αύξησης των ιδιωτικών επενδύσεων, και ιδιαίτερα σε κατοικίες, ήταν υψηλός ενώ η δημοσιονομική πολιτική παρέμενε έως πρόσφατα επεκτατική. Αντανακλώντας τις παραπάνω εξελίξεις, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, διευρύνθηκε σημαντικά στο 7,9 του ΑΕΠ το 2005, και αναμένεται να ξεπεράσει το 10,5% του ΑΕΠ το 2006. Οι εξελίξεις αυτές προσομοιάζουν σε χαρακτηριστικά της Πορτογαλικής οικονομίας πριν από τη δραματική επιβράδυνσή της κατά την περίοδο 2001-2005 (όταν το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά μέσο όρο 0,7% σε ετήσια βάση).
Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι η μακροοικονομική εικόνα της ελληνικής οικονομίας είναι ικανοποιητική, ενώ οι όποιες μακροοικονομικές ανισορροπίες (υπερβάλλουσα ζήτηση, έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, χρέος νοικοκυριών) δεν είναι ανησυχητικές σε σύγκριση με αυτές της Πορτογαλίας στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Η περίπτωση της Πορτογαλίας
Συγκεκριμένα, η οικονομία της Πορτογαλίας αναπτυσσόταν με ρυθμούς υψηλότερους του 3,5% ετησίως μεταξύ 1995 και 2000, καθώς η υπεραισιοδοξία των καταναλωτών τροφοδοτείτο από την από τους ισχυρούς ρυθμούς αύξησης των μισθών, τη ραγδαία πιστωτική επέκταση προς τα νοικοκυριά (που τροφοδοτούνταν από τη μεγάλη μείωση των επιτοκίων), τη μείωση της αποταμίευσής τους (στο 5,3% του ΑΕΠ το 1999 από 14,5% το 1990), τις αισιόδοξες προοπτικές τους για το μελλοντικό τους εισόδημα, καθώς και τις δυνατότητες αποπληρωμής του χρέους τους.
Παράλληλα, η επενδυτική δραστηριότητα αυξανόταν με ισχυρούς ρυθμούς (7,3% ετησίως την πενταετία 1996-2000) βασισμένη κυρίως στην κατασκευή ακινήτων. Ο δανεισμός των νοικοκυριών ανήλθε σε πολύ υψηλά επίπεδα, σε σύγκριση με το μέσο όρο της ευρωζώνης (από το 13% του ΑΕΠ το 1990 αυξήθηκε σε 26% το 1995 και σε 61% το 2000), ενώ η δημοσιονομική πολιτική παρέμενε χαλαρή αναβάλλοντας τη διόρθωση των διαρθρωτικών δημοσιονομικών αδυναμιών καθόλη τη διάρκεια της περιόδου άνθησης της οικονομίας (το δημοσιονομικό έλλειμμα υπερέβαινε ήδη το 3% του ΑΕΠ το 2000). Επίσης το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ανήλθε στο 10% του ΑΕΠ το 2000.
Η μεταστροφή της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, που προέβη σε διαδοχικές αυξήσεις της τάξης των 2¼ ποσοστιαίων μονάδων του επιτοκίου παρέμβασης από τα τέλη του 1999 έως 2001, αποτέλεσαν το έναυσμα για την ανάδειξη των μακροοικονομικών ανισορροπιών και πρωτίστως της υπερχρέωσης των νοικοκυριών. Κατά συνέπεια, τα νοικοκυριά περιέκοψαν μέρος των καταναλωτικών και επενδυτικών τους δαπανών. Οι ασθενείς προοπτικές εγχώριας ζήτησης, καθώς και η έκθεση των πορτογαλικών επιχειρήσεων στη Βραζιλία, που είχε ήδη πληγεί από την κρίση στις αγορές τις Λατινικής Αμερικής, από τα τέλη του 1998, εξασθένησε δραματικά την επενδυτική δραστηριότητα.
Η διόγκωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, λόγω της οικονομικής επιβράδυνσης, οδήγησε σε παραβίαση των ορίων του συμφώνου σταθερότητας και σε αποσπασματικές προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής, οι οποίες επέτειναν την κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Οι ασθενείς επιδόσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης -- προς την οποία κατευθύνεται το 80% των πορτογαλικών εξαγωγών -- και η συνεχιζόμενη αδυναμία της οικονομίας της Βραζιλίας οδήγησαν την Πορτογαλία σε μία πενταετία αναιμικών αναπτυξιακών επιδόσεων (0,6% την περίοδο 2001-05) και σε διπλασιασμό της ανεργίας.
Ελληνική Οικονομία: Ομοιότητες και διαφορές με την Πορτογαλία
Μια επιφανειακή εξέταση των δύο οικονομιών αναδεικνύει πολλές ομοιότητες μεταξύ της πορτογαλικής οικονομίας την περίοδο 1995-00 και της ελληνικής οικονομίας κατά την τελευταία εξαετία. Η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται, επίσης, από υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τροφοδοτούμενους από την ισχυρή εγχώρια ζήτηση, τα χαμηλά επιτόκια και τις σημαντικές ροές κεφαλαίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από ένα διευρυνόμενο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ωστόσο, παρά τις αναμφισβήτητες ομοιότητες υπάρχουν συγκεκριμένοι παράγοντες που καθιστούν την επανάληψη της πορτογαλικής εμπειρίας λιγότερο πιθανή.
Οι μισθολογικές αυξήσεις είναι, κατά μέσο όρο, συμβατές με την παραγωγικότητα
Οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2,5% ετησίως σε πραγματικούς όρους σε σύγκριση με 3,5% που είναι ο μέσος ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας. Αντιθέτως στην Πορτογαλία η αύξηση της παραγωγικότητας υπολειπόταν των πραγματικών μισθολογικών αυξήσεων κατά 1 ποσοστιαία μονάδα την περίοδο 1995-2000.
Τα χαμηλά πραγματικά επιτόκια τροφοδοτούν την ανάπτυξη και το δανεισμό
Τα πραγματικά επιτόκια υπολείπονται του μέσου όρου της ευρωζώνης, αντανακλώντας τη θετική διαφορά πληθωρισμού, επιτρέποντας τη διατήρηση υψηλών ρυθμών πιστωτικής επέκτασης και τη χρηματοδότηση της ισχυρής επενδυτικής δραστηριότητας σε κατοικίες (η οποία όμως αντιστοιχεί σε χαμηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ συγκριτικά με την Πορτογαλία: 4% την περίοδο 2000-05 συγκριτικά με 8% του ΑΕΠ που ήταν στην Πορτογαλία την περίοδο 1995-2000). Επίσης, εξασφαλίζουν ελκυστικό κόστος χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις συντηρώντας υψηλούς ρυθμούς αύξησης των επιχειρηματικών επενδύσεων (το ποσοστό των οποίων στο ΑΕΠ υπερέβαινε κατά την περίοδο 2001-2005 το 24% σε σύγκριση με 15% στην Πορτογαλία κατά την περίοδο 1995-2000) οι οποίες ενισχύουν σημαντικά το αναπτυξιακό δυναμικό της οικονομίας. Από την άλλη πλευρά στην Πορτογαλία, ιδιαίτερα κατά την τετραετία 1997-2000, οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης των επενδύσεων αντανακλούσαν κυρίως κατασκευές κατοικιών και δεν ενίσχυσαν σημαντικά το παραγωγικό δυναμικό της οικονομίας.
Οι μακροοικονομικές ανισορροπίες στην Ελλάδα είναι μικρότερες και περισσότερο διαχειρίσιμες
Παρά τη σημαντική μείωση του ποσοστού αποταμίευσης (από 13% του ΑΕΠ στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ‘90 σε 6% το 2005) που τροφοδοτεί τον ισχυρό ρυθμό αύξησης της εγχώριας ζήτησης (κατά 4,4 ετησίως την τελευταία πενταετία) το παραγωγικό κενό παραμένει συγκριτικά χαμηλό, καθώς ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας έχει επίσης αυξηθεί (από 2,7% το 2000 σε 3.5% το 2005) λόγω κυρίως των υψηλών επιχειρηματικών επενδύσεων (οι οποίες αυξάνονται κατά 8% ετησίως την τελευταία πενταετία συγκριτικά με 5.5% στην Πορτογαλία την περίοδ 1995-2000).
Η δημοσιονομική προσαρμογή έχει προχωρήσει
Σημαντική πρόοδος έχει επιτευχθεί στον τομέα της δημοσιονομικής προσαρμογής με τη μείωση του προσαρμοσμένου στον οικονομικό κύκλο δημοσιονομικού ελλείμματος κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες, μεταξύ 2004 και 2005, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί στο 3,5% του ΑΕΠ το 2006, σημαντικά χαμηλότερα από το 5,5% το 2001 στην Πορτογαλία.
Αναμφισβήτητα η συνεχής προσήλωση στην επίτευξη διατηρήσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής, που να αντανακλάται και σε σημαντική μείωση του δημοσίου χρέους από το τρέχον πολύ υψηλό του επίπεδο, είναι απαραίτητη προκειμένου να αποφευχθεί απότομη επιδείνωση της δημοσιονομικής κατάστασης σε μια ενδεχόμενη επιβράδυνση της οικονομίας.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών συνιστά τη μεγαλύτερη ανισορροπία
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έχει διευρυνθεί σημαντικά και αναμένεται να υπερβεί το 10½ % του ΑΕΠ το 2006 τροφοδοτούμενο από τις υψηλές ενεργειακές τιμές, την ισχυρή εγχώρια ζήτηση και την αμείωτη διαφορά πληθωρισμού με την ευρωζώνη. Το μη πετρελαϊκό ισοζύγιο αναμένεται να αυξηθεί δραματικά φθάνοντας το 6% του ΑΕΠ προσεγγίζοντας το επίπεδο του 7% του ΑΕΠ στο οποίο διαμορφώθηκε το 2000 στην Πορτογαλία. Ωστόσο, ένα σημαντικό τμήμα των αυξημένων εισαγωγών οφείλεται στην επιταχυνόμενη επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία αναμένεται να ενισχύσει μεσοπρόθεσμα το αναπτυξιακό δυναμικό της οικονομίας.
Η καταναλωτική δαπάνη αντανακλά τις θεμελιώδεις συνιστώσες της…
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΤΕ που βασίζονται σε ένα υπόδειγμα κατανάλωσης, η καταναλωτική δαπάνη αντανακλά κατά κύριο λόγο τις εξελίξεις στο διαθέσιμο εισόδημα και τα πραγματικά επιτόκια (που ερμηνεύουν το 94% της ετήσιας αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης) και σε πολύ μικρότερο βαθμό την πιστωτική επέκταση (που ερμηνεύει το 6%) σε αντίθεση με την Πορτογαλία, την περίοδο 1995-2000, όπου ένα σημαντικό τμήμα της αύξηση εγχώριας κατανάλωσης βασιζόταν στο δανεισμό (περίπου 22% του ετήσιου ρυθμού αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης).
…ενώ ο δανεισμός των νοικοκυριών παραμένει σε διατηρήσιμο επίπεδο
Παράλληλα, το επίπεδο δανεισμού των νοικοκυριών παραμένει σε σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο από τις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης (37% σε σύγκριση με 55% για την ευρωζώνη κατά μέσο όρο, 80% για την Πορτογαλία και 70% για την Ισπανία). Επιπροσθέτως οι δείκτες της πιστωτικής έκθεσης και των δυνατοτήτων αποπληρωμής του χρέους των νοικοκυριών, αν και αυξημένοι σε σύγκριση με το 2000, παραμένουν χαμηλότεροι από το μέσο όρο της ευρωζώνης και την Πορτογαλία. Συγκεκριμένα, ο λόγος του χρέους των νοικοκυριών προς το συνολικό τους πλούτο εκτιμάται στο 5,5% το 2005, σε σύγκριση με 9,3% στην ευρωζώνη το 2005 και 18% στην Πορτογαλία το 2000.
Επίσης, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους των ελληνικών νοικοκυριών ως ποσοστό του ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 5,3% το 2005 συγκριτικά με 8,4% για την ευρωζώνη και 7,9% στην Πορτογαλία το 2000. Ως συνέπεια της χαμηλής, κατά μέσο όρο, πιστωτικής έκθεσης των νοικοκυριών οι δυνατότητες αποπληρωμής του χρέους τους δεν αναμένεται να επιδεινωθούν σημαντικά από την προβλεπόμενη αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ στο 4-4½ έως το τέλος του 2007.
Ο εξωτερικός τομέας επαναπροσανατολίζεται σε ταχύτατα αναπτυσσόμενες περιοχές της διεθνούς οικονομίας
Τέλος, ο εξωτερικός τομέας της ελληνικής οικονομίας εμφανίζεται κατάλληλα διαφοροποιημένος με αυξανόμενο προσανατολισμό προς τις ταχέως αναπτυσσόμενες περιοχές της ΝΑ Ευρώπης, με αποτέλεσμα το μερίδιο τους στις ελληνικές εξαγωγές να έχει αυξηθεί κατά 60% την περίοδο 2000-2005 συγκριτικά με την περίοδο 1995-2000 (σε 23% από 12% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών), ενώ τα 2/3 των ελληνικών άμεσων ξένων επενδύσεων διοχετεύονται προς την ίδια περιοχή. Η άνθηση του ναυτιλιακού τομέα της οικονομίας συνετέλεσε επίσης στον προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας προς τις πιο δυναμικές περιοχές της παγκόσμιας οικονομίας (βλ. Κίνα, Ινδία, Ρωσία).
Αντιθέτως, ο εξαγωγικός τομέας της πορτογαλικής οικονομίας είναι κατά 80% εξαρτώμενος από την Ευρωπαϊκή Ένωση (σε σύγκριση με 47% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών που διοχετεύονται στην ΕΕ κατά την τελευταία πενταετία) καθώς και από τη Λ. Αμερική (οι ρυθμοί ανάπτυξης της οποίας παρουσιάζουν μεγαλύτερη μεταβλητότητα).
Συμπερασματικά, παρά τις δεδομένες ομοιότητες μεταξύ της πορτογαλικής και της ελληνικής οικονομίας η οικονομική κατάσταση παρουσιάζεται περισσότερο διατηρήσιμη στην Ελλάδα, καθώς οι μακροοικονομικές ανισορροπίες είναι μικρότερης έκτασης (βλ. ποσοστό αποταμίευσης, πιστωτική επέκταση, υπερβάλλουσα ζήτηση) και σε υψηλότερο βαθμό ελεγχόμενες (βλ. πρόοδος στη δημοσιονομική σταθεροποίηση). Ο επαναπροσανατολισμός των ελληνικών εξαγωγών, αγαθών και υπηρεσιών, προς περιοχές που παρουσιάζουν ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, σε συνδυασμό με τη σχετικά ευνοϊκή διεθνή συγκυρία, αναμένεται να ενισχύσουν μεσοπρόθεσμα το δυναμισμό του εξαγωγικού τομέα της οικονομίας διατηρώντας, σε συνδυασμό με τις διαρθρωτικές μεταβολές, το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας».