Ταχύτατους ρυθμούς ανάπτυξης εμφανίζει την τελευταία 20ετία ο κλάδος των ιχθυοκαλλιεργειών, κατακτώντας πλέον την πρώτη θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών παραγωγών αλλά και τη δεύτερη θέση ως ελληνικός εξαγωγέας, όπως προκύπτει από μελέτη της Hallastat:
«Μετά την έντονη δραστηριοποίηση από πλευράς εξαγορών και συγχωνεύσεων -οι οποίες οδήγησαν ορισμένες εισηγμένες επιχειρήσεις σε επιχειρηματική αποτυχία- οι στρατηγικές ανάπτυξης έχουν πλέον αποφέρει καρπούς, όπως φαίνεται από τον μέσο ρυθμό αύξησης των πωλήσεων κατά 4,8% την περίοδο 05/04 αλλά και την αντίστοιχη επίδοση της τελευταίας 3ετίας, ύψους 5,4%. Ακόμη μεγαλύτερη βελτίωση επιτυγχάνεται στα κέρδη, τόσο σε λειτουργικό επίπεδο (+15,1% το 2005, +8,6% ετησίως την τελευταία 3ετία) όσο και σε καθαρό προ φόρων (+10,9% το 2005, +17% την τελευταία 3ετία).
Ως θετικό αξιολογείται το γεγονός ότι οι 7 στις 10 επιχειρήσεις είναι το 2005 κερδοφόρες, ωστόσο τους ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης του κλάδου δεν απολαμβάνουν οι μικρότερες επιχειρήσεις, τα έσοδα των οποίων εμφανίζουν κάμψη κατά -3%, την περίοδο 2005/2004 (κύκλος εργασιών μέχρι €1 εκ.)
Η συγκέντρωση στον κλάδο είναι αυξημένη, αποτέλεσμα των συγχωνεύσεων που υλοποιήθηκαν την τελευταία 6ετία, με τις 5 μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου να αντιπροσωπεύουν το 45% περίπου της αγοράς.
Η ταχύτερη αύξηση της κερδοφορίας συγκριτικά με τα έσοδα οδηγεί σε αξιόλογη βελτίωση τα περιθώρια κέρδους: το μικτό περιθώριο διαμορφώνεται σε 12,8% (από 10%), το περιθώριο ΚΠΤΦΑ σε 11% (από 9,1%) και το καθαρό περιθώριο σε 2% (από 1%).
Έντονη ενίσχυση επιτυγχάνεται στην αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων, καθώς αυτή διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στο 3,8% από 1,8% το 2004 και 1,3% το 2003. Οι αναλυτές της Hellastat αναφέρουν ότι εκτός από τη βελτίωση των περιθωρίων κέρδους, θετική επίδραση στον δείκτη RoE είχε και η αύξηση της συνολικής δανειακής επιβάρυνσης, στο 67,9% 2005 από 66,7% το 2004, ενώ δεν σημειώθηκε βελτίωση της συνολικής αποτελεσματικότητας στον κλάδο, καθώς η ταχύτητα ανακύκλωσης των συνολικών κεφαλαίων διατηρήθηκε σταθερή στο 0,5.
Στην ανάλυση της Hellastat επισημαίνεται ακόμη ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου (έσοδα από € 3 εκ. έως € 50 εκ.) διαμορφώνουν την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων στο εντυπωσιακό 8,6% (4,1% το 2004), έναντι 2,7% στις επιχειρήσεις με έσοδα μέχρι € 3εκ. (1,5% το 2004). Η μεγάλη διαφορά στην αποδοτικότητα ερμηνεύεται κυρίως από τα υψηλότερα επίπεδα συνολικού δανεισμού των μεγαλύτερων επιχειρήσεων, στο 70% έναντι 62% περίπου στις μικρότερες επιχειρήσεις.
Η γενική ρευστότητα ενισχύεται οριακά, στο ικανοποιητικό επίπεδο του 1,23, η υψηλή συμμετοχή όμως των αποθεμάτων διαμορφώνει την άμεση ρευστότητα στο ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο του 0,55. Σημαντική βελτίωση επιτυγχάνεται στην τήρηση των αποθεμάτων, καθώς αυτά ανακυκλώνονται κάθε 302 ημέρες, από 332 το 2004 και 354 το 2003. Μεγάλες ανάγκες σε κεφάλαιο κίνησης δημιουργούς και οι 166 ημέρες που απαιτούνται για την είσπραξη των απαιτήσεων. Ο εμπορικός κύκλος διαμορφώνεται στις 189 ημέρες, οριακά βελτιωμένος από το 2004 (195) και το 2003 (206).
Ο βραχυπρόθεσμος τραπεζικός δανεισμός διατηρείται σε ικανοποιητικά επίπεδα ως ποσοστό επί των πωλήσεων, στο 29,6% (30,9% το 2004, 34,85 το 2003), ενώ και η ικανότητα κάλυψης των τόκων στις 4 φορές κρίνεται επαρκής».