Από την έντυπη έκδοση
Του Λάμπρου Καραγεώργου
[email protected]
Παρά τη μεγάλη «κοιλιά» στη χρήση του 2012, οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις πολυτελείας, Α’ και Β’ κατηγορίας κατέγραψαν μια πενταετία (2012-2016) ανοδικής ρότας σωρευτικά στα οικονομικά μεγέθη τους, η οποία -όλα δείχνουν- ότι συνεχίστηκε και στη χρήση του 2017, τα αποτελέσματα της οποίας δεν έχουν καταγραφεί ακόμη στην ολότητά τους.
Σύμφωνα με τον ομαδοποιημένο ισολογισμό που περιλαμβάνεται στην κλαδική μελέτη «Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις», που εκπόνησε η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group Α.Ε., η σωρευτική αύξηση του συνόλου του ενεργητικού των ξενοδοχείων ήταν σε ποσοστό περίπου 12% την τελευταία πενταετία, ενώ τα ίδια κεφάλαια εμφάνισαν μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 6%. Οι συνολικές πωλήσεις κατέγραψαν σωρευτική αύξηση περίπου 40% την περίοδο 2012-2016. Αναφορικά με το καθαρό αποτέλεσμα, κέρδη εμφανίζονται την τριετία 2014-2016 έναντι ζημιών τη διετία 2012-2013, ενώ τα κέρδη EBITDA σχεδόν διπλασιάστηκαν.
Από δείγμα 137 ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, ανοδικά κινήθηκε το μέσο περιθώριο μικτού κέρδους την περίοδο 2012-2016, ενώ αντίθετα πτωτικά κινήθηκε το μέσο περιθώριο κέρδους EBITDA τη διετία 2015-2016.
Στην ίδια μελέτη επισημαίνεται ότι οι αλλοδαποί τουρίστες αποτελούν τον κύριο «πελάτη» για τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις της χώρας μας, καθώς πάνω από το 80% του συνόλου των διανυκτερεύσεων στα διάφορα ξενοδοχειακά καταλύματα πραγματοποιούνται από αλλοδαπούς. Σύμφωνα δε με στοιχεία του 2016, σε όλα τα ξενοδοχειακά καταλύματα της χώρας πραγματοποιήθηκαν σχεδόν 80 εκατ. διανυκτερεύσεις, ενώ η μέση ετήσια πληρότητα όλων των ξενοδοχείων της χώρας ανήλθε σε 50,1% έναντι 49,1% το 2015. Τα παραπάνω προκύπτουν από τη μελέτη, η οποία εστιάζει στις επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται ξενοδοχεία.
Από το 2004 και μετά, η ξενοδοχειακή υποδομή της χώρας μας αναβαθμίστηκε σημαντικά, καθώς μεγάλος αριθμός ξενοδοχειακών μονάδων ανά την επικράτεια ανακαινίστηκε, ενώ νέες μονάδες υψηλού επιπέδου υπηρεσιών ξεκίνησαν τη λειτουργία τους. Αναφορικά με τον αριθμό των ξενοδοχειακών καταλυμάτων που λειτουργούν στη χώρα μας, το έτος 2016 λειτούργησαν 9.730 ξενοδοχειακές μονάδες με περίπου 790 χιλ. κλίνες. Τα ξενοδοχεία των δύο αστέρων αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο ποσοστό στο σύνολο του ξενοδοχειακού δυναμικού (ποσοστό 42% περίπου). Στην περιφέρεια του Νοτίου Αιγαίου συγκεντρώνεται ο μεγαλύτερος αριθμός κλινών (μερίδιο περίπου 25%).
Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, Senior Consultant Οικονομικών Μελετών της ICAP Group, ο οποίος επιμελήθηκε της συγκεκριμένης μελέτης, το συνολικό μέγεθος της αγοράς (σε αξία) των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων (πολυτελείας, Α’ και Β’ κατηγορίας) παρουσίασε αύξηση 3% το 2017 σε σχέση με το 2016. Τα έσοδα των ξενοδοχείων πολυτελείας εμφάνισαν αύξηση της τάξης του 3,5% και των ξενοδοχείων Α’ κατηγορίας αύξηση περίπου 4%. Μικρότερη ήταν η αύξηση στα ξενοδοχεία Β’ κατηγορίας, η οποία διαμορφώθηκε σε ποσοστό της τάξης του 1%. Τα ξενοδοχεία Α’ κατηγορίας εκτιμάται ότι κάλυψαν το μεγαλύτερο ποσοστό (περίπου 44%) της συνολικής αγοράς το 2017.
H υψηλή θέση της Ελλάδας στην παγκόσμια κατάταξη τουριστικών προορισμών και το υψηλό επίπεδο της ξενοδοχειακής υποδομής της χώρας μας αποτελούν δυνατά σημεία του κλάδου.
Στα αδύνατα σημεία συγκαταλέγονται η μονομερής «εξάρτηση» των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων από τους μεγάλους διεθνείς τουριστικούς οργανισμούς (tour operators) και τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα του ελληνικού τουρισμού (εποχικότητα, γεωγραφική συγκέντρωση κ.λπ.).
Η ανάπτυξη νέων εναλλακτικών μορφών τουρισμού, η προσέλκυση τουριστών από νέες «αναδυόμενες» τουριστικές αγορές, η στοχευμένη διαφημιστική προβολή της χώρας, καθώς και η αναβάθμιση των τουριστικών υποδομών συνιστούν ευκαιρίες για τον κλάδο.
Από την άλλη πλευρά, η κρίση που μαστίζει τον εσωτερικό τουρισμό σε συνδυασμό με την οικονομική κατάσταση της χώρας, ο έντονος ανταγωνισμός από γειτονικές μας χώρες και οι πτωχεύσεις τουριστικών οργανισμών του εξωτερικού αποτελούν απειλές για τον κλάδο των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων.