Από την έντυπη έκδοση
Της Νένας Μαλλιάρα
[email protected]
Στην τελική ευθεία της προετοιμασίας για την είσοδό τους στα stress tests της ΕΚΤ μπαίνουν οι ελληνικές τράπεζες. Τις παραμέτρους των τεστ αντοχής θα επιχειρήσουν να ανιχνεύσουν οι Έλληνες τραπεζίτες σε συνάντησή τους με την επικεφαλής του SSM, Ντανιέλ Νουί, στη Φραγκφούρτη στις 15 Ιανουαρίου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η ΕΚΤ πρόκειται να γνωστοποιήσει επισήμως στις διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών τις μακροοικονομικές παραδοχές για τα stress tests (εκτιμήσεις για πορεία ΑΕΠ, τιμών ακινήτων, καταθέσεων και βεβαίως εκτιμήσεις για την εξέλιξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων) την τρίτη εβδομάδα του Ιανουαρίου.
Το τεστ αντοχής θα ξεκινήσει τον Φεβρουάριο και θα έχει καταληκτική ημερομηνία το τέλος Απριλίου, ώστε νωρίς μέσα στον Μάιο να έχει βγει το πόρισμα για την κεφαλαιακή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών. Οι τελευταίες θα έχουν να αντιμετωπίσουν ένα «καυτό» τρίμηνο, με εκκίνηση τις αρχές Φεβρουαρίου, οπότε θα ξεκινήσει η αποστολή στοιχείων στον SSM. Ο μήνας Φεβρουάριος θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμος, καθώς, σύμφωνα με τις πληροφορίες, στα μέσα του μήνα οι τράπεζες πρέπει να είναι πλήρως έτοιμες με τον «λογαριασμό» του IFRS 9. Πρόκειται για απαίτηση του SSM, κομβική για τη διαδικασία της αξιολόγησης κατά τα stress tests, καθώς ο εποπτικός οργανισμός απαιτεί από τις τράπεζες να είναι σε θέση να παράσχουν αξιόπιστα στοιχεία για τις επιπτώσεις του IFRS 9 στα μέσα Φεβρουαρίου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, ζητούμενο του SSM είναι η αξιοπιστία των στοιχείων αυτών να βασίζεται όχι απλά σε εκτίμηση των τραπεζών για το κόστος του IFRS 9, αλλά σε τεκμηριωμένη από εξωτερικούς ελεγκτές σχετική αναφορά.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τραπεζιτών, οι ελληνικές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες και θα μπορέσουν να περάσουν τα τεστ αντοχής χωρίς να εξαναγκαστούν σε νέα ανακεφαλαιοποίηση. Θετικά στην όλη διαδικασία του stress test, όπως αναφέρουν, θα λειτουργήσει κατ’ αρχάς η ενιαία μεθοδολογία της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (ΕΒΑ) που θα εφαρμοστεί πανευρωπαϊκά (αξιολόγηση με βάση τον στατικό ισολογισμό 2017) για όλες τις τράπεζες, χωρίς εξαιρέσεις για τις ελληνικές. Επιπλέον, ο SSM δεν πρόκειται να ανεβάσει -όπως επίσης ανησυχούσαν οι ελληνικές τράπεζες- το ελάχιστο όριο του 5,50% για τον δείκτη των κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων (CET 1). Αυτό σημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν θα αξιολογηθούν με αυστηρότερα προαπαιτούμενα κεφαλαιακής επάρκειας και άρα θα μπορούν να απορροφήσουν καλύτερα τις όποιες πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες αναδείξει το stress test. Επιπλέον, δεν αποκλείεται -χωρίς, πάντως, να αλλάξει η μεθοδολογία της ΕΒΑ- να συνυπολογιστούν θετικά δράσεις των τραπεζών που δεν είχαν ολοκληρωθεί μέχρι 31/12/2017, αλλά που θα ολοκληρωθούν μέσα στο α’ τρίμηνο 2018 (ολοκλήρωση πωλήσεων θυγατρικών όπως π.χ. η περίπτωση της Εθνικής Ασφαλιστικής).
Σε κάθε περίπτωση, οι ελληνικές τράπεζες οδεύουν στα stress tests του 2018 με σημαντικά ενισχυμένους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, έχοντας «μπόνους» από το πρόσφατο ράλι των κρατικών ομολόγων. Το ράλι αυτό, που έριξε τις αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 11 ετών, εκτιμάται ότι θα ενισχύσει τα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών έως και κατά 50 μονάδες βάσης, καθώς το κέρδος για τις τράπεζες από την άνοδο των τιμών των ομολόγων θα αποτυπωθεί στα κεφάλαιά τους, αυξάνοντας το αποθεματικό τους μέσω της περαιτέρω ενίσχυσης του δείκτη CET 1. Ο τελευταίος κινείται ήδη στο 17%, αρκετά υψηλότερα από τα ελάχιστα απαιτούμενα επίπεδα. Κομβική στη διαδικασία των stress tests, ωστόσο, θα παραμείνει η πορεία μείωσης των «κόκκινων» δανείων από τις τράπεζες, με τον SSM να θέτει στο «μικροσκόπιο» τόσο την εφεξής πορεία των πλειστηριασμών όσο και την ενεργοποίηση όλων των εργαλείων για τη μείωση των NPLs από τις τράπεζες.
Με βάση τα στοιχεία Σεπτεμβρίου 2017, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών μειώθηκε κατά 2,4% και 5,5% συγκριτικά με το τέλος του Ιουνίου 2017 και του Δεκεμβρίου 2016 αντίστοιχα, φθάνοντας στα 100,4 δισ. ευρώ ή το 44,6% των συνολικών ανοιγμάτων. Σε σχέση με τον Μάρτιο του 2016, όταν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο, παρατηρείται μείωση κατά 7,6% ή 8,2 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, η βελτίωση κατά τη διάρκεια του 2017 ήταν αποτέλεσμα κυρίως διαγραφών δανείων (4,4 δισ. ευρώ), πωλήσεων (1,8 δισ. ευρώ), με το μεγαλύτερο μέρος να αφορά πώληση δανείων από τη μη συστημική Attica Bank το γ’ τρίμηνο του έτους, καθώς και αποπληρωμών (μερικών ή ολικών) δανείων (1,8 δισ. ευρώ).
Η δημιουργία νέων ροών μη εξυπηρετούμενων δανείων (8,1 δισ. ευρώ) συνέχισε να ξεπερνά τις πιστώσεις που είχαν παρουσιάσει καθυστέρηση στο παρελθόν αλλά άρχισαν και πάλι να εξυπηρετούνται (5,3 δισ. ευρώ). Περίπου το ήμισυ (45,5%) του συνολικού ποσού των μη εξυπηρετούμενων δανείων αφορά δανειακές συμβάσεις που έχουν καταγγελθεί από τις τράπεζες, τα δάνεια με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών αποτελούν το 24,5% και τα δάνεια με βραχύτερη (ή και καμία) καθυστέρηση, τα οποία θεωρούνται παρ’ όλα αυτά ως αβέβαιης είσπραξης (unlikely to pay), αποτελούν το υπόλοιπο 30,1%. Σημειώνεται επίσης ότι περίπου 14,3 δισ. ευρώ από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αφορούν δάνεια για τα οποία οι δανειολήπτες έχουν αιτηθεί νομική προστασία, με το μεγαλύτερο μέρος αυτών να αφορούν στεγαστικά (9 δισ. ευρώ) και καταναλωτικά δάνεια (3,3 δισ. ευρώ).