Την άποψη η μακροχρόνια οικονομική κρίση έχει αναδείξει ορισμένες προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, προκειμένου η ελληνική οικονομία να επιστρέψει σε διατηρήσιμη ανάπτυξη, εξέφρασε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας.
Σε ομιλία του στο Ελληνοϊσραηλινό Επιμελητήριο Εμπορίου και Τεχνολογίας, ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε σε προκλήσεις όπως το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος, του οποίου η διασφάλιση της βιωσιμότητας θα ανοίξει το δρόμο για την ένταξη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, και θα διευκολυνθεί έτσι η διατηρήσιμη πρόσβαση στις αγορές με μειωμένο κόστος χρηματοδότησης.
Παράλληλα, πρέπει να αντιμετωπιστεί το πολύ υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων και το πρόβλημα των στρατηγικών κακοπληρωτών, ενώ όπως δήλωσε ο Γιάννης Στουρνάρας «η μόνη οδός για να καλυφθεί το μεγάλο επενδυτικό κενό είναι η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, με έμφαση στους πιο παραγωγικούς τομείς της οικονομίας».
Επιπλέον, σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Οικονομικών, η πλήρης άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και η επιστροφή στη χρηματοπιστωτική κανονικότητα είναι προαπαιτούμενα για τη διατηρήσιμη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και θα βοηθήσουν στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων.
«Οι προκλήσεις αυτές πρέπει να αντιμετωπιστούν προκειμένου να διευκολυνθούν η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, η επιχειρηματικότητα και η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, καθώς και να ενισχυθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας», πρόσθεσε ο κ. Στουρνάρας.
Κατά την ομιλία του ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης επεσήμανε ότι, «οι συνεχιζόμενες προσπάθειες για μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομική προσαρμογή αποφέρουν καρπούς, ωστόσο χρειάζεται να γίνουν κι άλλα», προσθέτοντας ότι υπό τις υπάρχουσες συνθήκες η λύση για την ελληνική οικονομία είναι αναμφισβήτητα η εξωστρέφεια.
Τέλος, ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι η χώρα θα πρέπει να δημιουργήσει ανταγωνιστικά και καινοτόμα προϊόντα και πάνω από όλα πρέπει να δημιουργηθούν, όπως είπε, οι συνθήκες, ώστε να διατηρηθεί στην Ελλάδα το ποιοτικό επιστημονικό δυναμικό, που αποτελεί ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα του εθνικού συστήματος έρευνας και καινοτομίας.