«Αδυναμίες» στις διαδικασίες της ΕΚΤ για τον εντοπισμό και αντιμετώπιση των τραπεζών που είναι σε κρίση διαπιστώνει έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ).
Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-08, η ΕΚΤ ανέλαβε - εκτός από την αρμοδιότητα καθορισμού της νομισματικής πολιτικής - και το έργο της εποπτείας των μεγαλύτερων τραπεζών των 19 χωρών της Ευρωζώνης. Σήμερα, επιβλέπει περίπου 120 τράπεζες που κατέχουν πάνω από το 80% του συνολικού ενεργητικού.
Η εποπτική Αρχή της ΕΚΤ - ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) υπό τη Γαλλίδα Ντανιέλ Νουί - έχει σαρωτικές αρμοδιότητες για τον εντοπισμό και αντιμετώπιση προβλημάτων που έχουν μεμονωμένες τράπεζες, αλλά δεν έχουν ακόμη αναπτύξει επαρκείς κατευθυντήριες γραμμές για την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών, αναφέρει η έκθεση του ΕΕΣ που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. «Το πλαίσιο λειτουργίας της ΕΚΤ για τη διαχείριση κρίσεων έχει κάποιες αδυναμίες και υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις αναποτελεσματικής εφαρμογής» αναφέρεται.
Στην έκθεσή τους, οι ελεγκτές της ΕΕ διαπιστώνουν «ελλείψεις» στις διαδικασίες που χρησιμοποιεί η ΕΚΤ για να αναγνωρίσει πιθανά τραπεζικά προβλήματα σε πρώιμο στάδιο και για να ανταποκριθεί σε μία κρίση.
Από πλευράς ΕΚΤ αναφέρεται ότι οι ανησυχίες του ΕΕΣ αντιμετωπίσθηκαν μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου τον Ιούνιο. Ο SSM ασχολείται, από τη δημιουργία του το 2014, με μακρόχρονα προβλήματα των τραπεζών της Ευρωζώνης, που έχουν προκληθεί από τα χαμηλά κέρδη του κλάδου, τον μεγάλο αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων και τον όγκο των «κόκκινων» δανείων, τα οποία επιβαρύνουν κυρίως τις τράπεζες της Νότιας Ευρώπης.
Οι ελεγκτές σημείωσαν ότι η ΕΚΤ πρέπει να συγκεντρώνει γρήγορα πληροφορίες όταν μία τράπεζα παρουσιάζει ενδείξεις προβλημάτων, προσθέτοντας ότι «έχει περιορισμένες διαθέσιμες ομάδες για επιτόπιο έλεγχο, ώστε να πραγματοποιούν μία λεπτομερή ανάλυση της ποιότητας ενεργητικού των τραπεζών που είναι σε κρίση». Ανέφερε, επίσης, ότι η κεντρική τράπεζα δεν έχει αναπτύξει κατάλληλη καθοδήγηση για την αξιολόγηση των αναδυόμενων κινδύνων και τη χρήση των αρμοδιοτήτων της σε μία κρίση, που θα μπορούσε να επιτρέψει μία πολύ μεγάλη διακριτικότητα στη λήψη βασικών αποφάσεων.
«Κατά τη διαδικασία του ελέγχου, δεν ελήφθη υπ' όψιν η τελευταία καθοδήγηση, που δόθηκε τον Σεπτέμβριο του 2017 και που απαντά στις ανησυχίες του ΕΕΣ», ανέφερε η ΕΚΤ, απαντώντας στην έκθεση.
Οι ελεγκτές ανέφεραν επίσης ότι ΕΚΤ δεν έχει επαρκείς κατευθυντήριες γραμμές για τη διαδικασία έκτακτης ανάγκης που ενεργοποιείται, όταν μία τράπεζα θεωρείται «ότι χρεοκοπεί ή ότι είναι πιθανό να χρεοκοπήσει».
Η ΕΚΤ σημείωσε ότι έχει αναπτύξει ήδη καθοδήγηση για το θέμα αυτό και απέρριψε τις συστάσεις του ΕΕΣ για το θέμα αυτό. Η διαδικασία χρησιμοποιήθηκε στη διάσωση της ισπανικής τράπεζας Banco Popular τον Μάιο και οδήγησε στην αναγκαστική πώλησή της στην ανταγωνίστρια τράπεζα Santander για ένα ευρώ. Οι καταθέτες της και οι φορολογούμενοι προστατεύθηκαν σε αυτή τη διαδικασία, αλλά οι κάτοχοι ομολόγων της τράπεζας έχασαν την επένδυσή τους και έχουν κάνει αγωγές κατά των ρυθμιστικών Αρχών της ΕΕ.
Το ΕΕΣ, που είναι ευρωπαϊκός θεσμός, ανέφερε ότι η ΕΚΤ δεν έδωσε στους αξιωματούχους του πλήρη πρόσβαση σε σημαντικά έγγραφα, περιορίζοντας την έκταση και αποτελεσματικότητα του ελέγχου. Η ΕΚΤ απάντησε ότι συνεργάσθηκε πλήρως με τους ελεγκτές, παρέχοντας «σημαντικό αριθμό εγγράφων και διευκρινίσεων», αλλά σημείωσε ότι ορισμένες πληροφορίες δεν μπορούσαν να δοθούν στο ΕΕΣ.
Σε έκθεση του Νοεμβρίου 2016, το ΕΕΣ προειδοποίησε για πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων στην ΕΚΤ σχετικά με τις εποπτικές αρμοδιότητές της, όταν χρησιμοποιεί τα ίδια στελέχη για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και των εποπτικών καθηκόντων.
Πηγές: ΑΜΠΕ, Reuters