Από την έντυπη έκδοση
Έντονη κόντρα κυβέρνησης και Τράπεζας της Ελλάδος πυροδότησε η αναφορά του διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα στην ενδιάμεση έκθεση για «προληπτικό πρόγραμμα στήριξης», μετά την έξοδο από το μνημόνιο, τον προσεχή Αύγουστο.
«Η ύπαρξη ενός τέτοιου προγράμματος εκτιμάται ότι μπορεί να δράσει υποστηρικτικά για την ελληνική οικονομία μειώνοντας το κόστος δανεισμού, καθώς θα παρέχει ασφάλεια σχετικά με την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου σε χρηματοδότηση μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018», αναφέρει στην Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική, την οποία υπέβαλε χθες στον Πρόεδρο της Βουλής και στο Υπουργικό Συμβούλιο. Ωστόσο, η θέση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την κυβερνητική θέση που είναι η «καθαρή έξοδος», έχοντας σχηματίσει παράλληλα και ταμειακό απόθεμα, με τις εκδόσεις ομολόγων, αλλά και κεφάλαια του ESM.
Δεδομένου ότι πρόκειται για βασικό κυβερνητικό αφήγημα, έντονη ήταν η αντίδραση του Μαξίμου στο περιεχόμενο της έκθεσης. «Επειδή ένας αποτυχημένος υπουργός Οικονομικών τότε και μια αποτυχημένη κυβέρνηση είχαν θέσει ως βέλτιστη εκδοχή όχι την έξοδο στις αγορές με ευνοϊκά επιτόκια, αλλά τη γραμμή στήριξης, δεν σημαίνει ότι μια πετυχημένη κυβέρνηση δεν θα τα καταφέρει πολύ καλύτερα. Ήδη όλες οι ενδείξεις, αυτό αποδεικνύουν», αναφέρεται σε non paper, που εκδόθηκε λίγες ώρες μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης.
Αναλυτικότερα, στην ενδιάμεση έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική ο κ. Στουρνάρας αναφέρει ότι η υψηλή και επίμονη μακροχρόνια ανεργία, το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η υστέρηση των επενδύσεων, το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος και η διατηρούμενη, ακόμη, σε υψηλά επίπεδα φοροδιαφυγή είναι προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν μεσοπρόθεσμα, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Όπως επισημαίνει ο διοικητής της ΤτΕ, οι εξελίξεις των επόμενων μηνών θα καθορίσουν την πορεία της οικονομίας για πολλά χρόνια μετά και στο πλαίσιο αυτό χρειάζεται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να αντιμετωπιστούν σημαντικές προκλήσεις ώστε να επαληθευτούν οι προσδοκίες για την ανάπτυξη. Σημειώνει, πάντως, ότι έπειτα από οκτώ χρόνια επώδυνης προσαρμογής, η οικονομία βρίσκεται σήμερα σε κατάσταση που επιτρέπει θετικές προσδοκίες για το μέλλον. Ειδικότερα, η ΤτΕ αναμένει ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας μεσοπρόθεσμα και προβλέπει ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ 1,6% το 2017, 2,4% το 2018 και 2,5% το 2019.
Καθεστώς εποπτείας
Ο διοικητής της ΤτΕ θεωρεί ότι θα πρέπει να γίνει πολύ καλή προετοιμασία για την έγκαιρη ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης, που θα σηματοδοτήσει το τέλος του προγράμματος, ενώ θέτει θέμα «προγράμματος προληπτικής στήριξης» μετά τον Αύγουστο του 2018.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην Έκθεση, «η Ελλάδα θα βρίσκεται σε καθεστώς εποπτείας τουλάχιστον μέχρις ότου αποπληρώσει το 75% των επίσημων δανείων που έχει λάβει από χώρες της ευρωζώνης, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM). Ωστόσο, πρέπει να αποσαφηνιστεί κατά πόσο θα υπάρχει, και υπό ποιους όρους, ένα ενδεχόμενο “προληπτικό πρόγραμμα στήριξης”. Η ύπαρξη ενός τέτοιου προγράμματος εκτιμάται ότι μπορεί να δράσει υποστηρικτικά για την ελληνική οικονομία μειώνοντας το κόστος δανεισμού, καθώς θα παρέχει ασφάλεια σχετικά με την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου σε χρηματοδότηση μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.
Η αποσαφήνιση της μορφής που θα λάβει η στήριξη της ελληνικής οικονομίας μετά το τέλος του προγράμματος είναι σημαντική, στην περίπτωση που μέχρι τότε δεν θα έχει αποκατασταθεί η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, και για έναν πρόσθετο λόγο: για να μην απολεσθεί η δυνατότητα των ελληνικών ομολόγων (α) να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις τακτικές πράξεις χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ και (β) να συμμετάσχουν στις αγορές ομολόγων της ΕΚΤ στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE), είτε στην κανονική του διάρκεια είτε στη διάρκεια της επανεπένδυσης σε νέους τίτλους».
Οι προκλήσεις
Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσα στους επόμενους μήνες για να υλοποιηθούν οι προσδοκίες για την ανάπτυξη είναι:
- η διεύρυνση και εμπέδωση της εμπιστοσύνης, που θα επιτρέψει την επάνοδο στις χρηματοπιστωτικές αγορές με διατηρήσιμους όρους μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018,
- η υλοποίηση των μέτρων του προγράμματος χωρίς καθυστερήσεις,
- η καλή προετοιμασία για την έγκαιρη ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης, που θα σηματοδοτήσει το τέλος του προγράμματος,
- οι διαπραγματεύσεις για τη ρύθμιση του χρέους και για τους όρους της εποπτείας μετά τη λήξη του προγράμματος,
- η πλήρης άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων (σε συνάρτηση με τη βελτίωση της οικονομίας και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης), η οποία θα βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα και θα βοηθήσει στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων.
Καθυστερήσεις ή εμπλοκές στα παραπάνω ζητήματα θα δυσχεράνουν την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, θα θέσουν σε δοκιμασία την πορεία εξόδου από την κρίση και θα υπονομεύσουν τις αισιόδοξες προβλέψεις.
«Το τέλος του προγράμματος προσαρμογής, εφόσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις που έχουν επισημανθεί, μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για τη στροφή της οικονομικής πολιτικής σε αναπτυξιακή κατεύθυνση. Η πολιτική αυτή πρέπει πάση θυσία να μην επαναλάβει λάθη του παρελθόντος και να επικεντρωθεί στην προσπάθεια δημιουργίας των συνθηκών που θα οδηγήσουν σε ταχεία διατηρήσιμη ανάπτυξη, αντιμετωπίζοντας τις παραπάνω μεγάλες προκλήσεις», τονίζει χαρακτηριστικά ο διοικητής της ΤτΕ.
Όπως δηλώνει, η οικονομική πολιτική από εδώ και στο εξής πρέπει να επικεντρωθεί στα εξής:
- Επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων. Οι ιδιωτικοποιήσεις που βρίσκονται σε ώριμη φάση πρέπει να ολοκληρωθούν γρήγορα. Να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις μεταρρυθμίσεις όπως η μείωση των εμποδίων εισόδου στους κλάδους δικτύων υποδομών, στο λιανικό εμπόριο και στα ελεύθερα επαγγέλματα, αλλά και στην αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, στη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης και στη μείωση της γραφειοκρατίας.
- Υιοθέτηση ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής φιλικότερου προς την ανάπτυξη. Να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην περικοπή των μη παραγωγικών δαπανών και στην αύξηση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης της περιουσίας του Δημοσίου. Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα και της φορολογικής διοίκησης, προκειμένου να καταπολεμηθεί η παραοικονομία και η φοροδιαφυγή και να διευρυνθεί η φορολογική βάση, θα έχει ως αποτέλεσμα την πιο δίκαιη κατανομή των βαρών και θα διευκολύνει τη μείωση των υπερβολικά υψηλών φορολογικών συντελεστών.
- Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των στρατηγικών κακοπληρωτών, που εμποδίζει το τραπεζικό σύστημα να χρηματοδοτήσει την οικονομική ανάπτυξη.
- Βελτίωση της ποιότητας και διασφάλιση της ορθής λειτουργίας και ανεξαρτησίας των θεσμών.
- Άρση διαφόρων εμποδίων στις επενδύσεις από μικρά ή μεγάλα οργανωμένα συμφέροντα, πέραν της βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και της μείωσης της φορολογίας.
- Αντιμετώπιση του υψηλού δημόσιου χρέους με αποφασιστικές και συγκεκριμένες ενέργειες που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του.
- Στήριξη των ανέργων και ενίσχυση των προγραμμάτων απασχόλησης και κατάρτισης.
Οι τράπεζες
Στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική επισημαίνεται η πρόοδος που έχουν κάνει οι τράπεζες σε επίπεδο αποτελεσμάτων, ρευστότητας και μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Ωστόσο, τονίζεται ότι στο αμέσως προσεχές διάστημα οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και ιδανικά να τους ξεπεράσουν, επωφελούμενες από τις αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο και αξιοποιώντας όλα τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους. Στις συνθήκες αυτές επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων για αναδιαρθρώσεις βιώσιμων επιχειρήσεων, εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις.