Σε κρίσιμη καμπή βρίσκεται την τελευταία 3ετία η εγχώρια παραγωγή κρασιού, καθώς η επέλαση των κρασιών από τις νέες χώρες –Χιλή, Καλιφόρνια, Αυστραλία κ.α.- στην ευρωπαϊκή αγορά ανέτρεψε τους σχεδιασμούς των επιχειρήσεων οι οποίες επένδυσαν σημαντικά κονδύλια για την αναβάθμιση των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού τους.
Σε μελέτη της Hellastat Α.Ε. για τον κλάδο αναφέρεται ότι η αξία της ελληνικής παραγωγής το 2005 ανήλθε σε € 189,3 εκ., μειωμένη κατά 3% σε σύγκριση με το 2004. Ο δείκτης παραγωγής της ΕΣΥΕ διαμορφώθηκε στις 105,5 μονάδες, μειωμένος κατά 9,8% σε σύγκριση με το 2004, ενώ είχε προηγηθεί πτώση της τάξης του 8,3% το διάστημα 04/03.
Οι ανερχόμενες δυνάμεις στην παγκόσμια αγορά κρασιού εκτοπίζουν σταδιακά τους παραδοσιακούς ηγέτες τόσο στις διεθνείς αγορές όσο και «εντός έδρας», ενώ προβλήματα αντίστοιχα με αυτά των Ελλήνων παραγωγών αντιμετωπίζουν οι παραδοσιακά κυρίαρχοι Γάλλοι και Ιταλοί. Η ΕΕ, βλέποντας τα αποθέματα κρασιού να συσσωρεύονται στα κελάρια των ευρωπαίων παραγωγών έλαβε την απόφαση εθελοντικής εκρίζωσης μέχρι του 12% περίπου της καλλιεργήσιμης έκτασης.
Αν και τα ευρωπαϊκά κρασιά –μεταξύ αυτών και τα ελληνικά- παραμένουν κορυφαίας ποιότητας, η ασύγκριτα χαμηλότερη τιμή των εκτός ΕΕ παραγόμενων φιαλών ασφαλώς αποτελεί ισχυρό κίνητρο επιλογής. Το ελληνικό εμπορικό ισοζύγιο παραμένει θετικό, στα € 33,1 εκ. αλλά μειωμένο σε σύγκριση με τα € 38,8 εκ. το 2004, καθώς οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 6,6% και οι εισαγωγές ενισχύθηκαν κατά 6%.
Τα αποτελέσματα του 2005
Οι 71 επιχειρήσεις του κλάδου που καλύπτονται στην ανάλυση της Hellastat δημιούργησαν το 2005 έσοδα ύψους € 262 εκ., έναντι € 287 εκ. το 2004, δηλαδή συρρίκνωση της συνολικής αξίας της αγοράς κατά -8,8%. Τα λειτουργικά κέρδη στο σύνολο τους διατηρήθηκαν στο ύψος των € 40,4 εκ., ενώ τα καθαρά προ φόρων σε € 9,14 εκ. από € 11,96 εκ. το 2004.
Οι 9 μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου εμφανίζουν μείωση του κύκλου εργασιών το 2005 σε σύγκριση με το 2004 (-4% κατά μέσο όρο), συνολικής αξίας € 18,9 εκ., με περιορισμένες όμως απώλειες στην καθαρή κερδοφορία, της τάξης του € 1 εκ.
Η ανακύκλωση των αποθεμάτων στον κλάδο διαρκεί 341 ημέρες, βραδύτερη κατά 1 περίπου μήνα σε σύγκριση με το 2004 και κατά 4 μήνες σε σύγκριση με το 2002. Η διάρκεια του κεφαλαίου κίνησης επεκτείνεται συνολικά κατά 2 μήνες, στις 353 ημέρες το 2005, λόγω της βραδύτερης είσπραξης των απαιτήσεων και της ταχύτερης εξόφλησης των προμηθευτών.
Η άμεση ρευστότητα στον κλάδο είναι οριακή, στο 0,72, ενώ οι βραχυπρόθεσμες τραπεζικές υποχρεώσεις εκτιμώνται στο υψηλό επίπεδο του 54,5% επί των πωλήσεων, έναντι 48,6% το 2003. Η ικανότητα κάλυψης των τόκων φθίνει την τελευταία 4ετία, στις 3,5 φορές το 2005 από 4,3 φορές το 2002, ενώ πλέον το κόστος χρηματοδότησης διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στο 4,2% επί των πωλήσεων, έναντι 3% το 2002.