Από την έντυπη έκδοση
Της Λέττας Καλαμαρά
[email protected]
Τη ρεβάνς κατάφερε εν μέρει να πάρει η αγορά των βασικών χημικών και χημικών πρώτων υλών την τελευταία τετραετία (2014-2017), εμφανίζοντας μέσο όρο αύξησης 2% σε σύγκριση με το προηγούμενο διάστημα της οικονομικής κρίσης (2009-2013), κατά τη διάρκεια του οποίου σημείωσε καθοδική πορεία, όπως τονίζεται σε σχετική μελέτη της ICAP.
Αναλυτικά, όπως επισημαίνει η Ελευθερία Παραμερίτη, consultant Οικονομικών Μελετών της ICAP Group, που επιμελήθηκε τη συγκεκριμένη μελέτη, την περίοδο 2006-2008 η εγχώρια αγορά (πωλήσεις σε αξία) χημικών (Β2Β) παρουσίασε κατακόρυφη άνοδο, με μέσο ετήσιο ρυθμό 16,2%. Από το 2009 ανακόπτεται η ανοδική πορεία, λόγω της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας της χώρας, με την αγορά να μειώνεται την πενταετία 2009-2013 με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 5%. Η καθοδική αυτή πορεία σταμάτησε το 2014, με την εγχώρια αγορά να δείχνει σημάδια ανάκαμψης. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανόδου εκτιμάται ότι κυμάνθηκε στο 2% περίπου την περίοδο 2014-2017.
Με βάση τη χρηματοοικονομική ανάλυση της ICAP, που συντάχθηκε με βάση αντιπροσωπευτικό δείγμα 26 επιχειρήσεων του κλάδου για τη διετία 2015-2016, το σύνολο του ενεργητικού των επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 7,1% το 2016/15, γεγονός που οφείλεται στην ενίσχυση των απαιτήσεων (5,8%), των αποθεμάτων (14,6%) αλλά και των τραπεζικών διαθεσίμων (24%). Οι συνολικές πωλήσεις των 26 επιχειρήσεων του ομαδοποιημένου ισολογισμού αυξήθηκαν κατά 5% το 2016/15. Το μικτό κέρδος ενισχύθηκε κατά 6,8%, ενώ τα λειτουργικά κέρδη περιορίστηκαν κατά 1,3%. Μικρή θετική μεταβολή (1,2%) παρουσίασαν τα καθαρά κέρδη (προ φόρων) καθώς και τα κέρδη EBITDA (0,9%) την ίδια περίοδο.
Ζήτηση Οι αναλυτές της μελέτης τονίζουν πως η ζήτηση για βιομηχανικά χημικά «παρακολουθεί» την πορεία των παραγωγικών επιχειρήσεων στους κλάδους όπου τα προϊόντα αυτά έχουν εφαρμογή (π.χ. βιομηχανία πλαστικών, χρωμάτων, απορρυπαντικών κ.ά.). Στην αγορά των «B2B» χημικών δραστηριοποιείται σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων, ορισμένες εκ των οποίων έχουν αναπτύξει μικτή δραστηριότητα (παραγωγή και εισαγωγές-εμπορία), τόσο στα εξεταζόμενα προϊόντα όσο και στα χημικά με την ευρύτερη έννοια (συνδυασμός τελικών και ενδιάμεσων προϊόντων). Αρκετές από τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο αποτελούν θυγατρικές πολυεθνικών εταιρειών. Συγκεκριμένα, οι χημικές πρώτες ύλες που κατευθύνονται στις βιομηχανίες παραγωγής τελικών ειδικών χημικών προϊόντων (απορρυπαντικών, καλλυντικών, φαρμάκων, κ.λπ.) εκτιμάται ότι κατέλαβαν μερίδιο 55% επί της συνολικής αγοράς το 2016. Τα πετροχημικά και τα πολυμερή από κοινού εκτιμάται ότι απέσπασαν μερίδιο της τάξης του 45%. Η συγκεκριμένη κατηγορία περιλαμβάνει πρώτες ύλες και ενδιάμεσα χημικά που έχουν εφαρμογή στη βιομηχανία πλαστικών. Όσον αφορά την ευρωπαϊκή αγορά για το 2016, το 27,2% των συνολικών πωλήσεων κατέλαβαν τα ειδικά χημικά και το 25,9% απέσπασαν τα πετροχημικά. Ακολουθούν τα πολυμερή με μερίδιο 21,6%, τα καταναλωτικά χημικά με 13,6% και τα βασικά με 11,7%.
Σχετικά με τη συμμετοχή του κλάδου στο εξωτερικό εμπόριο, όπως αναφέρει η κα Παραμερίτη, το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας στα εξεταζόμενα προϊόντα είναι σταθερά ελλειμματικό. Ωστόσο, εκτιμάται ότι περιορίστηκε σημαντικά την περίοδο 2009-2013.
Κυριότερη περιοχή προέλευσης των εισαγόμενων χημικών είναι οι χώρες της Ε.Ε. (Γερμανία, Ιταλία κ.ά.), ενώ κυριότερος προορισμός των ελληνικών εξαγωγών είναι οι βαλκανικές χώρες και η Τουρκία. Στη διεθνή αγορά το μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά χημικών (πωλήσεις σε αξία) απέσπασε και το 2016 η Κίνα, με 39,6%. Ακολούθησαν με διαφορά οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα.